Απόστολος Γεωργίου: Η τέχνη οφείλει να μας αφήνει ανυπεράσπιστους

Ο ζωγράφος Απόστολος Γεωργίου μιλάει στον Γιώργο Μυλωνά
.
.
Photo Credit: Στάθης Μαμαλάκης

Διασχίζοντας την παραλιακή λεωφόρο, στο ύψος της Βούλας, προβάλλει μια πολυκατοικία που ξεχωρίζει για τα υπερμεγέθη μπαλκόνια της. Ο ζωγράφος Απόστολος Γεωργίου ζει στο ισόγειο, σε ένα μέρος «κρυμμένο» από τα υπόλοιπα διαμερίσματα, σα να υποσκάπτει τον χαρακτήρα του εντυπωσιακού κτίσματος . Έτσι, μοιάζει και η ζωγραφική του.

Είναι απολύτως αναγνωρίσιμη από μακριά, έχει μια γλώσσα «καθαρή» που δεν την μπερδεύεις με κάτι άλλο. Είναι «Γεωργίου». Στις μεγαλειώδεις συνθέσεις του, αυτό που αρχικά προβάλλει ως γκροτέσκο ή παιγνιώδες, σε δεύτερη ανάγνωση ανασύρει μια ειρωνεία για την ανθρώπινη συνθήκη. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο αστείο απ′ τη δυστυχία» θα πει ο Μπέκετ στο «τέλος του Παιχνιδιού». Αυτό νομίζω περικλείει αρκετή δόση αλήθειας για την ζωγραφική του. Από τους λιγοστούς Έλληνες δημιουργούς που δείχνουν δουλειά τους και στο εξωτερικό, ο Γεωργίου εκθέτει αυτήν την περίοδο μέσω της γκαλερί Rodeo, μια σειρά από καινούργια έργα στον Πειραιά και στο Λονδίνο, τιτλοφορώντας την «Ένας Ένας».

Όση ώρα μιλήσαμε (και μιλήσαμε αρκετά) κρατούσε ένα τσιγάρο που δεν έλεγε ν’ ανάψει.

.
.
Photo Credit: Γιώργος Μυλωνάς

«Όταν ξεκίνησα να ζωγραφίζω συστηματικά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η δουλειά μου θα μπορούσε να με στηρίξει επαγγελματικά. Ίσως ήταν και το κλίμα της εποχής, πολλοί φίλοι μου με διαφορετικές σπουδές δεν τους απασχολούσε έντονα η επαγγελματική τους αποκατάσταση, σαν να ήταν κάτι που θέλαμε ν αποφύγουμε να το σκεπτόμαστε. Όχι φυσικά πως δεν υπήρχε θέμα. Όσο για μένα, τον ζωγράφο, υπήρχαν κάποια μακρινά ονόματα κατεστημένα και οι εκθεσιακοί χώροι άβατο. Η χώρα ήταν πολύ πιο φτωχή και πιο απλή. Αυτό που μπορούσες να ελπίζεις ήταν κάτι λίγο. Μου είναι αδύνατο περιγράψω τι έγινε από τότε μέχρι τώρα και βρέθηκα να είμαι σήμερα εγώ το κατεστημένο, κάτι που απεχθανόμουν εγώ ως νέος καλλιτέχνης. Έχω την εντύπωση πως σήμερα υπάρχουν περισσότεροι αξιόλογοι νέοι καλλιτέχνες από παλιά, περισσότεροι χώροι να εκθέσεις, περισσότεροι επιμελητές να οργανώσουν εκθέσεις αλλά ταυτόχρονα και μεγαλύτερη απελπισία.

“Δάσκαλός μου είναι η μητέρα μου, ο μπακάλης της γειτονιάς, ο δάσκαλος του Δημοτικού που μας τραβούσε τις φαβορίτες για τιμωρία, οι φωτογραφίες των ηρώων της Επανάστασης που επαναζωγραφίζαμε με το στυλό στα βιβλία προσθέτοντας γυαλιά, τσιγάρα κ.λπ. ή το οπισθόφυλλο ενός τετραδίου με ένα εξαιρετικό έργο του Παρθένη.”

