Η εκτόνωση είναι αναγκαία γιατί η οργή μας σπρώχνει στην κατάθλιψη ή στην επιθετικότητα.
Αντικρίζοντας την Καταστροφή, ένα είδος εκτόνωσης είναι να υιοθετείς τον λόγο του (αργοπορημένου) ειδικού: πολεοδόμου, δασολόγου, μετεωρολόγου, αεροπορικών ατυχημάτων, σεισμολόγου. Ένα άλλο είδος εκτονωτικού λόγου είναι του απογοητευμένου μεταρρυθμιστή και αναπτυξιολόγου. Για όλα αυτά τα επιστημονικά πεδία δεν έχουμε, οι περισσότεροι, σοβαρή γνώση. Δεν γνωρίζουμε σε βάθος τις παραμέτρους που μεταφέρουμε. Αλλά άποψη, έχουμε.
Ποια συζήτηση αποφεύγουμε να κάνουμε; Ποια δεν αντέχεται; Η πιο απλή. Μέσα σε τόση κουβέντα για την τραγωδία στο Μάτι, πέρασε “στα ψιλά” ότι κάποιος εξ ημών ίσως αποφάσισε και έκαψε ζωντανούς δεκάδες ηλικιωμένους, παιδιά και νέους, για λόγους που εκείνος έκρινε αρκετά σημαντικούς. Ίσως, πάλι, κάποιος εξ ημών να είναι υπεύθυνος για τη φωτιά λόγω αμέλειας.
H συζήτηση αυτή που αποφεύγουμε, δεν είναι κοινοτοπία. Είναι εκείνη στην οποία η στάση μας έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα. Κανείς δεν θα ενδιαφερθεί για τις ρυμοτομικές μας απόψεις, άλλωστε.
Όλοι ψάχνουμε ευθύνες στον “κρατικό μηχανισμό”. Αναμφίβολα τις έχει, για την εξέλιξη και τις συνέπειες της πυρκαγιάς και ίσως αποδειχθούν σοβαρότατες. Δεν έχει ευθύνες, όμως, για το γεγονός της έναρξής της, το οποίο δεν απασχολεί τις αναλύσεις μας. Σκεφτόμαστε βιαστικά «ε, εμπρησμός, ατύχημα, τι σημασία έχει;». Μπαίνουμε από πολύ νωρίς στη θεώρηση ότι «δεν θα τους βρούνε ποτέ» ή «στην Ελλάδα ζούμε, τι περιμένεις;». Δεν εστιάζουμε στο ότι κάποιος προκάλεσε αυτήν τη φωτιά. Πάμε βιαστικά στις τεχνικές λεπτομέρειες που μας αποκοιμίζουν εξορθολογίζοντας την οδύνη, βοηθώντας να ξεχαστεί το κακό.
Ακόμα και στον κρατικό μηχανισμό, μόλις η ευθύνη αρχίσει να πλησιάζει πρόσωπα, η οργή στον δημόσιο λόγο καταλαγιάζει. Είναι ίσως αμήχανο συναίσθημα ένα τεράστιο έγκλημα να αναλογεί σε έναν σαν εμάς, όχι κάποιο περιθωριακό στοιχείο όπως θέλουμε να φανταζόμαστε. Μάλλον αντέχουμε μόνο την ευθύνη του φορέα, όχι του προσώπου που τον στελεχώνει. Είναι ανακουφιστικό να φταίει κάτι απροσδιόριστο και φευγαλέο: μια κοινωνική πρακτική, η γραφειοκρατία, ο νόμος.
Όμως, τώρα, καθηλωμένοι μπροστά στις οθόνες, κοιτώντας τις φωτογραφίες των αγνοουμένων, κάποιοι σκέφτονται διαφορετικά την ευθύνη και την υπευθυνότητα. Συναισθάνονται ότι κατά τύχη ζουν. Κατά τύχη δεν είναι εκείνοι στη θέση του Άλλου. Σιωπούν οργισμένοι στις φλύαρες “τεχνικές” αναλύσεις που γίνονται πριν καν μετρηθούν οι νεκροί. Δεν εκτονώνονται.
Και απόψε, εκείνοι που έβαλαν, με όποιον τρόπο, τη φωτιά στο Μάτι, θα κοιμηθούν. Γιατί δεν ήταν εκεί για να ακούσουν τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που έκαψαν. Τις εκκλήσεις τους στο Θεό, τα ψέματα και τα «σ’ αγαπώ» που θα είπαν στα παιδιά τους, για να μη φοβούνται, πριν καούν. Αφού βάλουν για ύπνο τα δικά τους παιδιά, θα πέσουν στο μαλακό ηθικό μαξιλάρι που μάθαμε ότι λέγεται «παράπλευρες απώλειες» της δράσης μας και κάνει κάθε ευθύνη ελαφρύτερη. Εξάλλου, και το πιο αποτρόπαιο έγκλημα είναι δικαιολογήσιμο στο μυαλό αυτού που το έχει διαπράξει.
