Το τελευταίο χρονικό διάστημα είναι κοινώς αποδεκτό ότι η Γαλλική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από μία εξωστρέφεια. Από τις δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου για μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις πρωτοβουλίες για την δημιουργία ευρωστρατού και τις πρόσφατες στρατιωτικές ασκήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου γίνεται φανερό ότι σκοπός της διακυβέρνησης του Εμανουέλ Μακρόν είναι η συμμετοχή της Γαλλίας σε περισσότερα διεθνή δρώμενα. Όλο το παραπάνω πλαίσιο των διεθνών ζητημάτων που καλείται να αντιμετωπίσει η κεντρική κυβέρνηση της Γαλλίας έρχεται σε αντιδιαστολή με την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας.
Οι γαλλικές δημοτικές εκλογές πλησιάζουν και η χώρα μπαίνει σε μια προεκλογική περίοδο. Η κοινωνία της Γαλλίας, το τελευταίο διάστημα, απασχολείται από αρκετά ζητήματα που είναι πιθανό να επηρεάσουν τον τρόπο που θα ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση. Μετά την εμφάνιση των ″Κιτρίνων Γιλέκων”, οι μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού δυναμιτίζουν το κλίμα στο εσωτερικό της χώρας. Από τα τέλη του 2018, το κέντρο του Παρισιού γίνεται, συχνά, χώρος διαδηλώσεων και έκφρασης αντιδράσεων εναντίον μιας σειράς μέτρων της κυβέρνησης. Οι τελευταίες προεδρικές εκλογές αποτέλεσαν την έναρξη μιας νέας περιόδου κομματικού και πολιτικού διαχωρισμού της κοινωνίας. Οι δύο επικρατέστεροι στον δεύτερο εκλογικό γύρο δεν αποτελούσαν επικεφαλής των παραδοσιακών κομματικών σχηματισμών και, μπορεί να ειπωθεί, ότι οι πολιτικές τους ομάδες δεν είχαν ξεκάθαρο κομματικό προσανατολισμό, με τον όρο του κλασσικού διαχωρισμού των πολιτικών κομμάτων που χαρακτήριζε την γαλλική πολιτική σκηνή.
Από την μία πλευρά, τα υψηλά ποσοστά της Μαρί Λε Πεν, που την οδήγησαν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, μπορούν να αποδοθούν και στην στροφή του κόμματός της προς προσπάθειες εξασφάλισης ψήφων από τις πληθυσμιακές και κοινωνικές ομάδες που ήταν δυσαρεστημένες με τις εξελίξεις και την λειτουργία των δομών στο εσωτερικό του κράτους και, συχνά, στρέφονταν κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη, την νικητήρια πλευρά, ο Εμανουέλ Μακρόν προερχόμενος από την σοσιαλιστική κυβέρνηση του Ολάντ, κατέβηκε στις εκλογές με δικό του πολιτικό μόρφωμα, στο οποίο συγκέντρωνε τις δυνάμεις του φιλελευθερισμού και του φιλοευρωπαϊσμού, με παράλληλη στροφή σε ένα εύρος ζητημάτων, όπως η προστασία του περιβάλλοντος και η ισότητα των φύλων. Όλο το παραπάνω πολιτικό σκηνικό αναμένεται να επηρεάσει τις προσεχείς δημοτικές εκλογές, παρόλο που, σε τοπικό επίπεδο, γίνονται προσπάθειες αποφυγής της πόλωσης, καθώς τα ζητήματα που διακυβεύονται αφορούν δομές και λειτουργίες των τοπικών θεσμών.
Σύμφωνα με τους κανονισμούς της χώρας, οι δημοτικές εκλογές διεξάγονται κάθε 6 χρόνια και η εκλογική διαδικασία θα πραγματοποιηθεί στις 15 και 22 Μαρτίου 2020. Με τον δήμο του Παρισιού να είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, το προφίλ του κάθε υποψηφίου έχει ενδιαφέρον, καθώς δίνει βήμα για τις εξελίξεις και τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Οι υποψήφιοι δημοτικοί συνδυασμοί καλύπτουν όλο το εύρος των πολιτικών ιδεολογιών του γαλλικού πολιτικού συστήματος. Από τις υποψηφιότητες που ξεχωρίζουν είναι η τωρινή δήμαρχος, Αν Ινταλγκό, με την υποστήριξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας και το κυβερνών κόμμα μέχρι πρότινος να εκπροσωπείται από τον Μπενιαμίν Γκριβό, τον πρώην κυβερνητικό εκπρόσωπο, ο οποίος ωστόσο αποσύρθηκε από την εκλογική αναμέτρηση. Η κίνηση αυτή οδήγησε τον βουλευτή του κόμματος, Σεντρίκ Βιλανί, να κατέβει υποψήφιος με δικό του συνδυασμό. Ακόμη, υποψήφια είναι η Ρασίντα Νταντί, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Σαρκοζί, με θητεία και στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο δεύτερος δήμος, που συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας, είναι της Χάβρης, με τον Γάλλο Πρόεδρο να στηρίζει τον τωρινό πρωθυπουργό, Εντουάρντ Φιλίπ, ως επικεφαλής του συνδυασμού του κυβερνώντος κόμματος, μια κίνηση που δείχνει την πρόθεση του Μακρόν για εδραίωση του κομματικού του σχεδιασμού σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Έτσι, παρατηρείται ότι οι επερχόμενες δημοτικές εκλογές έχουν έναν έντονο συμβολισμό στο εσωτερικό της χώρας, με την κεντρική κυβέρνηση να ανησυχεί ότι μπορεί να λειτουργήσουν ως έκφραση δυσαρέσκειας από ομάδες ψηφοφόρων σχετικά με τις εθνικές πολιτικές σε εσωτερικά ζητήματα. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι στενοί συνεργάτες του Εμανουέλ Μακρόν κατεβαίνουν στον πολιτικό στίβο. Όσον αφορά τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, το αποτέλεσμα των εκλογών αυτών θα δείξει πώς έχουν κατανεμηθεί η επιρροή και η ισχύ τους στις περιφέρειες της χώρας και εάν, πράγματι, οι ψηφοφόροι θα ψηφίσουν λόγω τοπικών προγραμμάτων ή θα προχωρήσουν σε ψήφο διαμαρτυρίας προς την κεντρική ηγεσία. Θα αποτελέσουν το πρώτο αποτύπωμα της πολιτικής προτίμησης των Γάλλων ψηφοφόρων, μετά τις προεδρικές εκλογές, και μπορεί να χρησιμεύσουν ως αφετηρία για την οργάνωση των πολιτικών σχηματισμών για τις επόμενες εθνικές εκλογές.