Κάνοντας την κρίση ευκαιρία γι' αυτούς, οι κάθε είδους εργοδότες έχουν πιέσει περαιτέρω όχι μόνο τις απολαβές των εργαζομένων τους, αλλά και την αξιοπρέπεια τους. Στο φαντασιακό των εργοδοτών πάντα παίζει κάτι από την δουλοκτητική περίοδο, και σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως αυτές των μεγάλων οικονομικών κρίσεων, αυτό το κάτι παίζει πιο έντονα.
Διαβάστε επίσης:
Αν λοιπόν, από τη μια, η εργασία έχει καταντήσει τυραννική, από την άλλη, και γι' αυτό το λόγο ανάμεσα σε άλλους, έχει χάσει κάθε δημιουργικότητα, με τεράστιο συνεπακόλουθο ατομικό, κοινωνικό, αλλά και οικονομικό κόστος. Ωστόσο, η εργασία και πριν το ξέσπασμα της κρίσης, και σε παγκόσμιο επίπεδο, ήταν ήδη ελάχιστα δημιουργική.
Οι μεγάλες παγκόσμιες και εμβληματικές έρευνες της Gallup (η τελευταία δημοσιοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2013), ενός καθόλα συστημικού οργανισμού, στις οποίες συμμετέχουν εκατομμύρια εργαζόμενοι από όλο τον κόσμο, δείχνουν ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, μόνο το 13% των εργαζομένων ήταν ευχαριστημένοι από την εργασία τους και συμμετείχαν δημιουργικά σε αυτή.
Ένα σχεδόν διπλάσιο ποσοστό, 24%, ήταν δυστυχισμένοι στην εργασία και διάκειντο εντελώς αρνητικά προς αυτήν, σε σημείο σαμποτάζ. Οι υπόλοιποι, ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, ήταν απλώς αδιάφοροι προς την εργασία τους, χωρίς ευχαρίστηση και έμπνευση από αυτήν και γι' αυτήν. Σαν παράδειγμα, τα ακραία ποσοστά ευχαρίστησης και δυστυχίας από την εργασία, δηλ. δημιουργικότητας και καταστροφικής εμπλοκής με αυτήν, είναι, αντίστοιχα: Για τις ΗΠΑ, 29% έναντι 18%, και για 19 μεγάλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες (στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η Ελλάδα),σαν μέσος όρος, 14% έναντι 20%. Πρέπει να υπογραμμισθεί ιδιαίτερα ότι τα ποσοστά αυτά, σε βάθος χρόνου, ήταν πάντα, πάνω-κάτω, τα ίδια, ανεξάρτητα δηλ. από την κρίση, δείχνοντας καθαρά ότι το πρόβλημα στην εργασία είναι μεγάλο και δομικό.
Ο έλεγχος πάνω στην εργασία, από μεριάς των εργαζομένων, μπορεί να αποκτηθεί, καταρχήν, και σαν παράδειγμα, με ένα μίγμα εκλογών και κληρώσεων, μεταξύ των εργαζομένων, για τις θέσεις ευθύνης. Αποτελεί τεράστιο μύθο ότι τα υπάρχοντα στελέχη επιχειρήσεων είναι αναντικατάστατα και ότι χωρίς αυτά οι επιχειρήσεις θα καταστραφούν.
Οι συνέπειες αυτής της θλιβερής εργασιακής πραγματικότητας δημιουργούν σημαντικά κόστη σε όλα τα επίπεδα: Στο προσωπικό επίπεδο που αφορά τον ίδιο τον εργαζόμενο, σε επίπεδο κοινωνίας, αλλά ακόμη και στο στενά οικονομικό επίπεδο. Για παράδειγμα, η Gallup υπολογίζοντας μόνο το καθαρά οικονομικό κόστος για τις ΗΠΑ και μόνο των δυστυχισμένων εργαζομένων, αυτών που εμπλέκονται δηλ. αρνητικά με την εργασία τους, το εκτιμά σε 450-550 δις. δολάρια ετησίως.
