Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, το περίφημο Supreme Court, έχει διαμορφώσει τη θεωρία της «αγοράς των ιδεών» για να ερμηνεύσει το συνταγματικό δικαίωμα στην Ελευθερία του Λόγου.
Η θεωρία αυτή βασίζεται σε μια ευθεία αναλογία με την οικονομική θεωρία της ελεύθερης αγοράς και διατείνεται, με απλά λόγια, πως η αλήθεια θα αναδυθεί από τον ανταγωνισμό των ιδεών στο διαφανή, δημόσιο διάλογο, ο οποίος εξ αυτού του λόγου δεν πρέπει να περιορίζεται βάσει του περιεχομένου των ιδεών που εκφράζονται. Η αναλογία έχει τις ρίζες της στο έργο «Περί ελευθερίας» του John Stuart Mill (1859).
Μία από τις πιο ενδεικτικές εφαρμογές της από το Supreme Court, είναι στην υπόθεση New York Times κατά Sullivan (1964), στην οποία το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει εάν ο υπεύθυνος της αστυνομίας της πολιτείας της Alabama μπορούσε ορθώς να μηνύσει την εφημερίδα New York Times για δυσφήμιση, εξαιτίας της δημοσίευσης από την τελευταία κειμένου υποστηρικτών του Martin Luther King, το οποίο περιείχε ανακρίβειες ως προς τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν σε πράξεις βίας της τοπικής αστυνομίας εναντίον διαδηλωτών υπέρ των ατομικών δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα πως δεν υφίσταται δυσφήμιση και πως οποιοσδήποτε περιορισμός στο δημοσίευμα θα παραβίαζε την συνταγματικά κατοχυρωμένη Ελευθερία του Λόγου, τονίζοντας πως στο δημόσιο διάλογο λανθασμένα γεγονότα και κρίσεις είναι αναπόφευκτο να εκφραστούν, ακόμα και καλόπιστα, και πως συνεπώς ακόμα και αυτά τα λάθος στοιχεία χρήζουν συνταγματικής προστασίας για να δοθεί στην «αγορά των ιδεών» ο «απαραίτητος χώρος να αναπνεύσει» και να επικρατήσει εν τέλει η αλήθεια.
Αυτά στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η προστασία της Ελευθερίας του Λόγου, είναι ομολογουμένως ευρύτερη από τις περισσότερες άλλες χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της ηπειρωτικής Ευρώπης. Τι συμβαίνει όμως όταν εξαιτίας του φύσει παγκοσμίου χαρακτήρα ενός φαινομένου, όπως η κρίση της πανδημίας, η «αγορά των ιδεών» γίνεται και αυτή παγκόσμια; Πώς θα προστατεύσουν τα κράτη τους πολίτες τους από τη διασπορά ψευδών γεγονότων για τη δημόσια υγεία αλλά και πώς η προστασία αυτή θα οροθετηθεί ώστε να μη γίνει αυθαιρεσία, πλήττοντας την Ελευθερία του Λόγου και συναφείς Ελευθερίες, όπως αυτή του Τύπου;
Η ροή της πληροφορίας για την πανδημία μοιάζει πράγματι ανέλεγκτη. Από την υποτιθέμενη ανθρωπίνως προκληθείσα διασπορά του ιού, μέχρι τα «στοιχεία» για την πραγματική του θνησιμότητα και τις «ανακαλύψεις νέων φαρμάκων», το ηλεκτρονικό εμπόριο ελπίδας και απελπισίας συνεχίζει διαμορφώνοντας μια ιδιότυπη παράλληλη «μαύρη» αγορά ιδεών, όπου η υπερβολή, το ψέμα και η παραπληροφόρηση ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Ήδη ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δημιούργησε κατάλογο με τους μύθους για τον κορονοϊό (εδώ), ενώ αντίστοιχη πρωτοβουλία έχει λάβει και η Ευρωπαϊκή Ένωση (εδώ). Στον αντίποδα, το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέφρασε την ανησυχία του για την εκμετάλλευση της «μάχης» κατά της πληροφόρησης για την πανδημία ώστε να περιοριστούν σημαντικά οι Ελευθερίες του Λόγου και Τύπου σε ορισμένες χώρες με αντίστοιχη «παράδοση», όπως η Τουρκία, η Ρωσία και η Ουγγαρία (εδώ). Οι πρωτοβουλίες αυτές είναι, φυσικά, προς τη σωστή κατεύθυνση. Η εφαρμογή, ωστόσο, συγκεκριμένων πολιτικών που θα βασίζονται στη σωστή στάθμιση δικαιωμάτων, όπως αυτά γίνονται αντιληπτά στα εθνικά δίκαια των διαφορετικών χωρών, είναι σύνθετη υπόθεση και εν τέλει καταλήγει να αφορά την εκτελεστική – και συχνά δικαστική- εξουσία των χωρών αυτών, αγνοώντας τις φύσει διεθνείς διαστάσεις του προβλήματος (Στη χώρα μας, η διασπορά ψευδών ειδήσεων τιμωρείται στο άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα, με τον γράφοντα να διατηρεί επιφυλάξεις για τη συνταγματικότητα της διατύπωσης της εν λόγω διάταξης).
