Υπάρχει μια λογιστική κριτική στο «κοινωνικό μέρισμα» που διανέμει η κυβέρνηση. «Λογιστική» και ως προς το πολιτικό και ως προς το οικονομικό σκέλος. Κατ αρχήν για ποιο λόγο υφίσταται, δεύτερον, θεωρείται προϊόν αφαίμαξης της μεσαίας τάξης που αδίκως διανέμεται στους φτωχούς, τρίτον γιατί δεν δίδεται σε διαφορετικές κατηγορίες απ τις επιλεγμένες, π.χ. για τις εκκρεμείς πληρωμές του δημοσίου, τέταρτον γιατί η ΔΕΗ δεν θεωρείται κοινωνικός και προνοιακός πάροχος, πέμπτον γιατί το δίνει η κυβέρνηση Τσίπρα κλπ.
Παρόλη όμως την γκρίνια, ψηφίζεται απ την συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων που ασκούν την κριτική- όπως φάνηκε απ την συζήτηση και εν τέλει ψήφιση, στις επιτροπές της Βουλής. Ο φόβος πολιτικού κόστους νικάει ενδοιασμούς, αντιπολιτευτικό ζήλο και μικροζήλειες. Να θυμίσω ότι πέρσι η Αξιωματική Αντιπολίτευση δεν ψήφισε το αντίστοιχο μέρισμα που είχε δοθεί ως εφάπαξ δέκατη τρίτη σύνταξη.
Κάποιες κριτικές είναι ανόητες, άλλες όμως, έχουν βάση. Τόση, όση και οι τελικές επιλογές της κυβέρνησης. Π.χ. Εξοφλήσεις χρεών του δημοσίου σε προμηθευτές, εργολάβους και πολίτες, ενισχύουν όντως, την πραγματική και ζώσα οικονομία. Περαίωση εκκρεμών συντάξεων και εφάπαξ, επίσης. Η κυβερνητική απάντηση είναι, ότι διοικητικά και τεχνικά δεν υπάρχει η δυνατότητα να ελεγχθούν και εκκαθαρισθούν άμεσα τόσες υποθέσεις, άρα το εντός του έτους, υλοποιήσιμο είναι η μοιρασιά στους φτωχούς.
Ποιοί όμως είναι οι φτωχοί; Οι πραγματικά φτωχοί; Ποιο αρχείο έχει εκείνες τις διασταυρώσεις στοιχείων που τεκμηριώνουν τον πραγματικά φτωχό, τον αληθινά αφανισμένο; Το ίδιο ερώτημα θα το επέκτεινα. Ποια είναι τα χρέη του δημοσίου; Για ποιες υπηρεσίες; Ποιες απ αυτές είναι οι πραγματικές και ποιες εικονικές;
Θα φέρω μερικά παραδείγματα. Χαράσσεται ένας τοπικός δρόμος όχι με βάση την επιστήμη, όχι με βάση τα εδαφολογικά και γεωλογικά χαρακτηριστικά, αλλά με βάση το ποιες απαλλοτριώσεις είναι εφικτές, ποιος απ τους ιδιοκτήτες θέλει να απαλλοτριωθεί η ιδιοκτησία του, ποιος όχι κλπ. Η μελέτη έτσι, είναι απλή χάραξη, σκίτσο, σίγουρα ρουσφέτι. Κατασκευάζεται ο δρόμος και με την πρώτη μπόρα καταρρέουν τα πρανή. Στοιχίζει π.χ. 4 εκατομμύρια, αλλά χρειάζεται άλλα τόσα, για διόρθωση των κακοτεχνιών. Εγκρίνονται τα χρήματα αφού στο τέλος παρόλη την τσαπατσουλιά ή το ρουσφέτι στην χάραξη, δεν θέλεις να απαξιώσεις την αρχική επένδυση.
Άλλο παράδειγμα: Κατασκευάζει μια εταιρεία δύο λιμάνια και μόλις ολοκληρωθούν, βουλιάζει μέρος του προβλήτα και στα δύο. Γιατί; Δεν είχε προβλεφθεί η διάβρωση απ τις προπέλες. Άλλα εκατομμύρια εκεί, για να διορθωθεί η προβληματική μελέτη. Και αυτό εκκρεμής πληρωμή φαίνεται. Η κακότεχνη και ακριβή υλοποίηση, σέρνει πίσω της, πανάκριβές διορθώσεις. Η κακοτεχνία είναι προσοδοφόρος για κάποιους. Και ατιμώρητη. Αυτές λοιπόν οι εκκρεμότητες είναι δίκαιες;
Χτίζεται η πόλη στο ρέμα. Για να μη γκρεμιστούν τα αυθαίρετα και για να μη δυσαρεστηθούν οι ψηφοφόροι, εκπονείται μια αντιπλημμυρική μελέτη που θα υπερβεί την αυθαιρετούπολη. Άπειρες υπηρεσίες ελέγχουν, τεκμηριώνουν, αργοπορούν. Μια γερή βροχή , να η μεγάλη καταστροφή. Να ανθρώπινες ζωές χαμένες, να τεράστια έξοδα συλλογικά, εθνικά. Θέλω να πω ότι υπάρχουν όντως χρέη του δημοσίου, αλλά πρέπει να δούμε ποια είναι τα πραγματικά, ποια αντιστοιχούν σε τίμιο έργο και ποια είναι οι σφετερισμοί των λαμογίων.
Έτσι, με πρόφαση το γεγονός του πλεονάσματος και του μερίσματος, μπορεί κανείς να οδηγηθεί στον πυρήνα του ελληνικού προβλήματος. Πέρα απ την γενική παραδοχή ότι όντως τα μεσαία στρώματα πιέζονται φορολογικά. Η ακρίβεια του αρχείου, η ταυτότητα εργασιών, προσώπων, αναγκών είναι μια μεγάλη εθνική εκκρεμότητα. Η κριτική λοιπόν που γίνεται αντιπολιτευτικά, είναι μακριά νυχτωμένη, πολύ περισσότερο όταν τα αρχεία των παλαιότερων κυβερνήσεων διορθώνονταν με «στυλό», βολεύοντας κολλητούς, οπαδούς και κουμπάρους. Οι δουλείες, τα αναξιόπιστα φορολογικά προφίλ, οι ρυθμίσεις, σκηνοθετούνταν. Αντί αντιπολιτευτικής κακολογίας λοιπόν θα ήθελα προτάσεις λύσεων.
Αντί μιζέριας, θα ήθελα αυτό που ένα αστικό κόμμα με ποιότητα, θα έκανε. Χωρίς προχειρολογίες και αντιπολιτευτικά εφέ, πρόταση ακρίβειας , ανθεκτικής στο χρόνο. Ακόμα κι αν έτσι πρόδιδε τον προγενέστερο εαυτό του, ακόμα κι αν ήταν ασυνεπές με τα χούγια και τις ρουσφετολογικές έξεις του.