Η Αστυνομία ασκώντας δημόσια εξουσία πραγματώνει τη δημόσια τάξη, η διατήρηση της οποίας εκδηλώνεται με νομικές και υλικές ενέργειες.
Η άσκηση της εξουσίας βέβαια αυτής ( πρέπει να) διέπεται βασικά από τις αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της επιείκειας, στο πλαίσιο πάντα της θεμελιώδους αρχής της νομιμότητας.
Συνεπώς η Αστυνομία ως θεσμός της Δημοκρατίας, θα πρέπει να δίνει διαρκώς μία μάχη για την τήρηση της νομιμότητας μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας και προστασίας των δικαιωμάτων με αποτελεσματικότητα, αμεσότητα και συμβολή στην ανάπτυξη αισθήματος ασφάλειας των πολιτών.
Η ειρηνική συμβίωση των οποίων εντάσσεται στις υποχρεώσεις της Πολιτείας απέναντι στο κοινωνικό σύνολο για δημιουργία εσωτερικής ασφάλειας, η οποία ”αναφέρεται στην κατοχύρωση του γενικού ( κοινού) συμφέροντος” και που (πρέπει να) εγγυάται, δια της αστυνομικής δράσης, το σύνολο των δικαιωμάτων των πολιτών.
Ο θεσμός της Αστυνομίας, εξετάζοντάς τον στο πέρασμα του χρόνου, διήλθε μέσα από διάφορες φάσεις και προσαρμοζόταν, ανάλογα, με τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Η παρουσία και η δράση της όμως σε κάθε περίπτωση ήταν πάντα κρίσιμη για τη Δημοκρατία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις πρώτες ακόμη οργανωμένες κοινωνίες υπήρξε ειδική πρόβλεψη γι΄ αυτούς που εφάρμοζαν την τάξη και την ασφάλεια.
Στο σύγχρονο Κράτος, που η νόμιμη βία ασκείται μόνο απ΄ αυτό, δια των οργάνων του, η Αστυνομία εξελίχθηκε παράλληλα και η θεωρία της ”περικλείει και τη θεωρία των μέσων ( Weber) και τη θεωρία του σκοπού (Hobbes)”.
Στη Χώρα μας ένα πρόβλημα στη λειτουργία της Αστυνομίας είναι ο ”ασφυκτικός εναγκαλισμός με την εκάστοτε Κυβέρνηση”, κάτι που έχει βέβαια βαθιές ρίζες και ξεκινάει από τη μεταπολεμική περίοδο.
Ανεξαρτήτως αυτού η Αστυνομία εκφράζει τη δημόσια δύναμη και ασκεί την έννομη βία, αλλά πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι δεν επιτρέπεται ο κάθε αστυνομικός εκμεταλλευόμενος τα ελαστικά όρια της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει ο νόμος, να επιφυλάσσει στον εαυτό του τον ρόλο του υπέρτατου κριτή ή τιμωρού, καθότι οφείλει να υπηρετεί το κοινό και το δημόσιο συμφέρον.
Ο ρόλος του αστυνομικού ολοκληρώνεται με τη σύλληψη και τη μεταφορά του παραβάτη στη δικαιοσύνη, η οποία είναι ο τελικός ( και ο μόνος) κριτής.
Προσοχή όμως.
Είναι άλλης τάξεως ζήτημα η λειτουργία της Αστυνομίας εντός των νόμιμων πλαισίων και προϋποθέσεων, καθώς και εντός του απαραίτητου κοινωνικού ελέγχου κι άλλο εντελώς θέμα η αμφισβήτηση του θεσμού στο σύνολό του.
Είναι σαφές ότι όταν οι θεσμοί της Πολιτείας υποχωρούν, τον κενό χώρο τον καταλαμβάνει η εγκληματικότητα, η παρανομία και το περιθώριο.
Πρέπει λοιπόν η κοινωνία μας, οι πολιτικές ηγεσίες, η επιστημονική κοινότητα και οι φορείς, να συμφωνήσουν στις βασικές αρχές και διαδικασίες που πρέπει να διέπουν τη δράση της Αστυνομίας, επί τη βάσει ενός σταθερού και ολιστικού σχεδίου που δεν θα αλλάζει κατά το δοκούν η εκάστοτε πολιτική ηγεσία (πχ προσλήψεις- τρόπος ένταξης, αξιολόγηση- τρόπος εξέλιξης, εκπαίδευση, συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική, τοπική αστυνόμευση και κοινωνική ενεργοποίηση κλπ).
Πρέπει να γίνει σε όλους σαφές ότι η ορθή και νόμιμη διαχείριση της εξουσίας από όσους την κατέχουν, καταδεικνύει και την ποιότητα της Δημοκρατίας.
Η διαχείριση δε της όποιας εγκληματικότητας (σκληρής ή απλής παραβατικότητας) αλλά και της ειρηνικής συμβίωσης, αποτελεί κορυφαίο ζήτημα για την κοινωνία, γι΄ αυτό κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο να συμφωνηθεί από όλους (πολιτικό σύστημα, φορείς κλπ) ότι το θέμα αυτό πρέπει να αποσυνδεθεί ”από τις πολιτικές / κομματικές αντιπαραθέσεις και να διαμορφωθούν κλίμα και θεσμοί Εθνικής συνεννόησης”.
Σε κάθε περίπτωση είναι τώρα μια καλή ευκαιρία να συζητηθούν με ειλικρίνεια τα σχετικά θέματα στη Βουλή και να ληφθούν συλλογικές ( ομόφωνα, κατά το δυνατόν, αποδεκτές) αποφάσεις, λαμβάνοντας υπόψη εκτός των άλλων τα αποτελέσματα της Επιτροπής Αλιβιζάτου και του Συνηγόρου του Πολίτη, αποδεικνύοντας έστω μια φορά ότι μπορούμε να είμαστε, όταν θέλουμε, ( σε αυτή τη δύσκολη από κάθε άποψη περίοδο) μια κανονική σύγχρονη Πολιτεία και μια ώριμη, πολιτισμένη κοινωνία.