Ενδεχομένως η πιο σαφής και εναργής περιγραφή της πραγματικότητας της διεθνούς πολιτικής, μετά τη θουκυδίδεια περί «του ισχυρού που επιβάλλει όσα του επιτρέπει η δύναμή του και του αδυνάμου ο οποίος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του», είναι εκείνη του Λόρδου Πάλμερστον, κατά τον οποίο «τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνο σταθερά συμφέροντα».
Η φράση του Πάλμερστον συνιστά την καταλληλότερη εκκίνηση για την ανάλυση μιας υπαρκτής ή δυνητικής συμμαχικής σχέσης, όμως αλίμονο αν την αντιμετωπίζαμε ως μια «μεταφυσική επιταγή». Τα κράτη χαράσσουν στρατηγική με άξονα την εξυπηρέτηση των σταθερών συμφερόντων τους και ο οιοσδήποτε ενδιαφερόμενος σύμμαχος συγκροτεί στρατηγική ευθυγράμμισης με αυτά τα σταθερά συμφέροντα, εφόσον κρίνει ορθολογικά ο ίδιος ότι αυτό είναι προς το συμφέρον του.
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω εν τοις πράγμασι; Ότι ουδείς πρόκειται να προστρέξει να σε βοηθήσει, αν εσύ ο ίδιος δε βοηθήσεις τον εαυτό σου και δεν αποδείξεις κατ’ επέκταση με τις πράξεις σου ότι επιθυμείς την ύπαρξη της συμμαχίας. Να το αποδείξεις όχι με εθελόδουλες πρακτικές ή πιθανό «ξεπούλημα ασημικών», αλλά συνδράμοντας αποφασιστικά στο κοινό συμφέρον και προχωρώντας σε βήματα αύξησης του βαθμού δέσμευσης του συμμάχου στη δική σου ατζέντα. Αυτή η πολιτική θα διευρύνει το αποτύπωμά σου εντός του πλαισίου της συμμαχίας και θα αυξήσει το κόστος εξοβελισμού σου από τους σχεδιασμούς του εταίρου σου.
Ποιος «φταίει», λοιπόν, για τις πρόσφατες ανακοινώσεις απόσυρσης της αμερικανικής στήριξης στον EastMed και της διαφαινόμενης έναρξης διαλόγου μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ; «
Φταίνε» οι Η.Π.Α. ή η ελληνική αμεριμνησία, με αφορμή την MDCA, να δεσμευτεί ρητά η Ουάσιγκτον ώστε να πιέσει την Άγκυρα να αποσύρει το απαράδεκτο casus belli στο Αιγαίο, να εγγυηθεί παντοιοτρόπως την άμεση εφαρμογή του διεθνούς δικαίου κυρίως όσον αφορά τη χάραξη Α.Ο.Ζ. και υφαλοκρηπίδας και να απλώσει μια προστατευτική ομπρέλα πάνω από ένα γεωστρατηγικά κρισιμότατο έργο όπως ο αγωγός EastMed;
Ο στόχος της εγγυημένης υποστήριξης των Η.Π.Α. στο EastMed Forum και στη συμφωνία της 2ας Ιανουαρίου 2020 δε θα ήταν, άλλωστε, ο πλέον ανέφικτος στόχος, δεδομένου ότι ευθυγραμμίζεται με τον αμερικανικό στόχο της ενεργειακής διαφοροποίησης της Ευρώπης. Οι Αμερικανοί προφανώς και δε θα ήθελαν να δεσμευτούν σε μια επιλογή, αλλά από τη στιγμή που αυτή δεν αντέκειτο στην κεντρική στρατηγική στοχοθεσία τους κάτι τέτοιο δε θα αποτελούσε «παράλογη απαίτηση».
Αντιθέτως, εμείς φροντίσαμε να ναρκοθετήσουμε κάθε προοπτική αύξησης της αξιοπιστίας και του κύρους μας τόσο έναντι των πραγματικών ή δυνητικών συμμάχων, όσο και ευρύτερα.
