Τα εκρηκτικά γεγονότα των δημόσιων ταραχών πέρασαν (μέχρι να έλθει η επόμενη φάση τους), αλλά το χρέος που μάς αφήνουν είναι μόνιμο. Πρόκειται για τον αναγκαίο στοχασμό μας περί της Ελληνικής Αστυνομίας.
Η υπαρξιακή κρίση της Ελληνικής κοινωνίας και η χρόνια κρίση ταυτότητας η οποία τή συνοδεύει καθρεφτίζονται στο μόνιμο πρόβλημα με την Αστυνομία της. Από τη μια, ανεπίτρεπτα πολλά περιστατικά αυθαιρεσίας εκ μέρους της. Από την άλλη, απαράδεκτα πολλά συμβάντα εξωτερικής βίας και ανομίας προς τα οποία αδρανεί. Τι συμβαίνει; Πώς συμβιβάζονται αυτά;
Είναι γνωστό ότι από καιρό η Ελληνική Αστυνομία έχει να επιδείξει τμήματα με θαυμαστό επαγγελματισμό, ασυνήθιστο για τα Ελληνικά ειωθότα, όπως διαλεύκανση ποινικών εγκλημάτων και πολιτικής τρομοκρατίας, αξιοποίηση γενετικού υλικού και άλλων εργαστηριακών μεθόδων, ηλεκτρονικό έγκλημα, εξάρθρωση συμμοριών και κυκλωμάτων, διεθνή συνεργασία κ.ά.
Με άλλα λόγια, μάλλον όχι τυχαία, παρουσιάζει επιτυχίες εκεί όπου διεξάγεται ψυχρή έρευνα και περίκλειστη δράση (δηλαδή στην επικράτεια την οποία η αστυνομική γλώσσα ονομάζει ’ασφάλεια’).
Αντίθετα, τα περιστατικά ανεπάρκειάς της αποκαλύπτονται κυρίως στην πρώτη γραμμή των γεγονότων (την οποία η αστυνομική ορολογία αποκαλεί ’τάξη’), εκεί όπου ο αστυνομικός έρχεται σε επαφή με τα δρώντα φυσικά πρόσωπα και τα αποτελέσματα της δράσης τους.
Η διαφοροποίηση αυτή είναι πολύ πιθανό να αντανακλά αποκλίσεις στην πολιτική κουλτούρα. Είναι στα περιστατικά διασάλευσης της ‘τάξης’ (βιαιοπραγίες διαδηλώσεων, καταλήψεις, βανδαλισμοί, ποινικά αδικήματα εντός των ΑΕΙ κ.ο.κ.) όπου κατ’ εξοχήν συναντώνται οι επιταγές του νόμου με τις προσωπικές αντιλήψεις των αστυνομικών ως φυσικών προσώπων, αλλά και με τις ρητές και υπόρρητες προσδοκίες του κοινωνικού σώματος.
Είναι ο απτός δημόσιος χώρος το πεδίο εκείνο στο οποίο διαδραματίσθηκε το πολιτικό ‘θέατρο’ της μεταπολίτευσης, κάτι που τόν χρωματίζει με πλήθος φορτισμένων σημασιών.
Είναι τα πρόσωπα-θύματα (π.χ. πολιτικοί ή πανεπιστημιακοί), αλλά και τα κτίρια, αγάλματα κτλ., οι στόχοι εκτόνωσης συναισθημάτων και στρατηγικών, οπότε γίνεται ακόμη πιο κραυγαλέο το ηθικό και νομικό αίτημα για προστασία τους.
Κατά τη δική μου εκτίμηση η αντίφαση την οποία περιέγραψα στην αρχή αποτελεί μια ακόμη συνέπεια ενός χρόνιου προβλήματος της Ελληνικής πολιτικής κουλτούρας για το οποίο έχω επανειλημμένα αρθρογραφήσει, της φτωχής και μη εσωτερικευμένης θεσμικής συνείδησης. Θα τό εξειδικεύσω.
Θεσμική συνείδηση, στο συγκεκριμένο ζήτημα, αποτελεί το πρόταγμα της προστασίας της σωματικής ακεραιότητας και της αξιοπρέπειας οποιουδήποτε υπουργού ή καθηγητή ΑΕΙ, ανεξάρτητα από το αν μάς αρέσουν οι αποφάσεις του ή ο κομματικός του προσανατολισμός.
Θεσμική συνείδηση εκφράζεται όταν οι αστυνομικές δυνάμεις προστατεύουν την δημόσια περιουσία, ελευθερώνουν τις παρακωλυόμενες συγκοινωνίες, αδειάζουν τα καταλαμβανόμενα κτίρια κτλ. ανεξάρτητα από το πολιτικό πρόσημο των διαδηλωτών.
