Συνεχίζει ο Άρειος Πάγος τις αποπομπές «ράθυμων» δικαστών, θέτοντας εκτός δικαστικού σώματος πέντε ακόμα δικαστές με απόφαση της Πειθαρχικής Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αντιθέτως, οι αρεοπαγίτες έδειξαν επιείκεια σε μια Πρωτοδίκη η οποία είχε μεν καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων, αλλά αντιμετώπισε επαναλαμβανόμενα σοβαρότατα προβλήματα υγείας για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αναγνωρίστηκε πως παρ’ όλα αυτά άλλαξε άρδην την εικόνα της, μηδενίζοντας τις καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα όχι μόνο να παραμείνει στο δικαστικό σώμα, αλλά να την επιβραβεύσουν οι αρεοπαγίτες με ομόφωνη απόφασή τους.
Την Πειθαρχική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, υπό την πρόεδρό της Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα και με τη συμμετοχή της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη, την απασχόλησε το ερώτημα της οριστικής παύσης δικαστών, για ανεπάρκεια άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος, λόγω των πολλών καθυστερήσεων στην έκδοση αποφάσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με την απόφασή της ομόφωνα παύθηκε οριστικά, με δυνατότητα όμως να μπορεί να εργαστεί στο Δημόσιο, μία πρωτοδίκης, η οποία παρουσίαζε καθυστερήσεις από την πρώτη στιγμή εισόδου της στο δικαστικό σώμα. Μάλιστα, οι καθυστερήσεις, ανά έτος ήταν από 36 έως 130 υποθέσεις, ενώ της είχαν κατ’ επανάληψη αφαιρεθεί δικογραφίες, της είχαν επιβληθεί πειθαρχικές ποινές προστίμου ενός και τριών μηνών και είχε κριθεί μη προακτέα.
Κατά την εισήγηση, για τις καθυστερήσεις της υπήρχαν διαμαρτυρίες Δικηγορικού Συλλόγου, αλλά και διαδίκων, ενώ σε 11 από τις 12 επιθεωρήσεις που της έγιναν γίνεται αναφορά στο γεγονός και ότι δεν είχε συναίσθηση, επιβάρυνε τους συναδέλφους του με τις δικογραφίες που της αφαιρέθηκαν και ταλαιπωρούσε δικηγόρους και διαδίκους.
«Διάβαζα το παιδί μου» είπε δικαστής για τις καθυστερήσεις
Μεταξύ των ισχυρισμών από τους δικαστικούς λειτουργούς που κρίθηκαν από το Πειθαρχικό αξιοσημείωτο είναι, πως σε ερώτηση της προέδρου γιατί το διάστημα της πανδημίας που τα δικαστήρια υπολειτουργούσαν δεν φρόντισε να καλύψει τις καθυστερήσεις της, η απάντησή ήταν πως… διάβαζε το παιδί της.
Όπως πάντως αναφέρεται στην εισήγηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για τις καθυστερήσεις της υπήρχαν διαμαρτυρίες Δικηγορικού Συλλόγου, αλλά και διαδίκων, ενώ οι καθυστερήσεις είχαν αυξητικό ρυθμό.
Αποκαλυπτική υπήρξε η απάντηση σε ερώτηση της προέδρου γιατί το διάστημα της πανδημίας που τα δικαστήρια υπολειτουργούσαν δεν φρόντισε να καλύψει τις καθυστερήσεις της, η απάντησή ήταν ότι «διάβαζε το παιδί της».
Όπως τονίζεται η συγκεκριμένη Πρωτοδίκης γενικά επέδειξε εριστική συμπεριφορά απέναντι του δικαστηρίου. Ειδικότερα, ανέφερε ότι «έχει συναίσθηση των καθηκόντων της και αναγνώρισε όμως ότι έχει κάνει λάθη. Αμφισβήτησε τον αριθμό των εκκρεμών υποθέσεων που ανέφερε η εισηγήτρια αρεοπαγίτης, λέγοντας έχουν γίνει δημοσιεύσεις αποφάσεων από τις καθυστερούμενες και έχει μειωθεί ο αριθμός τους και ότι της αφαιρέθηκαν μόνο 70 δικογραφίες».
Σύμφωνα με την ίδια «οι καθυστερήσεις οφείλονται σε πολλούς προσωπικούς λόγους, αλλά και στο ότι οι αποφάσεις που εκδίδει δεν είναι πρόχειρες, ότι χρεωνόταν μεγάλο αριθμό αποφάσεων και ότι έχει μειώσεις τις εκκρεμότητες».
Η παρέμβαση Κλάπα: «Οι αποφάσεις πρέπει να είναι καλές, σωστές και ορθές»
Κατά τη συζήτηση παρενέβη η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, επισημαίνοντας ότι «οι αποφάσεις που εκδίδονται πρέπει να είναι καλές, σωστές και ορθές από νομικής σκοπιάς και να εκδίδονται έγκαιρα, προσθέτοντας ότι δεν μπορεί ο πολίτης να περιμένει απόφαση μετά από χρόνια».
