«Τα γηρατειά προχωρούν στο σκοτάδι, με το αθόρυβο βήμα των συμπτωμάτων, εκπαιδευμένων ομάδων καταστροφής που βάζουν μπρος την απρόσμενη, απρόσδεκτη και αυξανόμενη ομοιότητα με τους ξένους. Με μία σουβλιά στα νεφρά ή με την εξασθένηση της ακοής, ακόμη και ο εχθρός γίνεται συγγενής. Ο χώρος και τα πράγματα αμβλύνονται: τα γηρατειά μοιάζουν με τους τσιγγάνους, ζουν με τις ελεημοσύνες». Κάπως έτσι σκεφτόταν τα γηρατειά ο Valentino Bompiani, κάπως έτσι σκέφτηκα κι εγώ να ξεκινήσω την εξιστόρηση ενός απογεύματος στο γηροκομείο Αθηνών.
Η Τζωρτζίνα Τζήλιου, δασκάλα Αγγλικών και θεατρική συγγραφέας και η Σταυρούλα Μητσάκου, εκπαιδευτικός και εικαστικός, γνωρίστηκαν μέσω Facebook, μετά από δημόσια ανάρτηση της πρώτης στην οποία απηύθυνε κάλεσμα για δράση στο γηροκομείο Αθηνών το Νοέμβριο του 2016. Τώρα, πια, είναι μαζί, μέλη στο Δίκτυο Τέχνης και Δράσης, μία ομάδα καλλιτεχνών και εκπαιδευτικών που αναλαμβάνει εθελοντικές πρωτοβουλίες με στόχο την ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών.
«Σκοπός μας ήταν η ψυχαγωγία των ηλικιωμένων. Θέλαμε να κάνουμε κάτι ανεβαστικό... Στην αρχή καλέσαμε κάποιους μουσικούς να παίξουν μουσική της εποχής τους (σ.σ. των ηλικιωμένων)... Έπειτα, πήγαινα με το laptop, κατέβαζα μουσική από το Youtube και τους έβαζα να ακούνε. Φέτος αγόρασα και ηχεία...», λέει η Τζωρτζίνα.
«Όταν ξεκίνησα τη δράση είχα κατάθλιψη. Μέσα από αυτή τη δράση άρχιζα να νιώθω ότι στέκομαι ξανά στα πόδια μου. Η συναναστροφή μου με αυτούς τους ανθρώπους με βοήθησε πάρα πολύ. Μου άλλαξε τον τρόπο σκέψης. Άρχιζα να βλέπω τη ζωή μου διαφορετικά. Σκέφτεσαι πως κάποια στιγμή θα μεγαλώσεις και θα πεις εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα έρθεις». Η Τζωρτζίνα μιλάει για τη σημασία της συντροφικότητας κι εξηγεί πως μέσα από όλη τη συναναστροφή με τους τροφίμους του γηροκομείου κατάλαβε πόσο σημαντική είναι η ανθρώπινη επαφή. Τονίζει, με μεγάλη πειθώ, τη σημασία του να μη νιώθει κάποιος μόνος, ειδικότερα σε αυτές τις ηλικίες.
Κάθε Πέμπτη γύρω στις 16:30 στην κεντρική σάλα στο «Κονσόλειο», σε μία από τις τρεις λειτουργικές πτέρυγες του γηροκομείου, η Τζωρτζίνα και η Σταυρούλα οργανώνουν μικρά «πάρτυ» με λαϊκή μουσική από τις θρυλικές δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70. Καζαντζίδης, Μπέλλου, Νίνου κι άλλοι μεγάλοι του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού εξάπτουν τα πάθη και ενεργοποιούν χαμένες μνήμες που είχαν θαφτεί βαθιά με το πέρασμα του χρόνου. «Τους ενθουσιάζει πραγματικά ο χορός και η μουσική. Λατρεύουν να ξεσαλώνουν» λέει περιχαρής η Τζωρτζίνα.
Ο κ. Νικόλας από τη Σίφνο είναι από τα πιο κοινωνικά άτομα της σάλας στο «Κονσόλειο». Μιλάει με καημό για τη γυναίκα του που πέθανε και τον άφησε μόνο με κατάθλιψη, αλλά κάθε τόσο με ρωτάει στα κρυφά εάν του βρήκα καμία «καλή και νόστιμη νύφη» να περάσει μαζί της τα στερνά του. Φουμάρει αχόρταγα και μερακλίδικα, ξέρει όλα τα τραγούδια απ’ έξω, είναι πάντα αυτός που θα ακολουθήσει πρώτος το χορό και λατρεύει να τον ακούς να λέει τις ιστορίες του. Για το πως θα ήταν η ζωή του εάν παντρευόταν την Ευαγγελία από το Μπουένος Άιρες, σε ένα ταξίδι του στη μακρινή Αργεντινή και για όλες τις ωραίες γυναίκες που γνώρισε και κυριότερα, τη γυναίκα του, τη Βασιλική από το Αγρίνιο.
Κι ενώ ακούνε όλοι στη σάλα τον «Νικολάκη», περιμένουν πότε θα σηκωθεί ο κ. Δημήτρης να χορέψει το βαρύ του το ζεϊμπέκικο. Εκεί ξεκινούν και οι «αντιδικίες» της κ. Νίνας με όλους, μα, περισσότερο, με την κ. Ελένη, την «Ωραία Ελένη» όπως τη λένε. Η κοκέτα της σάλας στο «Κονσόλειο». Η κ. Βάσω στέκεται απόμακρη φουμάροντας με μεγάλη ικανοποίηση τα τσιγάρα που της έφερε κρυφά η Τζωρτζίνα και πιάνει κουβεντούλα με τη Σταυρούλα.
