«Η Ελλάδα σιωπηλά κάνει πίσω στις μεταρρυθμίσεις» τιτλοφορείται δημοσίευμα του Bloomberg, όπου εκφράζεται η άποψη πως οι επενδυτές στις αγορές θα έπρεπε να περιορίσουν την αισιοδοξία τους, καθώς η επιστροφή της χώρας μας στις αγορές και η οικονομική της ανάκαμψη πιθανότατα θα είναι ανώμαλες και αργές- «ειδικά εάν συνεχίζει να καθυστερεί σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις».
Η ανάπτυξη της Ελλάδας φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί σε χαμηλό βαθμό- κάποιοι το εκλαμβάνουν αυτό ως σημάδι εξομάλυνσης, σημειώνεται σχετικά. Ωστόσο, «το πρόβλημα με αυτή την αισιοδοξία είναι πως δεν είναι ξεκάθαρο από πού θα έρθουν οι μελλοντικές “ατμομηχανές” της ανάπτυξης. Η κατανάλωση των νοικοκυριών έχει ανακάμψει κάπως, αλλά με μια μέση ανάπτυξη 0,65% το 2017, παραμένει αδύναμη, από κάθε άποψη. Και με επιπλέον αυξήσεις φόρων και περικοπές συντάξεων, είναι δύσκολο να δει κανείς περιθώρια επιπλέον επιτάχυνσης».
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, η κυβέρνηση σιωπηλά φαίνεται να έχει κάνει πίσω σε σημαντικές προσπάθειες μεταρρυθμίσεων, όπως η ιδιωτικοποίηση σημαντικών βιομηχανιών, ενώ ούτε οι επενδύσεις δείχνουν ιδιαίτερα θετικά σημάδια. «Τα περισσότερα κεφάλαια για επενδύσεις προέρχονται από την ΕΕ αυτή τη στιγμή, ένα ολοένα μεταβαλλόμενο φορολογικό περιβάλλον και η αδυναμία στην εσωτερική ζήτηση εν μέρει περιορίζουν τη διάθεση των εξωτερικών επενδυτών».
Στη συνέχεια του κειμένου γίνεται λόγος για έλλειψη σαφήνειας και διαφάνειας ως προς την ελάφρυνση χρέους. «Τα κόστη δανεισμού θα καθορίσουν τι είδους ελάφρυνση χρέους λαμβάνει η Ελλάδα από τους δανειστές της. Οι προοπτικές δεν φαντάζουν θετικές. Η Ευρώπη είναι μάλλον απίθανο να συμφωνήσει σε σημαντική “συγχώρεση” χρέους, καθώς θα θέλει να διασφαλίσει πως ο υπερ-δανεισμός της Ελλάδας δεν θα επαναληφθεί αλλού στην Ευρωζώνη. Με ποσοστό χρέους προς το ΑΕΠ 176%, και λίγες προοπτικές για επιτάχυνση ανάπτυξης ή υγιείς ροές κεφαλαίων, η επένδυση στην Ελλάδα είναι για πολύ ριψοκίνδυνους».
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στις προσπάθειες για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων της Ελλάδας, κάνοντας λόγο για θετικές ενδείξεις (συγκεκριμένα για τη δημιουργία μιας «κακής τράπεζας»). Ωστόσο, σημειώνεται πως, παρά την όποια πρόοδο στα «κόκκινα» δάνεια και τους δημοσιονομικούς στόχους, οι πελατειακές τάσεις αποτελούν ακόμα χαρακτηριστικό της πολιτικής στην Ελλάδα, ενώ δεν φαίνεται να έχουν υπάρξει και αποτελέσματα όσον αφορά στη μείωση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς. «Για την ακρίβεια, η ελληνική “μαύρη” οικονομία, η οικονομική δραστηριότητα που κρύβεται από τις αρχές για την αποφυγή φόρων και γραφειοκρατίας, έχει ανέβει στο 27% του ΑΕΠ της, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ».
Ως προς τη στάση της αντιπολίτευσης, γίνεται αναφορά στις εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη περί αναδιάρθρωσης των «κόκκινων» δανείων, περιορισμού των εταιρικών φόρων και μείωσης της γραφειοκρατίας για τους ξένους επενδυτές, καθώς και για «λιγότερο κράτος». Αυτά, όπως σημειώνεται, θα ήταν καλές εξελίξεις, ωστόσο η προοπτική νέων εκλογών θα μπορούσε να σημάνει μεγαλύτερη αβεβαιότητα και να θέσει περαιτέρω σε κίνδυνο την ανάπτυξη.
«Για να αλλάξει τον δρόμο της, η Ελλάδα πρέπει να απομακρυνθεί από την, τροφοδοτούμενη με χρέος, κατανάλωση. Η πρόσφατη ενίσχυση των εισαγωγών προκαλεί προβληματισμούς, από αυτή την άποψη. Η προώθηση του κατασκευαστικού τομέα και άλλων τομέων υψηλής προστιθέμενης αξίας θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως επείγον θέμα. Η εμπειρία έχει δείξει ότι η επανεκκίνηση του τραπεζικού δανεισμού είναι κρίσιμη για αυτό, καθιστώντας σημαντική την “κακή τράπεζα” της Ελλάδας».
Όπως καταλήγει το δημοσίευμα, «εάν η Ελλάδα βγει από το μνημόνιο σε λίγους μήνες, θα πρέπει να αντιμετωπίσει παραπαίουσα ανάπτυξη, να αναδομήσει το τραπεζικό της σύστημα και να αναζωογονήσει μια ατζέντα μεταρρυθμίσεων που εκριζώνει τον δημόσιο τομέα της χάριν μιας πιο ανταγωνιστικής οικονομίας, ωθούμενης από επενδύσεις και εμπόριο αντί για κρατικές δαπάνες και βοήθεια από την ΕΕ. Ελλείψει αυτών, θα αντιμετωπίσει δυσμενείς συνθήκες χρηματοδότησης και, ίσως ακόμη χειρότερα, άλλη μια χαμένη δεκαετία».