Άρειος Πάγος προς εισαγγελείς: Οι άλλες χώρες τρέχουν με ρυθμούς 60- 86% επίλυσης διαφορών με εναλλακτικές μορφές

Δριμεία εγκύκλιος από την αντεισαγγελέα Ελένη Κοντακτσή
Φωτογραφία αρχείου
Φωτογραφία αρχείου
BrianAJackson via Getty Images

Σφοδρή κριτική ασκεί η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ελένη Κοντακτσή, επισημαίνοντας πως στην ελληνική Δικαιοσύνη «οι εναλλακτικές-αποκαταστατικές μορφές της ποινικής δικαιοσύνης δεν έχουν τύχει ευρείας ούτε καν συχνής εφαρμογής, με αποτέλεσμα οι σκοποί αφενός της επιτάχυνσης των ποινικών διαδικασιών και της αποσυμφόρησης της ποινικής ύλης και αφετέρου της αμεσότερης ικανοποίησης του παθόντος σε περιουσιακής φύσεως αδικήματα, να μην έχουν εισέτι επιτευχθεί».

Επισημαίνει στην εγκύκλιό της πως «η θέσπιση της εν λόγω διαδικασίας επίλυσης ποινικών διαφορών υπακούει στις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και στην αναγκαιότητα αποσυμφόρησης της σχετικής ποινικής ύλης», παραπέμποντας στην «εμπειρία από τις έννομες τάξεις εφαρμογής τέτοιων ειδικών διαδικασιών (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Ιταλία) αποδεικνύει ότι ένα σημαντικό ποσοστό ποινικών υποθέσεων (από 60-86%) επιλύεται με τον τρόπο αυτό ενώ παράλληλα επιτρέπει την ικανοποιητική υλοποίηση της τακτικής διαδικασίας στις υπόλοιπες περιπτώσεις».

Η Αντεισαγγελέας σημειώνει ότι «υπό τον ισχύοντα ΚΠΔ η διαδικασία αυτή παρέμεινε σε ισχύ, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ως άνω αναγκαίοι σκοποί της επιτάχυνσης και της μείωσης της ύλης, αλλά και της αμεσότερης αποκατάστασης του παθόντα, διευρύνθηκε, αφού σε αυτή εντάχθηκαν και αδικήματα σε βάρος του Δημοσίου που αρχικά είχαν εξαιρεθεί».

Δριμεία εγκύκλιος του Αρείου Πάγου: Οι προτροπές προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς

Στην εγκύκλιο τονίζεται πως «δια της παρούσης, προτρέπουμε τους Εισαγγελικούς Λειτουργούς να μην διστάζουν να εφαρμόζουν τις ανωτέρω διαδικασίες, οι οποίες, σε πλείστες Ευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες, εμφανίζουν θεαματικά αποτελέσματα προς επίτευξη των ανωτέρω σκοπών, διευκολύνοντας από της θέσεώς τους την επίτευξη πρακτικού διαπραγμάτευσης και εφαρμόζοντας την ποινική διαταγή συμβάλλοντας έτσι στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Ενόψει, της μη ικανοποιητικής εφαρμογής των διατάξεων που προαναφέρθηκαν και στο πλαίσιο αξιολόγησης της πρακτικής χρησιμότητας των διαδικασιών και τυχόν ζητημάτων στην πράξη, που καθιστούν σπάνια την εφαρμογή τους, παρακαλούμε μέχρι 20 Μαΐου 2025, να μας αναφέρετε πόσα πρακτικά ποινικής συνδιαλλαγής και διαπραγμάτευσης έχουν επιτευχθεί το έτος 2024 και σε πόσες υποθέσεις ακολουθήθηκε η διαδικασία της ποινικής διαταγής.

Θα υποβάλλουν αναφορά ανά εξάμηνο

Περαιτέρω τονίζεται πως «εφεξής δε, η αναφορά θα υποβάλλεται ανά εξάμηνο από την έναρξη εκάστου δικαστικού έτους. Παρακαλούνται δε οι Διευθύνοντες/ουσες τις Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών της Χώρας στις οποίες παρατηρείται ελάχιστη έως μηδενική εφαρμογή των διατάξεων, να μας εκθέσουν εντός της ίδιας προθεσμίας τους λόγους στους οποίους οφείλεται το γεγονός αυτό».

Στο πλαίσιο της εγκυκλίου τονίζεται «έτι μία φορά την ανάδειξη του Εισαγγελέα ως βασικού συντελεστή της αποσυμφόρησης των Δικαστηρίων από τον σωρευμένο αριθμό υποθέσεων αλλά και της ταχείας διευθέτησης των ποινικών υποθέσεων, προκειμένου να υπάρξει ο χρόνος για την εκδίκαση των λοιπών εκκρεμών τοιαύτων».

Όπως αναφέρεται «ο εισαγγελέας, λοιπόν, καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο να εμφανιστεί ενώπιόν του μετά ή διά συνηγόρου και αν το κρίνει αναγκαίο και τον παθόντα μετά ή διά συνηγόρου. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κανονικά. Η γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου ή η πρόσκληση του εισαγγελέα θεωρούνται ως ουδέποτε υποβληθείσες, καταστρέφονται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο και σε καμιά άλλη διαδικασία».

Και καταλήγει: «Η ποινική διαταγή, ως μία εκ των δύο εκφάνσεων της συνοπτικής διαδικασίας, μαζί με την αυτόφωρη διαδικασία, εισάγεται με τις διατάξεις των άρ. 409 έως 416 ΚΠΔ. Αποτελεί θεσμό, δικαιοπολιτικά αποδεκτό, που είναι διαδεδομένος στον ευρωπαϊκό χώρο, συμβατός με το Σύνταγμα και, υπό μια έννοια, αποτυπώνει και αυτός την ανάγκη, για μια όσο το δυνατόν, με όρους δικαιοδοτικής διευθέτησης, αποσυμφόρηση της δικαστικής ύλης. Θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η διαδικασία έκδοσης ποινικής διαταγής, διαφοροποιείται τόσο από τη συνδιαλλαγή όσο και από τη διαπραγμάτευση, καθώς εδώ δεν υφίσταται συγκατάθεση του κατηγορουμένου για την εκκίνησή της ούτε αποδοχή της έκβασής της αλλά έκδοση απόφασης ερήμην του, την οποία πάντως, αν δεν την αποδεχθεί, μπορεί μέσω αντιρρήσεων να οδηγηθεί η υπόθεση στο ποινικό ακροατήριο. Εφαρμόζεται μόνο στα πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου, για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές».

Δημοφιλή