Θεσμική συνείδηση υποδηλώνεται όταν χρησιμοποιείται ο πληθυντικός αδιακρίτως προς όλους τους πολίτες και όχι μόνο προς τους ‘ευπρεπείς’ ή όσους δείχνουν ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους (και άρα θα μπορούσαν να είναι δυνητικά καταγγέλλοντες).
Θεσμική συνείδηση λειτουργεί στον βαθμό που η Αστυνομία εκπονεί και εφαρμόζει σχέδια δράσης με επιχειρησιακά κριτήρια και όχι κατά την εκάστοτε βούληση του υπουργού της! Η εμπλοκή του πολιτικού προϊσταμένου στις αποφάσεις που λαμβάνονται επί του πεδίου, ‘εν θερμώ’, είναι στον τόπο μας απαράδεκτα υψηλή και καταδεικνύει υστέρηση νοοτροπιών σε σύγκριση με το θεσμικό ζητούμενο.
Με άλλα λόγια, η θεσμική συνείδηση θεωρείται εγκαθιδρυμένη όταν ο δρων αστυνομικός δεν ενεργεί ως φυσικό πρόσωπο, με τους συναισθηματικούς αυτοματισμούς που αναπόφευκτα θα έχει, αλλά ως εκπρόσωπος του κοινού καλού, στο όνομα του οποίου, άλλωστε, ψηφίστηκαν οι διατάξεις τις οποίες εφαρμόζει.
Το να μην εκφράζει την κατά περίπτωση βούλησή του ο οικείος υπουργός δεν συνιστά έλλειμμα δημοκρατίας αλλά, αντίθετα, απαραίτητη κίνηση ώστε να υλοποιείται η βούληση του νομοθέτη περί δημόσιας τάξης μέσα από τα αρμόδια όργανα. Με άλλα λόγια, αναδεικνύεται εδώ το βάθος και πλάτος της δημοκρατίας, ως εσωτερικευμένης από τον κρατικό μηχανισμό.
Είναι φανερό ότι με τέτοιες προϋποθέσεις η δημοκρατική μας συνείδηση δοκιμάζεται. Σε αντίθεση με τις φλύαρες φωνασκίες των κομμάτων (στην μεταπολίτευση η συντριπτική πλειοψηφία των νεοϊδρυομένων κομμάτων θεωρούσε απαραίτητο να υπάρχει η λέξη ‘δημοκρατική’ στην ονομασία τους, γιατί άραγε;) η δημοκρατία βιώνεται και εμπεδώνεται στον τρόπο και στον βαθμό με τον οποίο τα όργανα των κρατικών δομών τήν οικειώνονται και τήν κάνουν πράξη.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως είναι ανάγκη να πέσουν οι προβολείς στην ποιότητα εκπαίδευσης των αστυνομικών μας. (Και των αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων, φυσικά, αλλά αυτό αποτελεί μια άλλη πονεμένη ιστορία).
Όταν ο μελλοντικός αστυνομικός διδάσκεται ότι εκπροσωπεί το κράτος, τι ακριβώς αντιλαμβάνεται; Τόν βοηθούμε να συνειδητοποιήσει ότι θα αποτελεί για όλη του τη ζωή φορέα προστασίας των κοινών αγαθών; Ότι δεν θα αποφασίζει ο ίδιος ποιοι νόμοι αξίζει να τηρηθούν και ποιοι όχι; Ότι δεν ενδιαφέρει κανέναν η δική του πολιτική προτίμηση; Ή, μήπως, εξωθείται να εκλαμβάνει το ‘κράτος’ με την αρχέγονη έννοια της γυμνής ισχύος; Αν άστυ είναι η πόλις, για να τηρείται ο νόμος πρέπει να υπάρχει πόλις, δηλαδή συγκροτημένη κοινότητα με κανόνες.
Το μονοπώλιο της νόμιμης βίας δεν ασκείται χωρίς ουσιαστική (δηλαδή όχι προσχηματική) νομιμοποίηση, ‘απολελυμένο’ όπως θα έλεγε η εκκλησιαστική ορολογία. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει πως η απόλυτη εξουσία είναι αφόρητη, γι’ αυτό και σε εκείνον που χειροτονείται επίσκοπος οι άλλοι επίσκοποι ακουμπούν το Ευαγγέλιο ανοιχτό στο κεφάλι του, ώστε να αποκτήσει και εμπειρικά την αίσθηση ότι θα δρα βάσει αρχών και κανόνων.