Εμάς, όμως, σε τι μας βοηθά να το παρουσιάζουμε σαν κοινοτοπία, ως «αναμενόμενο», στην προσωπική μας αφήγηση, αφαιρώντας το υποκείμενο από την εικόνα; Γιατί αναπαράγουμε την εικόνα μιας διαρκούς απειλής (π.χ. κλιματικής αλλαγής) αντί της απαίτησης για υπεύθυνη συμβίωση; Γιατί, επίσης, προκειμένου να μιλήσουμε δημόσια για αυτό που πονάει, χρειαζόμαστε το «καπέλο» του «ειδικού» που δεν είμαστε, ο οποίος με μποφόρ, μέτρα, σταθμά, ΓΟΚ και τροπολογίες τεμαχίζει και ζυγίζει μια ανθρώπινη τραγωδία;
Η οργή του πολίτη είναι πολύτιμη αν διοχετευθεί δίκαια, όχι όταν σπαταλιέται σε επιφανειακές σημειολογίες, αόριστους θύτες και εξιλαστήρια θύματα. Και “δίκαια”, σημαίνει να φτάσει και μέσα.
Αντιμετωπίζω το Τέρας, σημαίνει ότι καταλαβαίνω πως αυτό, εγώ και ο Άλλος είμαστε γεννήματα του ίδιου πολιτισμού.
Σημαίνει ότι κατανοώ πως εμείς είμαστε ο υπαίτιος της πυρκαγιάς και το κράτος που δεν δουλεύει και ο ανεπαρκής πολιτικός. Την ίδια στιγμή, εμείς είμαστε η Ειρήνη που παραχωρεί σε πυρόπληκτους «το σπίτι της με γεμάτο ψυγείο», η Δανάη που ψάχνει για καμένα και ορφανά ζώα στις στάχτες, ο Μιχάλης και οι χιλιάδες που δίνουν αίμα περιμένοντας επί ώρες σε ουρές. Πριν από όλα, ας δούμε ότι είμαστε αυτοί που σκοτώθηκαν και οι εκατοντάδες ακόμα ζωντανοί-νεκροί δικοί τους άνθρωποι που καταδικάστηκαν να ζήσουν τα υπόλοιπα χρόνια τους περιμένοντας να πάνε να τους ανταμώσουν.
Περίπλοκο; Βαρύ; Η ενοχή δεν έχει θέση εδώ. Όταν η εικόνα γίνει πλήρης, μένει μόνο η απόφαση “με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις”[i], στην αναζήτηση βιώσιμου τρόπου συνύπαρξης. Όχι στη θεωρία, στην πράξη: σε όσα διδάσκεις ότι πρέπει να ανέχονται τα παιδιά που μεγαλώνεις, στον τρόπο που προσωπικά υπηρετείς, με τα χέρια, με το μυαλό, με την ψήφο σου, έναν κοινό σκοπό χωρίς ατομικό συμφέρον, στη δύναμη με την οποία απαιτείς να το κάνουν και οι άλλοι, και αυτοί που ψηφίζεις. Αυτά σχετίζονται βαθιά με κάθε πολιτικό σχεδιασμό που έχουμε.
Στο Μάτι, το απόγευμα της Δευτέρας 23 Ιουλίου 2018 “έκλεισαν” με ωμή βία τα σπίτια εκατοντάδων ανθρώπων. Ακόμα πιο πολλά κάηκαν. Όμως, καμία μεγάλη τραγωδία, από αυτές που γέννησε ο δικός μας τόπος, δεν τελείωνε με τεχνική επίλυση και know-how. Tα τεχνοκρατικά παυσίπονα εδώ πέρα κρατάνε λίγο ή καθόλου, γιατί δεν συνομιλούν ειλικρινώς με τον πολιτισμό που φέρουμε. Στην καρδιά του οποίου, βρίσκεται η ηθική που καμαρώνουμε και εκείνη που ανεχόμαστε.
Ή θα ξεκινήσουμε τη συζήτηση από εκεί ή θα συνεχίσουμε να ζούμε κατά τύχη. Με δική μας ευθύνη.
[i] Στίχος του Διονύση Σαββόπουλου