Αρχαιολόγοι στην Κωνσταντινούπολη ανακάλυψαν ένα άγαλμα του θεού Πάνα κατά τη διάρκεια ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν στο Αρχαιολογικό Πάρκο Saraçhane, όπου βρίσκεται η παλαιοχριστιανική εκκλησία του Αγίου Πολυεύκτου.
Στην περιοχή υπάρχουν τα κατάλοιπα κτηρίου που κάποτε ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και κατασκευάστηκε για να μοιάζει με τον Ναό του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ. Τα ερείπια βρίσκονται σε ένα μικρό πάρκο ακριβώς στη μέση της γειτονιάς Φατίχ της Κωνσταντινούπολης, κοντά στην τοποθεσία του Μητροπολιτικού Δήμου της Κωνσταντινούπολης.
Πριν από την ανέγερση του Ναού της Αγίας Σοφίας από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 537 μ.Χ., ο ναός του Αγίου Πολυεύκτου ήταν ο μεγαλύτερος ναός της Κωνσταντινούπολης.
Είναι πιθανό ότι το άγαλμα ήταν μέρος αυτής της επίχωσης, δήλωσε ο Μαρίν Πολάτ, αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Μητροπολιτικού Δήμου της Κωνσταντινούπολης (IBB) στο Live Science.
Στη δεκαετία του 1960, οι εργάτες που έχτιζαν έναν κοντινό δρόμο ανακάλυψαν τυχαία τα ερείπια της εκκλησίας. Μετά από έξι χρόνια παύσης, οι ανασκαφικές εργασίες επιταχύνθηκαν από τις ομάδες IBB Heritage που συνδέονται με τη Διεύθυνση Πολιτιστικών Υποθέσεων.
Κατά την διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκε το άγαλμα του Πάνα, το οποίο εκτιμάται ότι είναι 1700 ετών, σε βάθος 2 μέτρων και 60 εκατοστών. Το αριστερό χέρι και το κάτω μέρος του σώματος του αγάλματος, ύψους 20 εκατοστών και πλάτους 18 εκατοστών, βρέθηκαν σπασμένα.
Ενώ το άγαλμα εκτιμάται ότι ανήκει στη ρωμαϊκή περίοδο, η ακριβής περίοδος στην οποία ανήκει θα καθοριστεί μετά την έρευνα. Το τμήμα του αγάλματος του Πάνα που βρέθηκε μεταφέρθηκε στην αποθήκη της Διεύθυνσης Αρχαιολογικών Μουσείων.
Αν και λέγεται ότι υπάρχουν πολλά ανάκτορα και κτήρια που ανήκουν στην οικογένεια των Θεοδοσίου στην συγκεκριμένη περιοχή, δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα κανένα ανακτορικό κτήριο εκτός από την εκκλησία του Αγίου Πολυεύκτου.
Ο αρχαιολόγος και ιστορικός Κεν Ντάρκ του King’s College του Λονδίνου, ειδικός στην αρχαία Κωνσταντινούπολη που δεν συμμετείχε στην ανακάλυψη, δήλωσε στο Live Science ότι το άγαλμα του Πάνα ήταν πιθανώς μεταξύ των πολλών κλασικών αντικειμένων που μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του τέταρτου και του έκτου αιώνα μ.Χ. «ως έργα τέχνης ή για το ιστορικό τους ενδιαφέρον».
«Κανένα δεν εκτέθηκε σε εκκλησίες ή μοναστήρια, αλλά αντ′ αυτού τοποθετήθηκαν ως στολίδια σε κοσμικούς δημόσιους χώρους και αριστοκρατικά παλάτια», ανέφερε σε ένα email. «Αυτό το άγαλμα πιθανότατα εναποτέθηκε, σπασμένο, στα ερείπια της εκκλησίας αφού το κτίριο είχε πάψει να χρησιμοποιείται».
Δεν είναι γνωστό γιατί η Κωνσταντινούπολη σταμάτησε να εισάγει τέτοιες μορφές μετά τον έκτο αιώνα. Ίσως αυτά τα έργα τέχνης να θεωρούνταν όλο και περισσότερο αντιχριστιανικά, καθώς η βυζαντινή αριστοκρατία επικεντρώθηκε λιγότερο στον κλασικό πολιτισμό και περισσότερο στον χριστιανικό πολιτισμό, δήλωσε ο Νταρκ.
Άγριος Έλληνας θεός
Ο Πάνας είναι αρχαία ελληνική, ιδεατή, ανθρωπόμορφη δευτερεύουσα θεότητα, που ήταν συνυφασμένη με την «πανίδα» της Φύσης, (άνθρωποι και ζώα) σε μια αμφίδρομη σχέση προστασίας, αλλά και προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής.
Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Παν απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», ως προστάτης των κτηνοτρόφων, των κυνηγών, των αλιέων και των ποιμένων με μόνιμη διαμονή σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ).
Η λατρεία του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων Ολύμπιων Θεών σε όλο τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού.