Το ταξίδι ξεκίνησε για την παρέα με τους καλύτερους οιωνούς. Για τη Σίκινο. Ένα βαπόρι όλο ζωντάνια υποδέχθηκε τους νυσταγμένους επιβάτες. Ήταν το ″Διονύσιος Σολωμός″ που με επτανησιακό αέρα αρμένιζε τώρα στις Δυτικές Κυκλάδες. Καλοτάξιδο όπως πάντα διατηρούσε ακόμα τα στοιχεία της καταγωγής του. Το Φιόρο του Λεβάντε έκανε αισθητή παντού την παρουσία του. Ο Εθνικός Ποιητής σε θέση περίοπτη, το λιμάνι της Ζακύνθου το ξημέρωμα, Ξύγκια η παραλία με τα θειούχα νερά. Μαγεία που μετέφερε στα Κυκλαδονήσια. Γέφυρα πολιτισμού ανάμεσα σε δυο πελάγη, το Ιόνιο και το Αιγαίο. Ένα ταξίδι από τον Επτανησιακό στον Κυκλαδικό πολιτισμό.
Η μικρή Σίκινος ξεπρόβαλε ταπεινά λίγο μετά τους τρομερούς βράχους της Φολεγάνδρου που έκοβαν την ανάσα. Ο Μαίστρος έφερε στο κατάστρωμα τους στίχους του Ποιητή:
‘’και είχε μάρτυρα εις το βράχο
Του Θεού τον οφθαλμό,
Και τριγύρω του μονάχο
Του πελάου το γογγυτό’’
Μόνο όταν ξεθόλωσε η εικόνα και τα σπιτάκια της φανερωθήκανε σε πρώτο πλάνο, νέτα, γαλήνεψε και η ψυχή. Σίκινος! Ωραία ονομασία σκέφθηκαν, ενθυμούμενοι την αναφορά του νομοθέτη Σόλωνα για τη Σίκινο (604π.Χ). Οινόη, γνωστή στην αρχαιότητα για τα αμπέλια της, πρόσθεσε άλλος από την παρέα, ανατρέχοντας στον Απολλώνιο Ρόδιο (Αργοναυτικά, 3ος αι. π.Χ).
Καθώς το βαπόρι πέταξε τους κάβους και έριξε τις πόρτες ανοίξανε και οι πρώτες αγκαλιές όσων περίμεναν τους αγαπημένους τους στο νησί. Οι σχετικοί με τη διαμονή επαγγελματίες ανέμεναν τους τουρίστες με τυπική ευγένεια κρατώντας τα καρτελάκια προς αναγνώριση. Το λεωφορείο της γραμμής περίμενε να φορτώσει. Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία με το λιμάνι. Ένα λιμάνι μόλις τριάντα ετών.
Η Αλοπρόνοια. Η πρόνοια της θάλασσας τους υποδέχθηκε με ελαφρύ κυματισμό. Ατένιζαν το τοπίο από το λιμάνι ίσαμε το βουνό. Άλλο δεν έβλεπαν από κατοικίες διακοπών. Με βεραντούλες και μελτεμάκι να συντηρούν το όνειρο. Εικόνα απλή. Ήσυχη κυκλαδίτικη λιτότητα χωρίς απαιτήσεις. Παιδάκια έπαιζαν στα ρηχά της θάλασσας. Τα λιγοστά σκάφη ξεκουράζονταν στις σημαδούρες. Εξάλλου ο μικρός κόλπος δεν άντεχε πολλούς κολυμβητές και αγκυροβόλια ταυτόχρονα. Περίπου δώδεκα παγκάκια ήταν τοποθετημένα κατά μήκος της παραλίας με ομπρέλες και παχύ δωρεάν ίσκιο από τον Δήμο. Τα αρμυρίκια πίσω, σε δεύτερο πλάνο κρατούσαν δροσιά και προστασία από την ισχυρή αμμοβολή. Η θάλασσα γινόταν ένα με τη χρυσαφένια άμμο σηκώνοντας κύματα που θέριευαν στο λεπτό. Τα παιδιά συνέχιζαν να χτίζουν στην άμμο μέχρι το βράδυ. Σπίτια και όνειρα. ‘’Παιδός η βασιληίη’’. Η καθαρή Αλοπρόνοια με τους πετρόχτιστους κάδους απορριμάτων απόπνεε φρεσκάδα . Ελάχιστα δένδρα, χαμηλοί θάμνοι και μοναχικές ελιές εμφανίζονταν στο διάβα τους. Ανεβαίνοντας προς τη Χώρα μύριζαν θυμάρι. Το βράδυ στο λιμάνι πεθύμησαν να φάνε φρέσκο ψάρι. Η ήσυχη Αλοπρόνοια έδινε την εικόνα άλλης εποχής.
