«Χωριάτες». Μια κατηγορία που οι παλαιότεροι απηύθυναν στους άρτι αστικοποιημένους πληθυσμούς των μεγάλων ελληνικών πόλεων, υπονοώντας μια κάποια έλλειψη αστικού πολιτισμού στην καθημερινή συμπεριφορά τους. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ιστορικά, λόγω της Τουρκοκρατίας, οι Έλληνες είχαν να επιδείξουν έναν υψηλό πολιτισμό της υπαίθρου, ιδίως των ορεινών κοινοτήτων που κατά την περίοδο της ακμής τους είχαν αγγίξει με τις βιβλιοθήκες, τις εκκλησίες και την έντονη παραγωγική τους δραστηριότητα έναν υψηλό πρωτοαστικό πολιτισμό, με έντονο βαθμό, μάλιστα συμμετοχής των ανθρώπων του στα κοινά, και έντονο το αίσθημα της αλληλεγγύης μεταξύ τους.
Από αυτήν την σκοπιά, η σύγχρονη νεοελληνική πόλη, προϊόν μιας καταναγκαστικής αστικοποίησης, αλλά και ενός εξίσου βίαιου, πνευματικά κυρίως, μιμητικού εξευρωπαϊσμού έχει την όψη, και τις λειτουργίες, μιας τριτοκοσμικής πόλης: Σε αυτό το επίπεδο, όντως, το θεωρητικό σχήμα των ευρωκεντρικών εθνομηδενιστικών δυνάμεων αντιστρέφεται θεαματικά.
Κοιτάς, για παράδειγμα, τα στοιχεία εκείνα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης που μας τα έχει κληροδοτήσει αυτός ο πρώτος κύκλος ενδογενούς εκσυγχρονισμού, που σφραγίστηκε με το πνευματικό, και το τεχνικό σε ό,τι αφορά τον δομημένο χώρο, εγχείρημα της γενιάς του ’30: Στις πολυκατοικίες του Πικιώνη, ή στην διαμόρφωση του Λουμπαρδιάρη μπορεί ακόμα κανείς να διακρίνει μιαν άλλη ταυτότητα της νεοελληνικής πόλης, αυθεντικότερη, έναν ελληνικό μοντερνισμό που συνομιλεί επί ίσοις όροις με την Δυτική Ευρώπη, και, μάλιστα επειδή συνεχίζει την παράδοση του αρχαιοελληνικού και βυζαντινού μέτρου, είναι ικανός να παράγει έναν αστικό πολιτισμό πιο ισορροπημένο ως προς το φυσικό του περιβάλλον, και πιο φιλικό προς τον άνθρωπο. Και το ίδιο μπορεί να συναντήσει κανείς στην Θεσσαλονίκη, όχι μόνο με τα αρχιτεκτονήματα της πρόσφατης αστικής της κληρονομιάς, που χαρακτηρίζονται περισσότερο απ’ τις κεντρωευρωπαϊκές επιδράσεις, αλλά και με τα… 15 μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της Ουνέσκο, τα οποία έρχονται να υπενθυμίσουν ότι η Θεσσαλονίκη κατά την ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο θα λειτουργήσει ως μείζονα πνευματική και οικονομική μητρόπολη της Ανατολικής Ευρώπης.
