Αν η συμμετοχή ήταν το πρώτο στοίχημα, το στοίχημα κερδήθηκε. Οι 210.000 εκλογείς είναι ένας μεγάλος αριθμός, με όποιο μέτρο κι αν μετρηθούν.
Είναι τετραπλάσιοι από όσους ψήφισαν την Φώφη Γεννηματά τον Ιούνιο του 2015. Είναι περίπου ίσοι με όσους είχαν ψηφίσει τον Ευάγγελο Βενιζέλο τον Μάρτιο του 2012 (σε μια εποχή που το ΠΑΣΟΚ συμμετείχε στην κυβέρνηση και στις εκλογές που έγιναν δύο μήνες αργότερα θα έπαιρνε 800.000 ψήφους και ποσοστό 13%). Κι αν το μέτρο είναι το προηγούμενο της ΝΔ, στις εκλογές που κέρδισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης η αναλογία της συμμετοχής στην εσωκομματική κάλπη προς τον αριθμό των ψηφοφόρων του κόμματος στις προηγούμενες εκλογές ήταν 1 προς 4, ενώ χθες ήταν σχεδόν 1 προς 2 (μετρώντας το άθροισμα των ψηφοφόρων ΔΗΣΥ και Ποταμιού).
Απέναντι στην απογοήτευση από την Πολιτική και την αποστροφή προς τους πολιτικούς, που από το 2010 τρώει σαν σαράκι τα σωθικά της δημοκρατίας, η υψηλή συμμετοχή σε κάλπες (και μάλιστα σε κάλπες δίχως υψηλό διακύβευμα) είναι ένα σημάδι αντοχής των υλικών της Δημοκρατίας
Αλλά αυτοί είναι εντελώς ενδεικτικοί (και κάπως «μπακάλικοι») υπολογισμοί. Οι αριθμοί δεν είναι συγκρίσιμοι, επειδή οι εποχές δεν είναι συγκρίσιμες. Και αυτό που έφερε τόσους ανθρώπους στην κάλπη την Κυριακή δεν ήταν η διάθεση να υποστηρίξουν κάποιον από τους εννέα, όχι ιδιαίτερα συναρπαστικούς, υποψηφίους. Ήταν η διάθεση να υποστηρίξουν την ιδέα της δημιουργίας ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, που θα συνενώνει τους διάσπαρτους του κέντρου και θα στέκει πειστικά εκτός και απέναντι στην πόλωση του μικρού δικομματισμού ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτήν την άποψη, και της Φώφης Γεννηματά τα υψηλά ποσοστά μπορούν να ερμηνευθούν αφ΄ ενός ως επιβράβευση της πρωτοβουλίας της, χάρη στην οποία άνοιξαν οι διαδικασίες ίδρυσης του νέου κόμματος. Και αφ' ετέρου ως επιβράβευση της «ούτε-ούτε» απάντησης που έδινε κάθε φορά που ετίθετο το ερώτημα: «και μετά, με ποιον θα πάτε; με τον Αλέξη ή με τον Κυριάκο;».
Όσοι υποστήριξαν ότι η συμμετοχή σ αυτές τις παράξενες εκλογές έχει μια σημασία που υπερβαίνει τους υποψηφίους που διεκδίκησαν ψήφο ή την υπό ίδρυση παράταξη, έχουν δίκιο. Απέναντι στην απογοήτευση από την Πολιτική και την αποστροφή προς τους πολιτικούς, που από το 2010 τρώει σαν σαράκι τα σωθικά της δημοκρατίας, απέναντι και στην απελπισμένη αποστράτευση που έγινε, μετά το καλοκαίρι του '15, το κυρίαρχο κλίμα στην χώρα, η υψηλή συμμετοχή σε κάλπες (και μάλιστα σε κάλπες δίχως υψηλό διακύβευμα) είναι ένα καλό σημάδι. Ένα σημάδι αντοχής των υλικών της Δημοκρατίας, μετά από τον σεισμό και τους μετασεισμούς του, επτά χρόνια τώρα.
So far so good. Αλλά αν κερδήθηκε το πρώτο στοίχημα, τα στοιχήματα συνεχίζονται. Και δυσκολεύουν. Πολλοί λένε ότι το επόμενο στοίχημα είναι η διατήρηση της ενότητας- να παραμείνουν δηλαδή στο εγχείρημα και να τους δοθεί από τον νικητή (νικήτρια) χώρος να σταθούν και να κινηθούν, οι ηττημένοι της διαδικασίας. Στοίχημα είναι, επίσης, η οργανωτική συγκρότηση του νέου πολιτικού φορέα να πείθει πως πρόκειται για κάτι νέο κι όχι απλώς για μια ακόμη μετονομασία του ΠΑΣΟΚ. Στοίχημα και η αποτελεσματική υπεράσπιση της αυτονομίας του νέου πολιτικού υποκειμένου απέναντι στους όμορους πολιτικούς χώρους που θα δοκιμάσουν, ίσως, να το πνίξουν με την «αγάπη» τους. Όλα αυτά είναι σωστά και σημαντικά. Αλλά το αληθινό στοίχημα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι άλλο.
Στα χρόνια της κρίσης, η ελληνική κοινωνία έπαθε πολλά αλλά κάτι έμαθε. Υπάρχει διάχυτη μια κατακτημένη πια, πικρή σοφία, μια νέα αυτογνωσία. Την διαπιστώνει κανείς στις συζητήσεις αλλά και στον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους ή που σχεδιάζουν το μέλλον τους οι νεότεροι άνθρωποι. Μια χώρα που, ως το 2008 υπνοβατούσε ανέμελη προς την καταστροφή, έμαθε- δια πυρός και σιδήρου- από τα παθήματά της. Αλλά αυτή η κατακτημένη σοφία, αυτή η αυτογνωσία που έφερε η κρίση, αν σώζεται διάσπαρτη στου καθενός το προσωπικό ή οικογενειακό εικονοστάσιο, δεν έχει κωδικοποιηθεί σε πρόγραμμα, σε σώμα ιδεών, σε σχέδιο για την επόμενη, μετά την κρίση εποχή.
'Η, λοιπόν, ένας νέος πολιτικός φορέας θα εκφράσει όσα πικρά μας έμαθε η κρίση και θα τα μετασχηματίσει σε πειστικό, κατανοητό πρόγραμμα. Ή ο λόγος ύπαρξής του θα περιορίζεται σε ασκήσεις πολιτικής γεωμετρίας (αριστερά-κέντρο-δεξιά) μικρού χρονικού ορίζοντα και περιορισμένης σημασίας.