Σύντομα διαπίστωσαν και στη Σίκινο το τέλος εποχής. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια η σερβιτόρα τους ενημέρωσε ότι στην ταβέρνα έχουν μόνο γαύρο κατεψυγμένο ενώ δεν είχε πανσέληνο. Έμειναν άφωνοι με το μελτέμι να τους δροσίζει στην παραλία.
Έλπιζαν για την άλλη μέρα στη Χώρα. Ατυχία! Το ψάρι δεν το απόλαυσαν ούτε στη στεριά ούτε στη θάλασσα. Την επόμενη βούτηξαν από τα βράχια στην άκρη του λιμανιού και κολύμπησαν αρκετά μέχρι πέρα το όμορφο πέτρινο σπίτι. Είχαν τα πάντα μαζί τους για τη θέαση του βυθού. Πανέμορφα καταγάλανα νερά δίχως ψάρια. Δεν είδαν ούτε ένα. Φαίνεται ότι τα ψάρια ταξίδευαν για άλλες θάλασσες. Γιατί άραγε; Με έκπληξη συνάντησαν πολλά ψαράκια ζωγραφιστά σε κεραμικά στο Κάστρο. Τους αποζημίωσε όμως ο Τόπος, ο ήλιος, ο αέρας και η πέτρα. Στην αρχόντισσα Χώρα έφτασαν από καλό οδικό δίκτυο περίπου 4χλμ. με μικρή κίνηση αυτοκινήτων. Η τακτική συγκοινωνία με επαγγελματική ακρίβεια έκανε το δρομολόγιο Αλοπρόνοια –Χώρα από το ξημέρωμα έως αργά το βράδυ.
Πάντα έβλεπες μπροστά σου το λεωφορείο να ανεβοκατεβαίνει στην ώρα του και ρύθμιζες το ρολόι σου.
Την εικόνα του πετρελαιοκίνητου πολιτισμού διέκοπτε που και που ημίονος φορτωμένος για τα δύσκολα.
Οι δυο οικισμοί της Χώρας, Χωριό και Κάστρο στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλον όπως φαίνονταν από ψηλά ενώ στα χαμηλά ο ένας αποτελούσε συνέχεια του άλλου.
Αυτή η διαλεκτική της λευκότητας και του φωτός εντυπωσίαζε τους περιπατητές και κρατούσε αγέρα και ήλιο ανόθευτο. Φρεσκοασπρισμένα τα πάντα. Από τα σπίτια και τις αυλές μέχρι τα σοκάκια ,τις εκκλησίες και τα πλακόστρωτα. Σπίτια κολλημένα με μικρά παράθυρα και συχνά περίτεχνες πόρτες. Το χρώμα έδιναν οι μπουκαμβίλιες, τα γεράνια και οι πεζούλες με τα φραγκόσυκα. Γάτες αμέτρητες λιάζονταν παντού.
Η μπασία στο Κάστρο γινόταν από την Παναγία τη Λότζια. Εκεί έδινε η νεολαία τα ραντεβού της. Βρίσκονταν στην Παναγία με τα φραγκόσυκα και μετά καθισμένοι στα πεζούλια χάνονταν στο κινητό τους.
Πέρασαν από την πλατεία με το Μνημείο και την Παντάνασσα. Η στάση στο φούρνο κρίθηκε απαραίτητη για τον άρτον τον επιούσιον. Καθώς όμως ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με το ψωμί, οι ανάγκες του πνεύματος τους οδήγησαν σε μοναδικό βιβλιοπωλείο της νήσου. Εκεί ξεφύλλισαν για λίγο τον ‘’ξαπλωμένο’’ Ελύτη στον πάγκο και ακολούθησαν πορεία ανηφορική με προορισμό το Θείον. Μέσα από τα πλακόστρωτα καλντερίμια ανέβαιναν προς το Μοναστήρι.
Σε ψηλότερο σημείο στ` αριστερά τους, καθώς φυσούσε δυνατός βοριάς ξεδίπλωνε η σημαία με την προσωπογραφία του κομαντάντε Τσε Γκεβάρα.
Έμβλημα αντίστασης στη σύγχρονη παραδομένη κοινωνία ή εικόνα μιας άλλης εποχής; Ξεμάκρυναν από τα εγκόσμια σε αέρινη ανάβαση, επίπονη και σε ύψος που τους έκοβε την ανάσα, στάθηκαν.
Στην Παναγία την Παντοχαρά. Ο Οδυσσέας Ελύτης ορμώμενος από την εικόνα της Θεοτόκου ‘’Η Πάντων Χαρά’’ της Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου επιθύμισε και έταξε ένα ξωκλήσι στην Σίκινο αφιερωμένο στην Παναγία την Παντοχαρά.
Στη Σίκινο που τον γοήτευε δεν εταξίδεψε ποτέ καθώς τα μεγάλα ταξίδια των ποιητών πραγματοποιούνται στις λέξεις και τα όνειρα. Ονειρεμένο και περίτεχνο το εκκλησάκι δεν είναι ιδιωτικό αλλά προορισμένο για τη χαρά όλων (Παντοχαρά). Η Παναγία εικονίζεται μελαγχολική να κρατάει τρυφερά το μοναχοπαίδι της.
Αυτή η θλιμμένη μάνα, το στερέωμα του κόσμου, στέριωσε επάνω στα βράχια της Σικίνου όταν η σύντροφος του Ποιητή έκανε όμορφη πραγματικότητα την επιθυμία του.Δυστυχώς η παρέα την βρήκε κλειστή και με τα λόγια του Ποιητή να τους συντροφεύουν κάθησαν στο φιλόξενο πλάτωμα για προσφάγι. Ψωμάκι που αγόρασαν ανεβαίνοντας από τον φούρνο και ελιές από το μπακάλικο.
″Οδοιπόρος εγώ θα με φιλοξενήσεις
Απιθώνοντας πάνω στο τραπεζομάντηλο
Το ψωμί τις ελιές και τη συνείδηση
Μέρα πρώτη για μας στην πατρίδα
τη δεύτερη του επάνω κόσμου.″
″Και με φως και με θάνατον″,21.Ο Μικρός Ναυτίλος(1985)
Παρά τη χαρά τους για τον τόπο συνάντησης γεύτηκαν πίκρα στα χείλη και την ψυχή. Απογοήτευση! Το ψωμάκι που περίμεναν έλειπε. Άραγε έλειπε και η συνείδηση; Τελικά είπανε το ψωμί ψωμάκι όλες τις μέρες που έμειναν. Ο Χριστός δεν σταμάτησε στη Σίκινο. Το θαύμα των άρτων και των ψαριών πρέπει να γίνει εδώ και τώρα. Ανασηκώθηκαν. Το βλέμμα τους στράφηκε στο βαθύ γαλάζιο πέρα από τα ανθρώπινα...στο πέλαγο.
Στο ψηλότερο σημείο του Κάστρου συνάντησαν το Μοναστήρι της Χρυσοπηγής ή Ζωοδόχου Πηγής, κτίσμα του 1690, επισκέψιμο πρωί και απόγευμα με την ευγενική παρουσία μίας και μόνης Μοναχής που πάλευε στην κορφή με όλους τους καιρούς. Ευφράνθηκαν ατενίζοντας ουρανό και θάλασσα.Ενότητα θείου και ανθρώπινου. Αναχώρησαν εν ειρήνη.Κατηφόρισαν συλλογιζόμενοι μέχρι τη Λότζια για να περάσουν απέναντι στο Χωριό.
Κομβικό σημείο που ένωνε τις δυο συνοικίες το σχολείο. Παλαιό κτήριο με δροσερή αυλή που φιλοξενούσε έκθεση ζωγραφικής. Ο πίνακας με τον άγγελο ελπίδα και φως έδειχνε τον δρόμο της σύγχρονης τέχνης. Απέναντι το νέο σχολείο με την κουκουβάγια περίμενε το πρώτο κουδούνι. Είτε ανέβαινες στη Χώρα είτε κατέβαινες από αυτή, παλιό και νέο σχολείο χτυπούσαν το καμπανάκι για τον πολιτισμό του rent rooms και του for sale. Στο Χωριό ανέβηκαν μετά την πρώτη στάση στον Μέγα Βασίλειο. Οι εκκλησίες πολλές. Σε κάθε γειτονιά. Η πνευματικότητα σε αναζήτηση.