Γιατί λέγονται όλα αυτά; Μα για να αποδείξουν την μεγάλη πλάνη στην οποία έχουν υποπέσει τις τελευταίες δεκαετίες οι δήμαρχοι των μεγάλων ελληνικών πόλεων, με τα ιδεολογήματα καχεξίας και ευρωπαϊστικού μιμητισμού που διακινούν. Διότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία οι πόλεις να γίνουν «ευρωπαϊκές πόλεις», αφού όσον αρνούνται τον ίδιο τους τον εαυτό, άλλο τόσο βυθίζονται σε αυτήν την γκρίζα, ρυπαρή απραξία που τους προκαλεί η κατάθλιψη του δανεικού, κακέκτυπου εαυτού. Κι άλλο τόσο επίσης εγκλωβίζονται σε δραστηριότητες παρασιτικές, που είναι εστιασμένες στην... κατανάλωση, τις πελατειακές σχέσεις, κι ένα μοντέλο τουριστικό που δαπανά αλόγιστα το τουριστικό κεφάλαιο της χώρας πνίγοντάς το στα τραπεζοκαθίσματα και την φούσκα των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Φυσικά και υπάρχει εναλλακτικός δρόμος. Η επιστροφή στον ελληνικό πολιτισμό δεν εγκαινιάζει μόνο μια νέα διεθνή φυσιογνωμία των ελληνικών πόλεων, που επαναπροσδιορίζουν την θέση τους στον διεθνή πολιτιστικό χάρτη αξιοποιώντας τον πραγματικό ρόλο που τους αποδίδει η ιστορική τους πορεία. Ο άξονας Αθηνών-Θεσσαλονίκης, με το νότιό του σκέλος να αναδεικνύει την αρχαιοελληνική κληρονομιά, και το βόρειο την βυζαντινή-μεσαιωνική, δημιουργεί ένα πλαίσιο αναφοράς (city branding το λέν’ οι γιάπηδες στη νεογλώσσα τους) το οποίο απευθύνεται εξίσου στην ανατολική και δυτική Ευρώπη. Εισηγείται έτσι ένα εναλλακτικό ευρωπαϊκό πρότυπο πολιτισμού που υπερβαίνει την παρούσα ευρωπαϊκή καχεξία, του μηδενισμού, της πολυπολιτισμικής αντιπαλότητας και των βαθιών κοινωνικό-πολιτικών διαιρέσεων των ευρωπαϊκών κοινωνιών, γεγονός που με τη σειρά του αποδίδει ξανά ενεργό πολιτιστικό ρόλο, όχι μόνο στην συμπρωτεύουσα, ή την ίδια την πρωτεύουσα, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα.
Αυτή η επιστροφή, ωστόσο, είναι μεγάλη γιατί δεν περιορίζεται μόνο στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και του τεράστιου ιστορικού κεφαλαίου της χώρας. Το αξιοποιεί για το αύριο. Το μεγάλο, σύγχρονο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας, είναι το ανθρώπινό της δυναμικό, το οποίο σήμερα απομυζούν οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες με την φυγή μαστόρων και εγκεφάλων που συντελείται από την χώρα. Αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα, που ναι αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης Παιδείας, μιας οικογενειακής κουλτούρας και ηθικής του μόχθου και της δημιουργίας, καθώς και μιας μαστορικής παράδοσης χιλιάδων χρόνων, πασχίζει σήμερα να… ενταφιάσει ο ελληνικός παρασιτισμός: Είτε με την μορφή της προώθησης των φαγητοφραπεδουπόλεων, και του αεριτζή επιχειρηματία της εστίασης και της διασκέδασης, είτε με την μορφή του εθνομηδενιστή πανεπιστημιακού, υπουργικού και σχολικού συμβούλου που αγωνίζεται για την κατεδάφιση της ελληνικής παιδείας, φιγούρες που αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος.
Αντιπαρατίθενται, επομένως, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα όχι οι αριστεροδεξιοί βρυκόλακες του 20ου, ούτε κάποιος υποτιθέμενος ρεαλισμός με κάποιον τάχα αποκρουστικό λαϊκισμό ―όπως θέλουν οι πολιτικές ελίτ που μέσα στην ηθική και πνευματική τους καθήζιση “δεν ξέρουν που πατά και που πηγαίνουν”. Αντιπαρατίθεται ένα πολύ συγκεκριμένο μοντέλο εθνικής παρακμής, που οι φαυλοκράτες και κομματοκράτες ταγοί του το βαφτίζουν ‘ανάπτυξη’, στην κρατικιστική ή στη φιλελεύθερη εκδοχή, και από την άλλη ένα όραμα που αποκαθιστά την βιωσιμότητα της χώρας, και το μέλλον της, επενδύοντας σε μια μεγάλη επιστροφή: στον πολιτισμό, στην παιδεία, την δημιουργία και την παραγωγή.
Αυτό είναι το στοίχημα που έχουν να αντιμετωπίζουν οι ελληνικές πόλεις, και η τοπική τους αυτοδιοίκηση. Γιατί ως το πολιτικό κύτταρο που βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητας της κοινωνίας, είναι και εκείνο που μπορεί πραγματικά να την κινητοποιήσει προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Ο Γιώργος Ρακκάς είναι υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης με το συνδυασμό «Μένουμε Θεσσαλονίκη»