Επιλέξαμε να αποδείξουμε πόσο αναλώσιμοι είμαστε, υπογράφοντας μια συμφωνία οριοθέτησης Α.Ο.Ζ. με την Αίγυπτο, η οποία αναγνώρισε μειωμένη επήρεια σε μεγάλα ελληνικά νησιά και μηδενική σε μικρότερα με οικονομική δραστηριότητα (βλ. Χρυσή), απεμπολώντας την πάγια θέση μας, συνυφασμένη με το Άρθρο 121 της UNCLOS III για το Δίκαιο της Θάλασσας, ότι τα νησιά διαθέτουν πλήρη δικαιώματα κατά την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και ως εκ τούτου, δημιουργώντας προηγούμενο.
Το πράξαμε δε πριν μια αντίστοιχη συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία. Όπως μας πληροφόρησε ο Υπουργός Εξωτερικών σε συνέντευξή του: «Κάθε πράγμα στην ώρα του». Προφανώς η «ώρα» μιας συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας για την οριοθέτηση Α.Ο.Ζ. δεν έχει έλθει ακόμη… Απαιτούνται συνεννοήσεις, διαβουλεύσεις και προσπάθειες πρώτης προσέγγισης με ένα κράτος τόσο ξένο προς εμάς, όπως το Κυπριακό… Ήταν περισσότερο «της ώρας» μια συμφωνία με το Κάϊρο, η οποία αφήνει εκτός τη ζώνη μεταξύ 28ου και 32ου μεσημβρινού και προφανώς ολόκληρο το Σύμπλεγμα της Μεγίστης.
Τα ανωτέρω επισημαίνονται καθώς η συμφωνία οριοθέτησης με Κύπρο και Αίγυπτο (με αυτή τη σειρά), η δυναμική προώθηση του έργου μέσω εντατικοποίησης των ερευνών σε ελλαδική και κυπριακή Α.Ο.Ζ. για την εύρεση επαρκών κοιτασμάτων και η θωράκιση των προοπτικών του, μέσω αμυντικών συμφωνιών που θα παραπέμπουν ρητά σε αυτό, αποτελούσαν εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις υλοποίησής του.
Συνιστούσαν απαράβατους όρους για την εξισορρόπηση του διαλαμβανόμενου τουρκικού anti-lobbying, το οποίο γιγαντωνόταν ενόσω ένα προβεβλημένο μέρος της εν Ελλάδι περί εξωτερικής πολιτικής «ιντελιγκέντσιας» δεν πίστευε ούτε το ίδιο στον EastMed.
Τέτοιου είδους εγχειρήματα προϋποθέτουν ισχυρή βούληση και ενεργητικότητα στις κινήσεις προώθησης των αμοιβαία επωφελών στόχων. Πώς θα συμπράξει το Ισραήλ, όταν βλέπει την Αθήνα να φοβάται να κατοχυρώσει τα νόμιμα δικαιώματά της ακόμη και έναντι της… Κυπριακής Δημοκρατίας; Πώς θα προχωρήσει, όταν το μέρος της ακαδημαϊκής ελίτ, το οποίο ευρίσκεται εγγύτερα στα κέντρα των αποφάσεων, εκφράζει θέσεις εναντίον της βιωσιμότητας και εν τέλει της εφικτότητας του έργου;
Ακόμη και σήμερα, μετά τις προκείμενες εξελίξεις στο μέτωπο του εν λόγω αγωγού, η αντίδραση των ΜΜΕ και της Αντιπολίτευσης είναι εν πολλοίς «χλιαρή» έως ανύπαρκτη, στοιχείο που καταμαρτυρά ότι έχουμε άλλες «έννοιες» και άλλες προτεραιότητες από το να καταστεί η χώρα ενεργειακός κόμβος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αυξάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις θέσεις εργασίας και τα έσοδα για τα δημόσια ταμεία, πέρα από το (για πολλούς αόριστο και μη χειροπιαστό) γεωπολιτικό αποτύπωμά της.