Bistro 49: Οι σαμάνοι της γεύσης στην Κατερίνη

Αυτοί οι σαμάνοι της γεύσης πρωτίστως είναι μετρ της οικειότητας.
.
.
.

Είναι κάτι απογεύματα στην πρωτεύουσα που με πιάνει να διανύσω τα 434 χιλιόμετρα για την Κατερίνη πεζή και ανυπόδητη. Το απόγευμα είναι η ώρα της σφοδρής νοσταλγίας. Όχι το βράδυ, το μεσημέρι ή το πρωί. Ιδιαίτερα τα απογεύματα της Παρασκευής. Η Παρασκευή έμοιαζε πάντα η ημέρα της τελευταίας ευκαιρίας.

Από την Κατερίνη δεν είναι τόσο ότι μου λείπει η κορυφογραμμή του Ολύμπου, που κάθε φορά που την αντικρίζει ένας Πιεριεύς, είναι σαν να διακρίνει στον ορίζοντα τις κορυφές και τα φαράγγια από το καρδιογράφημά του. Ούτε τα ακροθαλάσσια της, ο φλοίσβος των οποίων είναι ικανός να απαλύνει τον πλέον μύχιο πόνο.

Από την Κατερίνη μού λείπουν τα στέκια της.

.
.
.

Όταν ο Φαίδρος στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο ρωτάει τον Σωκράτη γιατί δεν βγαίνει έξω από τα τείχη της πόλης, εκείνος απαντάει: «Γιατί είμαι φιλομαθής. Οι εξοχές και τα δέντρα είναι βουβά, μονάχα οι άνθρωποι διδάσκουν».

Οι ψυχές των ανθρώπων είναι αναρριχητικά φυτά, χρειάζονται σκαλωσιές για να αναπτυχθούν και να ριζώσουν. Και δεν υπάρχουν πιο σταθερές καλαμωτές, πιο πρόσφορα πεδία διδασκαλίας και πάθους από τα στέκια του άστεως. Ο άνθρωπος χρειάζεται τη φιλία, τον έρωτα, την πολυκέφαλη παρέα για να διδαχθεί, να πάθει και να στεριώσει στο χώρο.

Πριν από περίπου σαράντα χρόνια, εν έτει 1978, πάνω στην παλιά εθνική οδό, ακριβώς κάτω από τον Όλυμπο, στο ύψος του Λιτοχώρου, ο Νίκος Νταούκας άνοιγε το εστιατόριο «Ζυγός».

Την εποχή εκείνη βρισκόταν στη μέση του πουθενά, αλλά ταυτόχρονα ήταν στο κέντρο του κόσμου. Για τις γεύσεις, τα πιάτα, τις ατάκες και τα πειράγματα του κυρ Νίκου δεν μαζεύονταν στο μαγαζί απλώς γνωστοί και φίλοι. Θεσσαλονικείς, Λαρισαίοι αλλά και ξένοι, που γνώριζαν ή είχαν ακούσει για το εστιατόριο είχαν γίνει τακτικοί προσκυνητές.

Γαρδούμπα με ρύζι, κοτόπουλο φιλεταρισμένο χωρίς κόκκαλα την εποχή που δεν υπήρχε σχεδόν πουθενά, σπιτικός τραχανάς, μελιτζανοσαλάτα με σκόρδο και τόσο πολύ καρύδι που η μητέρα του, Γλυκερία, και ο αδερφός του, Νάσος, πάθαιναν διαδοχικές αποπληξίες: «Παιδί μου, με τόσο καρύδι πώς θα βγεις;»

Σήμερα, που ο «Ζυγός» είναι πια ανάμνηση και θρύλος, συναντά κανείς την ώρα του απογεύματος (τυχαίο;) τον κύριο Νίκο στις όχθες της κυκλικής πλατείας του Δημαρχείου στο κέντρο της Κατερίνης.

.
.
.

