Άγονη επίσκεψη
Bloomberg via Getty Images

Λίγες μέρες μετά την πρώτη – έπειτα από 65 χρόνια – επίσκεψη Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα είναι η κατάλληλη στιγμή για μια νηφάλια αποτίμηση της σημασίας της και των επιπτώσεών της. Με τους όρους που έχουμε συνηθίσει να αξιολογούμε ανάλογες επισκέψεις, σαφέστατα η συγκεκριμένη δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «επιτυχημένη», αλλά «άγονη» θα ήταν ίσως ένας πιο ακριβής χαρακτηρισμός.

Φυσικά, η εξωτερική πολιτική δεν πρέπει να είναι πεδίο μικροπολιτικών αντιπαραθέσεων – το ζητούμενο, άλλωστε, είναι η αποτελεσματική εκπροσώπηση των εθνικών θέσεων και συμφερόντων. Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι δεν πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Είναι προφανές ότι στην επίσκεψη Ερντογάν υπήρξε έλλειμμα προετοιμασίας και προχειρότητα, ιδιαίτερα στις συναντήσεις και τις δηλώσεις που έγιναν δημοσίως.

Πριν από την επίσκεψη επικράτησε σύγχυση, αφού δεν ήταν σαφές σε τι ακριβώς αποσκοπούσε. Υποστηρίχθηκε μάλιστα και το επιχείρημα ότι ο απομονωμένος κ. Ερντογάν ερχόταν στην Αθήνα αναζητώντας δίαυλο επικοινωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για την Ελλάδα ο στόχος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που έχουν ατονήσει τα τελευταία χρόνια με υπαιτιότητα της Τουρκίας. Το ερώτημα είναι, βέβαια, εάν η συγκεκριμένη χρονική συγκυρία ήταν η κατάλληλη για να συμβεί αυτό.

Αυτό που είδαμε, όμως, τελικά ήταν τον κ. Ερντογάν αποφασισμένο – σε μια περίοδο που ανοίγουν πολλά ζητήματα στην ευρύτερη περιοχή – να εντάξει σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο τις διεκδικήσεις του. Για πρώτη φορά σε τόσο υψηλό επίπεδο αλλά και δημοσίως αποτυπώθηκαν στο σύνολό τους οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο Τούρκος Πρόεδρος διατύπωσε επί ελληνικού εδάφους τις αξιώσεις της χώρας του, χωρίς να τον απασχολούν οι περιορισμοί του διεθνούς δικαίου ή οι καλοί τρόποι της διπλωματίας. Πέραν από την αντιπαράθεση για το ζήτημα της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης, εξαιρετικά ανησυχητικές ήταν και οι αναφορές στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το συγκρατήσουμε, μιας και μελλοντικά η Τουρκία θα θέτει και το μειονοτικό ανοιχτά στο τραπέζι, ενώ μέχρι τώρα το έκανε δειλά και έμμεσα.

Τούτων αναφερθέντων, κανείς δεν πρέπει να υποστηρίζει μια λογική απομονωτισμού σε σχέση με την Τουρκία. Είναι δεδομένο ότι πρέπει να διατηρούνται οι δίαυλοι επικοινωνίας ανοικτοί. Οφείλουμε να προσπαθούμε να έχουμε τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με την Τουρκία. Πρέπει να διατηρούμε συνεχή επαφή με τη γείτονα χώρα, τόσο σε διμερές όσο και σε πολυμερές επίπεδο. Ωστόσο, οι επισκέψεις, για να είναι αποδοτικές, πρέπει να στηρίζονται στην κατάλληλη προετοιμασία και να έρχονται ως επιστέγασμα μιας εποικοδομητικής πορείας στις μεταξύ μας σχέσεις. Δυστυχώς, με την Τουρκία του κ. Ερντογάν έχουμε αρκετές αρνητικές εξελίξεις τα τελευταία χρόνια. Στα διμερή θέματα, όπως και στο Κυπριακό, υπάρχει ελάχιστη πρόοδος. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη σταδιακή διολίσθηση της Τουρκίας σε ένα αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης.

Η Κυβέρνηση οφείλει να δώσει ένα σαφές μήνυμα στον κ. Ερντογάν ότι οι διμερείς σχέσεις πρέπει να διέπονται από αμοιβαίο σεβασμό, απόλυτη προσήλωση στο διεθνές δίκαιο και τους κανόνες καλής γειτονίας. Αυτός είναι και ο μοναδικός δρόμος για να αντιμετωπίσουμε από κοινού τις πολύ σημαντικές προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας.

Η Ελλάδα πρέπει, επίσης, να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, στην οποία είχαν επενδύσει όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1999 κι έπειτα. Αυτό ήταν μια κίνηση ορθή με τα δεδομένα της εποχής, αλλά πλέον ξεπερασμένη από τις εξελίξεις. Η Ελλάδα πρέπει να βρει ένα νέο σημείο ισορροπίας στη σχέση της με την Τουρκία, ώστε να προωθήσει τις εθνικές της προτεραιότητες.

Δημοφιλή