Η Θεσσαλονίκη που γεννήθηκα ήταν μια πόλη των 300.000 και η Θεσσαλονίκη του σήμερα είναι του 1.200.000. Νομίζω πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο η Θεσσαλονίκη των παιδικών μου χρόνων, περισσότερο Βαλκάνια παρά πόλη του Αιγαίου, περισσότερη μελαγχολία και βάρος παρά ελαφράδα, η Δύση του ήλιου πάνω στα χλωμά παλιά κτίρια, τα απομεινάρια μιας κοσμοπολίτικης πόλης. Αυτό το ειδικό βάρος της πόλης της εποχής εκείνης διαμόρφωσε έντονα το χαρακτήρα μου και επηρέασε τη δουλειά μου. Ίσως, αν στην πόλη είχε παραμείνει το εβραϊκό στοιχείο και τότε και τώρα θα ήταν μια διαφορετική πόλη. Γεννήθηκα στα απομεινάρια μιας κοσμοπολίτικης πόλης που με το χρόνο απομακρύνονται κι αυτά. Τώρα που την επισκέφτηκα πρόσφατα, πολύ λίγα μου θύμιζαν τα παλιά, θετική όμως εντύπωση μου άφησε η μεγάλη Νέα Παραλία επανασχεδιασμένη με τους κατοίκους της πόλης να την απολαμβάνουν.

“Η ψυχολογική διαμόρφωση ενός ανθρώπου είναι το βασικότερο και δεν περιορίζεται σε μια αίθουσα διδασκαλίας.”

Μαθήματα συμπεριφοράς που μπορούν να σου διαμορφώσουν το χαρακτήρα λειτουργούν, όταν είσαι μικρός. Οι δάσκαλοι σου μαθαίνουν να συμπεριφέρεσαι, σου δημιουργούν σύνδρομα, σου διαμορφώνουν το συναισθηματικό, ψυχολογικό και αισθητικό γούστο, που είτε τα αποδέχεσαι ολόκληρα είτε εν μέρει και κάποια απ’ αυτά αγωνίζεσαι να τα αποβάλεις. Άρα, δάσκαλός μου είναι η μητέρα μου, ο μπακάλης της γειτονιάς, ο δάσκαλος του Δημοτικού που μας τραβούσε τις φαβορίτες για τιμωρία, οι φωτογραφίες των ηρώων της Επανάστασης που επαναζωγραφίζαμε με το στυλό στα βιβλία προσθέτοντας γυαλιά, τσιγάρα κ.λπ. ή το οπισθόφυλλο ενός τετραδίου με ένα εξαιρετικό έργο του Παρθένη. Δάσκαλος είναι αυτός που σε φτιάχνει για να φτιάξεις και βρίσκεται παντού. Η ψυχολογική διαμόρφωση ενός ανθρώπου είναι το βασικότερο και δεν περιορίζεται σε μια αίθουσα διδασκαλίας. Αν θέλω να εντοπίσω και επιρροές από καλλιτέχνες των νεανικών μου χρόνων δε θέλω ν’ αναφερθώ γιατί ντρέπομαι. Κάποιους από αυτούς δεν μπορώ ούτε να τους βλέπω.

.
.
Photo Credit: Στάθης Μαμαλάκης

Δεν έχω γενικά πολλούς φίλους, ζωγράφους ακόμη λιγότερους. Θα αναφερθώ σε δύο συγκεκριμένους φίλους ζωγράφους. Έναν απ’ τα νεανικά μου χρόνια και έναν απ’ τη μέση ηλικία. Ο πρώτος είναι ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος με τον οποίο ξανασυναντηθήκαμε 40 χρόνια μετά και συνεχίζουμε να συνομιλούμε. Δε θα ξεχάσω τον τρόπο που με αντιμετώπισε στα 20 μου, αυτός καταξιωμένος καλλιτέχνης και εγώ ένα αλαζονικό παιδαρέλι είτε περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας είτε δείχνοντάς μου τη δουλειά του σεβόμενος την άποψή μου. Επιτέλους, μου επιτρέπονταν να είμαι «τρελός» και καλλιτέχνης. Ο δεύτερος ο Χάρης Γαβρήλος, εξαιρετικός ζωγράφος και φίλος, που δυστυχώς χάθηκε νωρίς. Είναι ο μόνος με τον οποίο κράτησα πολύ στενή επαφή από τότε που τον γνώρισα μέχρι που έφυγε, αν και αυτός ζούσε στην Αθήνα και εγώ στη Σκόπελο. Έκανε μια τελείως διαφορετική ζωγραφική απ’ τη δική μου, είχε ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής από μένα αλλά υπήρχε μεγάλη αλληλοεκτίμηση. Υπάρχει και ένας ακόμη που αγαπώ και εκτιμώ, προτιμώ όμως να το αναφέρει ο ίδιος. Τι μπορεί να σημαίνει φιλία με καλλιτέχνες που εκτιμάς, πέρα από το γεγονός ότι χαίρεσαι την παρουσία τους; Μπορείς να περιαυτολογείς για το έργο σου και να μη σε εκλάβει ως ψώνιο.

“Είχα την εμπειρία της διδασκαλίας για κάποια χρόνια και, πιστεύω, αν ήμουν χρήσιμος σε κάτι στους μαθητές μου, δε θα ήταν παρά πάνω από τρεις φράσεις που συγκράτησαν.”

Στην ουσία, μια σχολή δεν μπορεί να σε κάνει καλύτερο καλλιτέχνη. Η καλύτερη περίπτωση είναι να μη σε καθυστερήσει στο να ξεκινήσεις να φτιάξεις το έργο σου και η χειρότερη να σε αποπροσανατολίσει. Αυτό έχει να κάνει με τη δική μου την ψυχοσύνθεση και εμπειρία απ’ τα μαθησιακά μου χρόνια, όπου οι γνώσεις ήταν πολύ επιφανειακές για πράγματα που είχαν τεράστιο ενδιαφέρον. Φυσικά δεν εννοώ πως σε μια σχολή καλών τεχνών δε θα συναντήσεις κάποιον σημαντικό άνθρωπο αλλά συνήθως, αυτό που έχει κάποιος να σου πει, θα στο πει μια φορά και θα το καταλάβεις, δε χρειάζεται να το βιώσεις για πέντε χρόνια. Όσο μπορείς να το ακούσεις σε μια σχολή άλλο τόσο μπορείς να το ακούσεις σε μια συνάντηση σ’ ένα σπίτι ή σ’ ένα καφενείο. Οι άνθρωποι που μας εμπνέουν ως προσωπικότητες κυκλοφορούν παντού, στις αίθουσες διδασκαλίας αλλά και στο δρόμο. Όταν τους χρειαστείς θα τους βρεις. Είχα την εμπειρία της διδασκαλίας για κάποια χρόνια και, πιστεύω, αν ήμουν χρήσιμος σε κάτι στους μαθητές μου, δε θα ήταν παρά πάνω από τρεις φράσεις που συγκράτησαν.

.
.
Photo Credit: Στάθης Μαμαλάκης

Η τέχνη οφείλει να μας αφήνει μετέωρους και ανυπεράσπιστους με καμία δυνατότητα αυτοάμυνας ούτως ώστε να νιώσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Η διαφορά μεταξύ του καλλιτέχνη δημιουργού και του θεατή είναι ότι μόνο ο πρώτος φτιάχνει το έργο. Και η ομοιότητα, που είναι και το σημαντικότερο, είναι πως και οι δύο είναι θεατές. Εξάλλου το έργο φτιάχνεται σ’ ένα συγκεκριμένο χρόνο. Άρα, και υπάρχει και μπορεί να υπάρξει σε άπειρο χρόνο. Το άπειρο είναι μεγαλύτερο απ’ το ορισμένο.

“Έχω την εντύπωση πως ο λεγόμενος δυτικός κόσμος θεωρεί την τέχνη πιο χρήσιμη από όσο τη θεωρούμε εμείς... Ίσως γιατί η χώρα είναι τόσο όμορφη που μας κάνει να ξεχνιόμαστε.”

Δε θέλω να κατευθύνω το θεατή σε σκέψεις που ενδέχεται να μην ισχύουν. Πάντα το ασυνείδητο είναι πιο δυνατό απ’ το συνειδητό. Η ιστορία που περιγράφεται στον πίνακα κρύβει μια δεύτερη ιστορία πολύ πιο ουσιαστική. Αυτήν την ιστορία θέλω να ψάξει ο θεατής, τη δική του κι όχι τη δική μου. Ο ουσιαστικός θεατής, αυτός που έχει καταλάβει πώς θα απολαύσει την τέχνη, διαβάζει το έργο σα δικό του και όχι ως έργο κάποιου άλλου, ψάχνει να υποψιαστεί πράγματα για τον ίδιο του τον εαυτό και χάνεται σ’ αυτά.

Βάζοντας τίτλο στο έργο περιορίζεις το θεατή, του δίνεις την ψευδαίσθηση ότι το έχει καταλάβει (λες και το έχεις καταλάβει εσύ, ο δημιουργός), κατά κάποιο τρόπο τον κολακεύεις. Τον κατευθύνεις στη ερώτηση τι θέλει να πει ο δημιουργός απομακρύνοντάς τον από το τι νιώθει ο ίδιος. Το έργο δεν απευθύνεται στις μάζες αλλά στον καθένα μας ξεχωριστά και οι απαντήσεις μπορεί να διαφέρουν.