Σε πορεία ανηφορική έπεσαν μπροστά σε τοιχίο με τη λέξη ″Οινόη″. Εκτεταμένη όμως αμπελοκαλλιέργεια δεν είδαν με εξαίρεση τον αμπελώνα του Οινοποιείου πηγαίνοντας για την Επισκοπή.
Ήταν ήδη ενημερωμένοι ότι ο αρχαιολογικός χώρος παρέμενε κλειστός λόγω εργασιών συντήρησης και αποκατάστασης του βυζαντινού μνημείου από το Υπουργείο Πολιτισμού(Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων).
Η επίσκεψη όμως αυτή παρουσίαζε ενδιαφέρον για το σπάνιο ταφικό μνημείο του 3ου αι.μΧ. Από τις εργασίες ήρθε στο φως ασύλητος τάφος γυναίκας με πλούτο κοσμημάτων και ταφικό επίγραμμα που παραδίδει το όνομα Νεικώ. Ποια ήταν λοιπόν η περίφημη Νεικώ που ″απελευθερώθηκε″ από τυφλό σημείο των υπογείων του μνημείου στο οποίο αναπαυόταν; Επιφανής Σικινίτισσα ή μεταφέρθηκε από αλλού; Αυτά και άλλα αρχαιολογικά συζητούσαν στην παρέα, εξωτερικά της περίφραξης μέχρι που ο ήλιος γλύκαινε τη θάλασσα στη δύση του. Επέστρεψαν στο Χωριό πλήρεις.
Τις νύχτες από ψηλή βεράντα έβλεπαν φωτισμένο το Μοναστήρι και στο βάθος διέκριναν τα φώτα της Οίας στη Σαντορίνη. Τις μέρες δροσίζονταν στον αιγιαλό.Στην Αλοπρόνοια και στον Άγιο Γεώργιο.
Ήσυχα ήρθε ο καιρός της επιστροφής.
Τέλη Αυγούστου,τέλος καλοκαιριού. Κάποιοι από την παρέα θα έφευγαν νωρίτερα.Κατέβηκαν στο λιμάνι για τον αποχαιρετισμό.Κοσμοσυρροή κολυμβητών με μαγιώ .Απόρησαν. Η φιλοξενία δεν ήταν ολοφάνερη.Χρειαζόταν να την ανακαλύψεις.Παρά ταύτα το πλήθος πύκνωνε στην αναμονή του ″Διονυσίου Σολωμού″. Όλοι ετούτοι θα φύγουν; ρώτησε η παρέα κάποιους γνωστούς στο νησί.Κανείς δεν φεύγει,τουλάχιστον για την ώρα, τους απάντησαν. Ετοιμάζονται για τον αποχαιρετισμό. Το βαπόρι έδεσε στην ώρα του. Όταν οι επιβάτες ενημερώθηκαν ότι το πλοίο είναι έτοιμο προς αναχώρηση και οι κάβοι λύθηκαν, η παρέα βρέθηκε μπροστά στον Σικινιώτικο αποχαιρετισμό.Το πλήθος του λιμανιού κουνούσε χέρια και πολύχρωμες κορδέλες καθώς η κόρνα του βαποριού έπαιζε χαρούμενα δίχως σταματημό. Αυτή η ανταπόκριση ξετρέλανε μικρούς και μεγάλους που ενθουσιασμένοι έπεφταν στα απόνερα του καραβιού πριν καλά καλά σηκωθούν οι πόρτες. Τα γαλαζοπράσινα νερά άφριζαν σε εντυπωσιακές δίνες που κύκλωναν τους κολυμβητές. Απονερίτες, ακούστηκε μια φωνή δίπλα τους.
Είναι οι Απονερίτες, ο αποχαιρετισμός του καλοκαιριού. Χαρμολύπη.Το ″Διονύσιος Σολωμός″ βαρούσε αποχαιρετώντας τον κόσμο που έμενε. Δονούσε ο τόπος από ήχους, χρώματα και σήματα
″Σήματα στον αέρα: ζήτα- ήτα- ωμέγα
(Ψηλά την ώρα που σε μέγα βάθος
Αφρίζοντας περνά μια Σίκινος)″
″Και με φως και με θάνατον″, 13.Ο Μικρός Ναυτίλος (1985)