Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ενεργειακό σοκ με τις τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος στα ύψη γράφει το Bloomberg.
Η αυξημένη ζήτηση και η αβεβαιότητα ως προς το εύρος της προσφοράς οδήγησε στον διπλασιασμό των τιμών του φυσικού αερίου μέσα σε ένα χρόνο.
Ως αποτέλεσμα, οι τιμές αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλό επίπεδο γράφει και ο Βρετανικός Guardian (δείτε εδώ το διάγραμμα).
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, σχεδόν η μισή ηλεκτρική ενέργεια παράγεται από φυσικό αέριο. Τα μειωμένα αποθέματα, μετά τον κρύο περυσινό χειμώνα, έστειλαν τις τιμές του φυσικού αερίου στα ύψη.
Χωρίς αέρηδες το φετινό καλοκαίρι, κάτι που είχε να συμβεί από το 1961, έβγαλε και πολλές ανεμογεννήτριες εκτός παραγωγής, γεγονός που επίσης συνέβαλε στις αυξανόμενες τιμές χονδρικής στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Για να καλυφθούν οι ελλείψεις κρίθηκε απαραίτητη η έκτακτη επιπλέον παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, ώστε να διατηρηθεί σταθερή η ροή ηλεκτρικού ρεύματος και να συνεχίσει να υπάρχει φωτισμός!
Κάποιοι λιγνιτικοί σταθμοί (από αυτούς που είναι ακόμη standby), κλήθηκαν να ξαναμπούν στο παιχνίδι για να καλύψουν τα ενεργειακά κενά αποκομίζοντας μεγάλο οικονομικό όφελος για τις επιχειρήσεις αυτές από την ξαφνική αυτή ζήτηση.
Το 2020 στην Ελλάδα, το 26.8% της ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ ήταν από λιγνίτη. Γενικότερα παραμένει από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρότι οδεύουμε προς απολιγνιτοποίηση.
Τη στιγμή που η μισή χώρα έχει ξεσηκωθεί για τις ανεμογεννήτριες, πως θα ακουγόταν αν κάναμε ένα παρόμοιο, και “ακριβό” από πλευράς αερίων ρύπων, περιστασιακό “πείραμα” σαν αυτό που έκανε πρόσφατα η Βρετανία;
Σίγουρα οι απαντήσεις δεν είναι απλές και θα πρέπει να συνεκτιμηθούν μια σειρά από παράμετροι, όπως και το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν παράγει φυσικό αέριο.
Πάντως ακόμη και αν παρήγε οι ανεμογεννήτριες θα συνέχιζαν να είναι μια πιο καθαρή λύση αρκεί να γίνεται σωστή διαχείριση από την αρχή έως το τέλος της ζωής τους αλλά και στη συνέχεια.
Σε κάθε περίπτωση ο λιγνίτης μάλλον πρόκειται για ενεργειακό “πισωγύρισμα” τη στιγμή που, στην Ευρώπη ειδικά, είπαμε να μειώσουμε τις εκπομπές άνθρακα για να γίνουμε κλιματικά ουδέτεροι μέχρι το 2050. Για το σκοπό αυτό η δέσμευση της Ελλάδας είναι να κλείσει τα πρώτα λιγνιτικά εργοστάσια το 2023 και τα υπόλοιπα μέχρι το 2028.
Η ανθρωπότητα όλο και πιο συχνά θα έχει να αντιμετωπίσει τέτοια διλήμματα με τον εφιάλτη της κλιματικής κρίσης (τυφώνες, ακραίες θερμοκρασίες, πλημμύρες, ξηρασίες, πυρκαγιές), αλλά και την ενεργειακή φτώχεια να παραμονεύουν σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο ο αναπτυγμένος κόσμος θα ήταν διατεθειμένος να υιοθετήσει το δικό του “πισωγύρισμα”.. ξοδεύοντας λιγότερη ενέργεια σε ατομικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.
Η ενημέρωση των πολιτών και οι δεσμεύσεις των ηγετών θα πρέπει να είναι οριζόντιες αφήνοντας εντούτοις χώρο στις αναπτυσσόμενες χώρες να ζήσουν, έστω για λίγο, κάτι σαν το δικό μας ενεργειακό θαύμα.