“Στη μετά την μεταπολίτευση εποχή καλλιεργήθηκαν κυρίως από το ΠΑΣΟΚ τα εύκολα απωθημένα και οι κακές συνήθειες ενός λαού και θα πάρει πολύ χρόνο να επανασχεδιάσουμε τις ουσιαστικές μας ανάγκες.”

Έχω την εντύπωση πως ο λεγόμενος δυτικός κόσμος θεωρεί την τέχνη πιο χρήσιμη από όσο τη θεωρούμε εμείς. Ίσως να επηρεάζει το γεγονός ότι αυτοί παράγουν προϊόντα όπως αυτοκίνητα, και βιομηχανικά είδη γενικά, που πέρα απ’ τη χρηστικότητά τους οφείλουν να έχουν και μια αισθητική. Ίσως γιατί για να πας σε μια συναυλία ή ένα μουσείο θα περάσεις από ένα πάρκο ή θα διασχίσεις μια όμορφη λεωφόρο και πηγαίνοντας και επιστρέφοντας πράγμα που εδώ δεν ισχύει αντίθετα κινδυνεύεις από εμπόδια πεζούς και αυτοκίνητα. Ίσως γιατί η χώρα είναι τόσο όμορφη που μας κάνει να ξεχνιόμαστε. Φαντάζομαι πως η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε τα τελευταία 10 χρόνια θα ήταν αφόρητη στο κλίμα και τη φύση μιας χώρας της κεντρικής Ευρώπης. Εδώ, μπορούμε να ξεχάσουμε ακόμη την αναγκαιότητα της ευμάρειας και ταυτόχρονα και της τέχνης.

“Η υστεροφημία μου με ενδιαφέρει όσο είμαι ζωντανός.”

Την πολιτική κατάσταση την κρίνω μέσα από την ποιότητα και την αυτογνωσία των πολιτών της χώρας. Νομίζω πως ως Έλληνες πρέπει να θέτουμε άλλα ερωτήματα και μόνο έτσι θα έχουμε τις ηγεσίες που μας αρμόζουν. Στη μετά την μεταπολίτευση εποχή καλλιεργήθηκαν κυρίως από το ΠΑΣΟΚ τα εύκολα απωθημένα και οι κακές συνήθειες ενός λαού και θα πάρει πολύ χρόνο να επανασχεδιάσουμε τις ουσιαστικές μας ανάγκες. Δεν είναι δυνατόν τα πολιτικά μας επιχειρήματα να ανάγονται σε εποχές 70 χρόνων πριν. Οι μισοί παππούδες ήτανε δωσίλογοι και οι άλλοι μισοί αντάρτες στα βουνά για την ελευθερία. Εξάλλου ουδείς αναρωτήθηκε για την ποιότητα των παππούδων μας. Ας φτιάξουμε μια αστική δημοκρατία κατ’ αρχάς και μετά ας αποφασίσουμε. Από τότε που γεννήθηκα οι πιο συχνές λέξεις είναι αναξιοκρατία και φοροδιαφυγή. Αν η διαπλοκή σε μια αναπτυγμένη δυτική χώρα ξεκινάει απ’ τα ανώτερα κλιμάκια εδώ ξεκινάει απ’ το «θυρωρό της πολυκατοικίας». Άλλοτε απαιτούμε από το κράτος και άλλοτε το θεωρούμε εντελώς αναξιόπιστο για να συμμορφωθούμε σ’ αυτό.

Η υστεροφημία μου με ενδιαφέρει όσο είμαι ζωντανός. Την ώρα που θα πεθαίνω είναι σίγουρο πως δεν θα μ’ ενδιαφέρει, αλλά αυτό θα συμβεί μόνο μια φορά. Μου είναι αδύνατο να πιστέψω ότι αυτό δεν ενδιαφέρει τους ανθρώπους που ασχολούνται με τις τέχνες, τις επιστήμες κ.λπ. Δεν είναι τυχαίο που οι ζωντανοί τιμούν τους ζωντανούς, αλλά και τους πεθαμένους με την ελπίδα ότι θα τιμηθούν κι αυτοί. Είναι κάτι που δε το σκέφτομαι καθημερινά, γιατί μου υπενθυμίζει το φυσικό μου θάνατο και είναι κι ένας από τους λόγους που δεν αρχειοθετώ με επιμέλεια τη δουλειά μου. Η καταξίωση έχει και τα αρνητικά της. Πέρα ότι σε κάνει να νιώθεις λιγότερο εύκαμπτος, ευκίνητος, σε βγάζει απ’ το περιθώριο που είναι ο μόνος χώρος ελευθερίας».

.
.
Photo Credit: Γιώργος Μυλωνάς
|

Δημοφιλή