Στο εκκοσμικευμένο ανάλογο το ζητούμενο είναι η ψυχική εσωτερίκευση του Συντάγματος και των νόμων. Έχουν βαρύτατη ευθύνη η Πολιτεία και η Αστυνομία ως προς την κατάλληλη εκπαίδευση των αστυνομικών: τα όποια ελλείμματά της θα μεταφρασθούν κάποια στιγμή στο μέλλον σε πτώματα ή ανοιγμένα κεφάλια. (Και από τις δύο πλευρές, εννοείται, όχι μόνο πολιτών!)
Είναι αδιανόητο ότι παρέμεινε αδρανής η Αστυνομία τον Δεκέμβρη του 2008. Είναι απαράδεκτο να αναμένεται εντολή υπουργού (ή μήπως πρωθυπουργού;) για να αδειάσει μια κατάληψη. Είναι χυδαίο και ωμά παραβατικό να απαντά ο αστυνομικός στις προκλήσεις με φράσεις του τύπου ‘γιατί έτσι γουστάρω’ ή ‘άμα θέλω ξέρεις τι μπορώ να σού κάνω;’.
Στην πραγματικότητα τα φαινόμενα αυτά αποτελούν όψεις μια χώρας που ακόμη δεν έχει κατακτήσει ένα επίπεδο δημοκρατίας αντίστοιχο του Ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Συνιστούν κατάλοιπα μιας προνεωτερικής αντίληψης για τη δημόσια τάξη, όπου μόνη η βούληση του ηγέτη (ή του νόμιμου εκπροσώπου του) είναι η πηγή του δικαίου. Φυσικά, δεν ζητούμε μια Αστυνομία σαν την Αμερικανική, που πρώτα πυροβολεί και μετά ρωτάει, αλλά οι Ευρωπαϊκές Αστυνομίες έχουν να μάς διδάξουν αρκετά.
Όταν η κορυφή περιμένει πολιτικές εντολές για να κάνει τη δουλειά της, χάνει το κύρος της απέναντι στους χαμηλόβαθμους. Τα παράδειγμά τους γίνεται υπόδειγμα, οπότε η ψυχική απονομιμοποίηση συμπαρασύρει όλους.
Επιμένω στην ανάγκη να διαθέτει ο αστυνομικός εσωτερική ψυχική δικαίωση από την συνείδησή του για το έργο του, διότι κατά τη μεταπολίτευση υπέστη μαζική απονομιμοποίηση.
Και οι μεν πολίτες εκδηλώνουν έτσι την αντίφασή τους, απαξιώνοντας συλλήβδην τον αστυνομικό αλλά απαιτώντας να προστατεύει το δικό τους ατομικό συμφέρον όταν αυτό θίγεται.
Αλλά οι αντιφάσεις όλων μας εκβάλλουν πάντοτε σε απορρύθμιση του αστυνομικού έργου και ελλιπή διεκπεραίωσή του σαν αγγαρεία.
Και, μιλώντας για τον απλό αστυνομικό, ας αναλογιστούμε αν υπάρχει άλλος επαγγελματικός κλάδος ο οποίος τόσο συχνά να δέχεται μαζικό και δημόσιο υβρεολόγιο.
Τέτοιος προσωπικός ευτελισμός είναι αναμενόμενο να γεννά αυτοματισμούς οργής και εκδίκησης. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να προληφθεί αυτό, παρά η συστηματική εμπέδωση της θεσμικής συνείδησης. Η φοιτητική ηλικία των υποψήφιων αστυνομικών είναι ακόμη πρόσφορη για να διαμορφωθούν ώριμοι πολίτες.
Και όχι μόνο αυτό. Μέλημά μας πρέπει να είναι το να εμπνέονται, όχι μόνο από αρχές δικαίου, αλλά και από ανθρωπιά.
Κάποτε είχε έλθει ένας νεαρός αστυνομικός για να συζητήσουμε ορισμένα προβλήματά του. Όταν μετά από καιρό τόν ξαναείδα μού είπε: «Η συζήτηση που είχαμε μέ βοήθησε να αλλάξω και ως άνθρωπος. Πριν, η συμπεριφορά μου προς τους μετανάστες στο κρατητήριο ήταν αδιάφορη. Μπορεί και να αργούσα να τούς ανοίξω να πάνε στην τουαλέτα όταν μέ παρακαλούσαν. Τώρα τούς βλέπω σαν ανθρώπους κανονικούς»…
Ο συγκλονισμός που ένοιωσα, τον οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ, είχε πολλαπλές διαστάσεις. Μέ δίδαξε βιωματικά τι σημαίνει απόλυτη εξουσία, πόσο ελάχιστα απέχει από την απλή νόμιμη άσκηση καθηκόντων, πόσες δυνατότητες έχει ο άνθρωπος να αλλάξει, πώς μπορεί να εξανθρωπιστεί το σύστημα αφού αποτελείται από ανθρώπους, καθώς και πόσες ευκαιρίες χάνουμε καθημερινά να τούς εμπνεύσουμε.