Εξάλλου, η εκ φύσεως ροπή του ανθρώπινου νου να καταφεύγει σε αστικούς μύθους για να αποδεχτεί, εκ πρώτης όψεως δύσκολα να εξηγηθούν με την απλή λογική, φαινόμενα ή κατορθώματα του πολιτισμού (βλ. «ο άνθρωπος δεν πήγε ποτέ στην Σελήνη», «οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν «στημένες» από τους ίδιους τους Αμερικάνους» κλπ.) σε συνδυασμό με τα σύγχρονα trends της διεκδίκησης δημοφιλίας μέσω των social media, ανεξαρτήτως της επαλήθευσης εγκυρότητας της μεταδιδόμενης πληροφορίας ακόμα και από «έξυπνους» ανθρώπους (βλ. εδώ πρόσφατη σχετική έρευνα τμημάτων ψυχολογίας και νευρολογίας αμερικάνικων πανεπιστημίων) καθιστούν τη διεθνή συστημική αντιμετώπιση της «μαύρης αγοράς» ψέματος προς όφελος του παγκόσμιου πληθυσμού, ιδιαίτερα δύσκολη.
Ειδικά στη χώρα μας, όπου η παράδοση της επικράτησης των αστικών μύθων ως κομμάτι μιας εθνικής ψυχωσιακής αντιμετώπισης των δύσκολων καταστάσεων, κρατεί ακόμα -με επικεφαλής κοινοβουλευτικού κόμματος να εμπορεύεται, μέχρι πρόσφατα, επιστολές γραμμένες από τον ίδιο τον Ιησού (sic)- η καταστολή της «μαύρης αγοράς» ψευδών ή αληθοφανών ειδήσεων καταλήγει να αποτελεί κομμάτι της ευρύτερης εθνικής προσπάθειας για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, όπως η πολύ πρόσφατη ενίσχυση του Τύπου για τη σωστή πληροφόρηση των πολιτών είναι θετικές, θα πρέπει ωστόσο να συμπληρωθούν με περισσότερες συστημικές πρωτοβουλίες σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης αλλά και στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολιτικής «δια βίου μάθησης και ενημέρωσης» του ενήλικου πληθυσμού ανά την επικράτεια. Η πανδημία γίνεται έτσι μια καλή ευκαιρία να καταπολεμηθούν σχετικές παθογένειες αλλά και να ενισχυθεί η προστασία των συνταγματικών ελευθεριών μέσω ισορροπημένης στάθμισης των σχετικών δικαιωμάτων.
Η θεωρία της «αγοράς των ιδεών» είναι γοητευτική για όσους ασπάζονται μια ευρέως φιλελεύθερη προσέγγιση της κοινωνίας και της πραγματικότητας. Έχει επικριθεί, ωστόσο, σε πολλά της σημεία, σημαντικότερο, ίσως, εκ των οποίων είναι το εξής: Η αλήθεια δεν είναι αντικειμενική. Συνεπώς, η ελπίδα πως η ανταλλαγή απόψεων εντός αυτής της νοητής αγοράς, εάν παραμείνει πλήρως ανεμπόδιστη, θα οδηγεί πάντα στην αλήθεια, πάσχει. Στην εποχή μας, θεωρίες και απόψεις με παρόμοιες αξιώσεις αλήθειας ανταγωνίζονται εξίσου και η σύγχρονη γνώση, ξεπερνά, εν τέλει, τις πλατωνικές γνωσιολογικές νόρμες. Βασίζεται αντιθέτως η σύγχρονη γνώση στις εμπειρίες, στα ενδιαφέροντα, στις ανάγκες των ανθρώπων και στην ικανότητά τους να επεξεργάζονται μαζικούς όγκους πληροφοριών. Και είναι εκεί που απαιτείται η θεσμική παρέμβαση για την επίτευξη της εξισορρόπησης μεταξύ προστασίας και αυθαιρεσίας. Λίγο-πολύ, ό,τι πρέπει να συμβαίνει και στις «κανονικές» αγορές. Αλλά αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα που ίσως την ξεκινήσουμε όταν θα έχουμε αφήσει πίσω μας την πανδημία.