Παρότι η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στις έρευνες της Gallup ο καθένας μπορεί να υποθέσει, στην ελληνική περίπτωση, την ύπαρξη ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών εργασιακής δυστυχίας και αρνητικής ή αδιάφορης εμπλοκής με την εργασία και μάλιστα και πριν από τη κρίση.
Υπό το φως των παραπάνω αποκαλύψεων, γίνεται φανερό ότι οποιοδήποτε μέτρο, από αυτά τα παραδοσιακά, κλασικά και αντιφατικά, που συνηθίζουν να συζητούν κάθε φορά οι οικονομολόγοι για την ανάσχεση της οικονομικής κρίσης, θα είναι ελάχιστα αποτελεσματικό, όσο η δομή της εργασίας παραμένει η ίδια.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες επισημαίνουν πολύ συχνά ότι το βασικότερο οικονομικό πρόβλημα είναι η παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά αδυνατούν να βγάλουν τα αναγκαία συμπεράσματα για την υπάρχουσα δομή της εργασίας. Ή όταν αναφέρονται στη δομή της εργασίας δεν εννοούν καθόλου την ψυχή της, όπου εκεί εντοπίζεται το θεμελιώδες πρόβλημα. Η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομολόγων, όλων των σχολών και κατευθύνσεων, νεοφιλελεύθερων και κευνσιανών, αριστερών και δεξιών, από την άποψη του προβλήματος της ψυχής της εργασίας, βρίσκονται σε ένα επίπεδο παλαιολιθικής σκέψης και στερούνται των εργαλείων ώστε να βγουν από αυτό.
Απέναντι, επομένως, σε αυτή την, τεραστίων διαστάσεων και σε πολλαπλά επίπεδα, καταστροφή που συμβαίνει στους εργασιακούς χώρους, ποιοι δομικοί μετασχηματισμοί είναι αναγκαίο να γίνουν στην εργασία, ώστε αυτή η καταστροφή να σταματήσει και η ανθρώπινη ύπαρξη να αντιμετωπίζει την εργασία σαν μια πραγματικά ευχάριστη δραστηριότητα, στην οποία θα συμμετέχει εξαιτίας αυτής της ευχαρίστησης και όχι από εξαναγκασμό;
Καταρχήν, θα πρέπει οι εργαζόμενοι να αποκτήσουν έλεγχο πάνω στην εργασία τους. Όπου δεν υπάρχει έλεγχος στον τομέα της ζωής που κάνει κάποιος, η ευχαρίστηση μειώνεται κατακόρυφα και μάλιστα σε ευθέως αναλογική σχέση. Δηλαδή, όσο μικρότερος ο έλεγχος, τόσο μικρότερη και η ευχαρίστηση. Αυτό συμβαίνει και στους χώρους εργασίας.
Ο έλεγχος πάνω στην εργασία, από μεριάς των εργαζομένων, μπορεί να αποκτηθεί, καταρχήν, και σαν παράδειγμα, με ένα μίγμα εκλογών και κληρώσεων, μεταξύ των εργαζομένων, για τις θέσεις ευθύνης. Αποτελεί τεράστιο μύθο ότι τα υπάρχοντα στελέχη επιχειρήσεων είναι αναντικατάστατα και ότι χωρίς αυτά οι επιχειρήσεις θα καταστραφούν.
Το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό 13% των εργαζομένων που, παγκοσμίως, είναι ευχαριστημένοι από την εργασία τους και δημιουργικοί, δείχνει καθαρά την παταγώδη αποτυχία των στελεχών των επιχειρήσεων.
