Η κριτική ενάντια στο κομματικό σύστημα συλλήβδην αντιμετωπίζεται συχνά με τη μομφή του «απολιτίκ», δηλαδή του ανθρώπου ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική, δεν είναι πολιτικοποιημένος ή ενδεχομένως βρίσκεται και εκτός του περιλάλητου «δημοκρατικού τόξου». Είναι, όμως, έτσι;
Πρώτον, η τέχνη της πολιτικής αφορά εκ των πραγμάτων την οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας και τη διαχείριση των κοινών προβλημάτων, ευκαιριών ή διακυβευμάτων. Ένας συνάνθρωπός μας, ο οποίος προσφέρει εθελοντική εργασία για τη δεντροφύτευση ενός λόφου και τοποθετεί εαυτόν εκτός κομματικών στεγανών, δεν τεκμαίρεται ως κατ’ εξοχήν πολιτικό ον; Ή μήπως «κατ’ εξοχήν πολιτικό ον» αποτελεί ο λοβοτομημένος κομματικός οπαδός; Ποιος είναι ο «απολιτίκ» και ποιος είναι ο «ακομματίκ» σε αυτή την περίπτωση;
Δεύτερον, η κριτική προς το κομματικό σύστημα αφορά το βαθμό εναρμόνισής του με την κοινωνική πραγματικότητα. Εν απουσία γηγενούς αστικής τάξης, λόγω κυρίως της ιστορικά καθυστερημένης ανάδυσής της όταν ήδη ο εν λόγω όρος ήταν βεβαρημένος, το ελληνικό κομματικό σύστημα γιγαντώθηκε επιχειρώντας τη χαλιναγώγηση του πλήθους και όχι την οργάνωση της κοινωνίας. Η τελευταία, αντί να αποτελέσει τον εντολέα και τον νομιμοποιητικό φορέα, συνέστησε ένα αναγκαίο βάρος.
Τρίτον, κατηγορούνται ως «απολιτίκ» άνθρωποι, οι οποίοι τολμούν να ψελλίσουν την οιαδήποτε κριτική ενάντια σε έναν πολιτικό σχηματισμό, όπου ενδέχεται και να ανήκουν. Είναι προτιμητέο, δηλαδή, το μάντρωμα, λόγω του οποίου δεν βρίσκεται ένας ή μία «αντιπρόσωπος του Έθνους» να αντιταχθεί σε κάτι που εισάγει η κομματική ηγεσία; Είναι φοβερό ότι ψηφίζονται περίπου 100 νομοσχέδια σε ετήσια βάση και σπανίως βρίσκεται 1 μεταξύ 150-160 ή αντίστοιχα 70-80 Βουλευτών, που να διαφωνήσει. Είναι εκπληκτικό ότι η αντιπροσώπευση εκτυλίσσεται με όρους αντιπαράθεσης μεταξύ αθλητικών ομάδων ή θρησκευτικών δογμάτων. Αυτή είναι η πολιτική, η οποία εξ ορισμού περιγράφει προβλήματα και συνιστά την πρακτική επίλυσής τους;
Τέταρτον, παθαίνει «μπλακ άουτ» ο μαθημένος να σκέπτεται με αυτούς τους όρους, όταν ακούει κάποιον στο ένα θέμα να υποστηρίζει τη θέση που εκφράζεται από τη μία πλευρά και στο άλλο τη θέση που εκφράζεται από την άλλη. Έχουν κομματική απόχρωση τα προβλήματα; Για παράδειγμα, μια κομματικά και ιδεοληπτικά προσανατολισμένη άποψη για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα θα προέτασσε κατ’ αντιστοιχία την ανάγκη είτε συρρίκνωσής της χάριν των θέσεων εργασίας και της αύξησης της ανταγωνιστικότητας είτε ενίσχυσής της καθότι αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της πραγματικής οικονομίας. Ο ιδεοληπτικός αδυνατεί να αντιληφθεί ότι οι ανάγκες ή και οι παραδόσεις της εκάστοτε κοινωνίας – π.χ. της γερμανικής, της σουηδικής, της ελληνικής ή της αιγυπτιακής – ενδεχομένως να απαιτούν διαφορετικό μείγμα πολιτικής. Και όμως, όποιος δηλώσει κάτι τέτοιο, μάλλον θεωρείται… απολιτίκ!
Πέμπτον, εφόσον οι κομματικές και ιδεολογικές γραμμές είναι τόσο στιβαρές και διαπιστώνεται τέτοιου βαθμού σύμπτωση στις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες, πώς εξηγείται το γεγονός ότι σε μια σειρά θεμάτων παρατηρείται μεγαλύτερη σύγκλιση μεταξύ πολιτικών προσώπων διαφορετικών κομμάτων εν σχέσει με πρόσωπα του ιδίου χώρου; Γιατί το φαινόμενο του “partito trasversale” δεν αποτυπώνεται στις ψηφοφορίες; Πώς, δηλαδή, ένα θεμιτό παρεπόμενο της Δημοκρατίας αποσυνδέεται πλήρως από κατ’ εξοχήν δημοκρατικές διαδικασίες; Κάπου η «Δημοκρατία» αρχίζει να αποκτά εισαγωγικά και να προκύπτει η συζήτηση για «Άμεση Δημοκρατία», ωσάν να υπάρχει «Έμμεση Δημοκρατία» κατά το «ολίγον έγκυος». Τα πάντα κρύβονται κάτω από το χαλί χάριν της πίστης και νομιμοφροσύνης προς το κόμμα. Όμως, εν τέλει, ποιον εξυπηρετεί ο εν λόγω κομματικός πατριωτισμός; Το άθλημα της πολιτικής ως διάθεση προσφοράς προς την κοινωνία ή τις προσωπικές ιδιοτέλειες;
Δυστυχώς, οι απαντήσεις στα ως άνω ερωτήματα συνιστούν ένα εγχείρημα καθιστάμενο ολοένα και πιο δυσχερές όσο συνεχίζει η αιμορραγία του brain drain. Το πλέον ανθηρό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αδυνατεί να ταυτίσει το μέλλον, τις ανάγκες και τα όνειρά του με το ελληνώνυμο κράτος, ενώ η απελπισία – υπό την έννοια της απιθανότητας αντιστροφής της πραγματικότητας – καθιστά το brain re-gain εξίσου απίθανο. Αυτή είναι και η διαφορά με τη μετανάστευση των δεκαετιών του ’50 και του ’60, όταν οι ξενιτεμένοι επεδίωκαν την επιστροφή τους αφού πρώτα μάζευαν ορισμένα χρήματα και ενώ παράλληλα απέστελλαν εμβάσματα στις οικογένειές τους. Οι σημερινοί ξενιτεμένοι γυρνούν την πλάτη τους και όταν ερωτώνται ποιος είναι ο κυριότερος λόγος της φυγής τους, δεν απαντούν «οι μισθοί» ή «η ανεργία», αλλά «η αναξιοκρατία» (βλ. έρευνα της ICAP People Solutions, Brain Drain and Gain, 2018).