Ο κ. Βασίλης χαμογελά, βυθισμένος στις δικές του σκέψεις.
Ο κ. Δημήτρης θα κάνει δύο γύρους το κομμάτι του και θα επιστρέψει πάλι στη θέση του. Και η κ. Νίνα θα καθίσει πλάι του, φουσκωμένη από υπερηφάνεια. Στη σάλα βρίσκονται μόνον όσοι είναι σε θέση να βρεθούν.
Σε όλο αυτό το «πάρτυ» συμμετέχει και το προσωπικό του γηροκομείου με ειλικρινή ενθουσιασμό. Ο Γιάννης Γουλής μιλάει με σεβασμό και αγάπη για τα «γεροντάκια του», ενώ είναι από εκείνους που έχουν αγκαλιάσει με μεγάλη θέρμη την προσπάθεια των κοριτσιών και του Δικτύου Τέχνης και Δράσης. «Θα φέρω τους ηλικιωμένους, εκεί στο σαλόνι. Θα τους βάλω να κάτσουν όλους μαζί και θα συμμετάσχω και εγώ στο πρόγραμμα που κάνουν η Τζωρτζίνα και η Σταυρούλα. Αυτό που κάνουν τα κορίτσια είναι σπουδαίο και για εκείνους και για εμάς. Είμαστε πολλά χρόνια μαζί με τα γεροντάκια μας. Είναι σαν οικογένειά μας. Είναι λειτούργημα αυτό που κάνουμε. Ζούμε μαζί τους. Κάποιοι από αυτούς μας θυμίζουν τον παππού μας και τη γιαγιά μας». Ο Γιάννης μιλάει και για τις καθημερινές ανάγκες του γηροκομείου: «Τα κορίτσια παρέχουν φοβερή ψυχολογική στήριξη, όμως, υπάρχουν διαρκείς καθημερινές ανάγκες σε αναλώσιμα αγαθά. Χρειάζονται πάνες, κατά κύριο λόγο, απορρυπαντικά, ρούχα και άλλα πρακτικά πράγματα. Ό,τι βοήθεια μπορεί να μας έρθει, καλοδεχούμενη». Και ο κ. Σαγρεδάκης, Πρόεδρος της προσωρινής διοίκησης του γηροκομείου Αθηνών, αγκαλιάζει τη δράση αυτή λέγοντας ότι «στόχος μας είναι να φέρουμε την κοινωνία πιο κοντά στο γηροκομείο».
Φέτος, η Τζωρτζίνα και η Σταυρούλα μέσα από το Δίκτυο Τέχνης και Δράσης κατάφεραν κι έκαναν αρκετά. Μέσα από δωρεά εταιρείας ύψους 4.840 ευρώ κάλυψαν το πετρέλαιο θέρμανσης του χειμώνα στο Κονσόλειο. Μία φίλη της Τζωρτζίνας από τις Βρυξέλλες έστειλε 300 ευρώ τα οποία δαπανήθηκαν σε καθαριστικά. Μία άλλη φίλη έδωσε 105 ευρώ τα οποία πήγαν σε τσιγάρα – στη μεγάλη απόλαυση των ηλικιωμένων στο Κονσόλειο. Η Τζωρτζίνα οργάνωσε μες στη χρονιά και μία συναυλία με μουσικούς που συμμετείχαν αφιλοκερδώς. Από αυτήν την εκδήλωση μάζεψε άλλα 400 ευρώ τα οποία πήγαν σε πάνες και τρόφιμα. «Ό,τι μπορούμε να το κάνουμε για τα παιδιά μας», λέει η πρωτεργάτρια της δράσης αυτής. Για τη Τζωρτζίνα και τη Σταυρούλα, αυτή η δράση μοιάζει με λύτρωση. Η Σταυρούλα μοιράζεται τις σκέψεις της: «Πηγαίνοντας εκεί, είμαστε άνθρωποι με τα προσωπικά μας προβλήματα. Και εκεί είναι ένα δύσκολο περιβάλλον. Όμως, με τη μουσική και το χορό, τα ξεχνάμε. Υπάρχει ένας διάλογος και μία αλληλεπίδραση. Αισθανόμαστε άλλοι άνθρωποι. Μας γεμίζει πραγματικά».
Αυτή η αλληλεπίδραση και αυτός ο διάλογος με τα «μεγάλα παιδιά» του γηροκομείου είναι μία σημαντική εμπειρία για την αντίληψη του χρόνου. Οι περαστικοί από το γηροκομείο, αυτοί που θα περνούν κάθε Πέμπτη, αρχίζουν κι εκτιμούν περισσότερο το χρόνο. Σαν κάτι να τους ταρακουνάει με την επίσκεψή τους. Η σάλα στο Κονσόλειο, κάθε Πέμπτη 16:30 – 18:00, θα γεμίσει από μουσική, χορό και ευχάριστη φασαρία. Μετά, οι ηλικιωμένοι θα πάνε για φαγητό κι έπειτα, θα επιστρέψουν στα δωμάτιά τους. Το ίδιο θα κάνουν κάθε μέρα, μέχρι την ερχόμενη Πέμπτη, που την περιμένουν καρτερικά, όσοι έχουν, ακόμα, την ικανότητα αντίληψης των πραγμάτων. «Να μας έρθεις και την άλλη Πέμπτη. Θα σε περιμένουμε» μου είπαν. Περίεργο. Σε ένα μέρος που ο χρόνος πίστευα ότι σταματά, αντίθετα, συνεχίζει. Όσο υπάρχει ζωή ο χρόνος τρέχει. Τρέχει, όμως, αμείλικτα...