Κάθεται πάντα στο δεξιό ακριανό στεντ και χαζεύει τον κόσμο με τη σοφία και τη δύναμη του γονιού που έχει χάσει σε αυτοκινητιστικό τον πρωτότοκο γιό του Αντώνη σε πολύ νεαρή ηλικία. Όταν είχε ανοίξει ο «Ζυγός» ο Αντώνης ήταν μόλις δεκατριών και ο Μάνος έντεκα, και σέρβιραν πάντοτε στο μαγαζί.

Κανείς δεν γνωρίζει εάν ο Νίκος Νταούκας μπαίνει λάθρα στην κουζίνα του Bistrot που κρατάει ο γιος του Μάνος πια, αλλά όλοι είναι σίγουροι ότι αρκεί ένα του βλέμμα ή η σκιά του, για να μπουν τα σωστά υλικά στη θέση τους και την άφθονη ποσότητα.

.
.
.

Διότι πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς ότι, όταν παραγγέλνει μία από τις σαλάτες του καταστήματος γελά, καθώς δεν μπορεί να αναμετρηθεί με τίποτα με τα κύματα του χοντροκομμένου καρυδιού, της λιαστής ντομάτας, τη γευστική θύελλα του σουσαμιού ή την τρικυμία από το ζεστό ταλαγάνι στο στόμα;

Αυτοί οι σαμάνοι της γεύσης, όμως, (οικογενειακώς, η δεινότητα φτάνει μέχρι και τους γιους του εκλιπόντα αδελφού του Νίκου, Νάσου, τον Αντώνη και τον Χρήστο), πρωτίστως είναι μετρ της οικειότητας.

.
.
.

Στα εστιατόριά τους κανείς νιώθει και τρώει σαν τον σπίτι του, με παιδιά που εξυπηρετούν γνωρίζοντας και ενθυμούμενα κάθε προτίμηση, συνήθεια και χούι του θαμώνα.

Στασίδι δεν πιάνουν μονάχα οι πιστοί στις εκκλησίες, υπάρχει φυλαγμένο και στα στέκια για τους θαμώνες. Κάθε φορά που ο άνθρωπος σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό για να του φανερωθεί ο Θεός, εκείνος του στέλνει ανθρώπους. Κάθε φορά που σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά για να αναζητήσω το Θείο, εκείνο μου στέλνει τα συμπατριωτάκια μου, τους Κατερινιώτες.

.
.
.

Σημείωση: Η Κατερίνη είναι εν γένει η πόλη των σαμάνων της γεύσης. Όποιος δοκίμασε τη μπουγάτσα, τα λουκούμια, τα τυριά, τα γλυκά και τα μαγέρικά της, δεν μπορεί να ξεχάσει, ο ουρανίσκος θα θυμάται πάντα.

Αν η συγκεκριμένη αφήγηση εξαντλήθηκε περί Νταουκαίων, είναι γιατί η συγκίνηση και η θύμηση έχουν θηρευθεί από το εξωτικό παγώνι του «Ζυγού». Οι τζαμαρίες του είχαν φιλοτεχνηθεί από τον Νάσο με περίτεχνα βιτρό, στα οποία δέσποζε η φιγούρα ενός παγωνιού. Παγώνι ζωηρό και ολοζώντανο, είχε και ο Νίκος στο κτήμα ακριβώς πίσω από το μαγαζί, από όπου τα βιολογικά ζαρζαβατικά, τα φρέσκα αυγά και τα καλούδια.

Για τα παιδιά, το παγώνι στο βιτρό και το παγώνι στην πίσω αυλή ήσαν ένα, δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιο είναι το αληθινό και ποιο το πιο όμορφο. Αυτό το παγώνι, κάποια βράδια, ακόμη και σήμερα, το βλέπουν ντόπιοι αλλά και περαστικοί να διασχίζει με ολάνοιχτη την πλουμιστή του ουρά αγέρωχο και αήττητο την κεντρική πλατεία του Δημαρχείου της Κατερίνης, μπροστά από το Bistro του Μάνου.

.
.
.