Η πρόεδρος μετά και από σχετικές ερωτήσεις ως προς το μεγάλο αριθμό των υποθέσεων που υποστήριξε η Πρωτοδίκης ότι χρεωνόταν και κατόπιν απαντήσεων πως και άλλοι συνάδελφοι της χρεωνόντουσαν τον ίδιο αριθμό δικογραφιών, τόνισε ότι δεν είχε φόρτο εργασίας όπως επικαλείται, αφού «χρεώνεται την ίδια μερίδα δικογραφιών με τους άλλους συναδέλφους της, εκτός αν θέλει παραπάνω».
Ως μάρτυρας υπεράσπισης της Πρωτοδίκου κατέθεσε ο σύζυγος της, ο οποίος ανέφερε ότι εργαζόταν υπερβολικά. Λέγοντας χαρακτηριστικά ότι σηκωνόταν 2η ώρα το βράδυ και την έβλεπε στον υπολογιστή αλλά και στις 5 το πρωί την έβλεπε και πάλι στον υπολογιστή.
Τόσο η εισηγήτρια αρεοπαγίτης όσο και η κυρία Αδειλίνη τάχθηκαν υπέρ της οριστική απόλυσής της και τελικά ομόφωνα παύθηκε από το δικαστικό σώμα.
Η επιεικής απόφαση για λόγους υγείας
Στον αντίποδα, δεν απολύθηκε πρωτόδικης, η οποία είχε μεγάλες καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων που κυμαινόντουσαν κατ΄ έτος από 22 έως 100, ενώ είχε σε βάρος της 11 πειθαρχικές αποφάσεις που τις επέβαλαν πρόστιμα στέρησης μισθού από 10 έως ένα μήνα. Ωστόσο, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση επιθεώρησης οι καθυστερήσεις είχαν σχεδόν μηδενιστεί και εισηγήθηκε να μην παυθεί, καθώς δεν συντρέχει λόγος.
Η ίδια εξήγησε στους δικαστές ότι αντιμετώπισε διαδοχικά σοβαρότατα χρόνια προβλήματα υγείας για μεγάλο χρονικό διάστημα, είχε υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις και είχε λάβει αναρρωτική άδεια 11 μηνών. Στην συνέχεια έσπασε το χέρι της και ήταν στο γύψο, αλλά κατάφερε και μηδένισε τις καθυστερήσεις. Ομόφωνα η Ολομέλεια έκρινε ότι δεν πρέπει να απολυθεί, καθώς επανόρθωσε την αρνητική εικόνα που είχε δημιουργήσει.
Η παύση και το αίτημα επανάληψης δίκης
Στη συνεδρίαση υπήρξε και μία ιδιαίτερη περίπτωση πρώην Πρωτοδίκου η οποία παύθηκε οριστικά από το δικαστικό σώμα λόγω ανεπάρκειας (καθυστερήσεις) και κρίθηκε ότι δεν ήταν επαρκής για να διοριστεί στο Δημόσιο.
Πριν από μία τετραετία ζήτησε επανάληψη της δίκης της στην Πειθαρχική Ολομέλεια επικαλούμενη ότι δεν ήταν παρούσα κατά τη συζήτηση, αν και είχε κληθεί στην τότε ακροαματική διαδικασία. Τότε, η αίτηση επανάληψη της δίκης της απορρίφθηκε.
Κατά τη σημερινή διαδικασία, επανήλθε με νέο αίτημα επανάληψης της δίκης της επικαλούμενη ότι υπάρχουν νέα και άγνωστα στοιχεία και ζήτησε να εξετασθεί ως μάρτυρας υπεράσπισής της πρώην δικαστικός.
Ως νέα στοιχεία, μεταξύ των άλλων, επικαλέστηκε ότι έλαβε μεν άδεια άσκησης δικηγορίας, αλλά κατά την διαδικασία έκδοσής της υπήρξαν προβλήματα με τις υπηρεσίες του υπουργείου Δικαιοσύνης, ότι προσπάθησε να εργαστεί με την ιδιότητα του δικηγόρου 3 χρόνια μετά την απόλυσή της, αλλά δεν μπόρεσε και ότι αντιμετωπίζει οικονομικά κ.λπ. προβλήματα.
Όπως κρίθηκε, όμως από την Ολομέλεια, «η συμπεριφορά της ίδιας, όπως και του μάρτυρα που πρότεινε προς το δικαστήριο, ήταν έξω από τα συνήθη επίπεδα». Ενδεικτικό είναι πως η πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφαίρεσε το λόγο από τον μάρτυρα, μετά από πολλές παραίνεσης για να συμμορφωθεί ως προς την συμπεριφορά του και τα όσα ανέφερε, καθώς επιχείρησε να επιχειρηματολογήσει ως δικηγόρος της πρώην Πρωτοδίκου.
Απορρίφθηκε η αίτηση της πρώην Πρωτοδίκου για επανάληψη της δίκης της, λόγω μη ύπαρξης νέων στοιχείων, αλλά της δόθηκε η δυνατότητα να διοριστεί στο Δημόσιο.
Πηγή: Dikastiko