Στην πραγματικότητα τα στελέχη επιχειρήσεων συνιστούν ένα προνομιούχο στρώμα που ενδιαφέρεται πάνω απ' όλα για την αύξηση της ισχύος και των προνομίων του και ελάχιστα ενδιαφέρεται, πραγματικά, για την επιχείρηση και τους εργαζόμενους και βέβαια στη συντριπτικότατη πλειοψηφία τους έχουν μηδενικά επίπεδα κοινωνικής υπευθυνότητας. Επομένως, «θα χάσει η Βενετιά βελόνι» αν καταργηθεί αυτό το παρασιτικό στρώμα. Αν τώρα δεν αρέσει αυτό στους κάθε λογής ιδιοκτήτες και μετόχους μιας επιχείρησης, αν δεν τους αρέσει δηλ. ο εργατικός έλεγχος, τότε αυτοί θα πρέπει, τμηματικά, να αποζημιωθούν με ένα εύλογο και δίκαιο τίμημα που τις προδιαγραφές του θα ορίσει η κοινωνική διαβούλευση και έπειτα αυτές να περάσουν στα χέρια των εργαζομένων.
Εκείνο που πρέπει να αλλάξει ταυτόχρονα και δραστικά είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το πνεύμα και η ψυχή της εργασίας.
Ωστόσο, ούτε αυτό, ο εργατικός έλεγχος δηλ. στις επιχειρήσεις, όπου οι εργαζόμενοι θα μαθητεύσουν σε μια υγιή και αυτάρκη υπευθυνότητα, αρκεί. Όπως έδειξε το μεγαλύτερο αυτοδιαχειριστικό πείραμα στον δυτικό κόσμο, την περίοδο του ισπανικού εμφυλίου και μάλιστα υπό την αιγίδα των αναρχικών, αυτό δεν αρκεί. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν τότε ήταν πολλά και σημαντικά και δεν σχετίζονταν με τα όπλα των φαλαγγιτών του Φράνκο. Οι αναρχικοί τότε, αλλά και οι αριστεροί όποτε προχώρησαν, σε άλλες περιπτώσεις, σε αυτοδιαχειριστικές προσπάθειες, αλλάζουν μόνο το μοντέλο διοίκησης της εργασίας και θεωρούν ότι αυτό αρκεί. Αυτό όμως καθόλου δεν αρκεί. Εκείνο που πρέπει να αλλάξει ταυτόχρονα και δραστικά είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το πνεύμα και η ψυχή της εργασίας.
Αυτή τη συζήτηση θέλουμε να ανοίξουμε, επειγόντως, ώστε το μαρτύριο από την δυστυχισμένη ή αδιάφορη εργασία, στην ανεργία, και αντίστροφα, να τελειώσει οριστικά. Δεν υπάρχει περίπτωση να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, χωρίς να αλλάξουμε την εργασία. Και μια μέθοδος για να γίνει αυτό είναι να διακηρύξουμε, βάση της πρώτης θέσης, ότι όποιος δεν αποκομίζει ευχαρίστηση από την εργασία, μπορεί να παίρνει εγγυημένο αξιοπρεπές εισόδημα χωρίς να εργάζεται. Έτσι θα εξαναγκασθεί η κοινωνία να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εργασίας, προσδοκώντας, όπως ήδη είπαμε, στη μεγαλύτερη πολιτισμική επανάσταση όλων των εποχών.
Σημαντική σημείωση: Η θέση αυτή αφορά και τους αυτοαπασχολούμενους. Αυτούς δηλ. που το εργοδοτικό αφεντικό είναι ο ίδιος τους ο εαυτός. Για πολλούς από αυτούς ισχύει ότι η δουλειά τους είναι δουλεία. Αλλά, και ότι έχει χαθεί η "ψυχή" σε αυτή την εργασία τους. Είναι η "ψυχή" που πρέπει να ευρεθεί και να έρθει στο φως, ώστε η εργασία να μην εκτελείται στα σκοτάδια του εαυτού, ακόμη και αν το αντίτιμο για τον ιδιότυπο αυτόν Άδη είναι τα αρκετά χρήματα ή η απλώς η επιθυμία για περισσότερα χρήματα.
Το κείμενο αυτό είναι το δεύτερο μέρος, ενός μεγαλύτερου κειμένου που απαρτίζεται από πέντε μέρη και έχει γενικό τίτλο: Να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας - 5 θέσεις για ένα νέο διανοητικό, κοινωνικό και πολιτικό κίνημα. Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