Την Κυριακή 25 Ιουλίου του 1965, ανέβηκε στη σκηνή του Newport ντυμένος στα μαύρα. Μόλις την προηγούμενη ημέρα παίζοντας μόνος με την ακουστική του κιθάρα είχε γνωρίσει την αποθέωση. Αυτή η φορά όμως ήταν διαφορετική. Μαζί του στη σκηνή οι Paul Butterfield Blues Band, ένα ηλεκτρικό blues σχήμα, και - ω, τι ιεροσυλία! - ο ίδιος να κρατάει ηλεκτρική κιθάρα! Το αγαπημένο παιδί της folk, ο Μεσσίας που θα έφερνε τη λύτρωση και θα οδηγούσε το λαό του στην κάθαρση μετατρέπεται σε Ιούδα, κολασμένο προδότη και αποδιοπομπαίο τράγο. Και ανάμεσα σε όλα αυτά ... εγένετο rock!
Το rock ξεκίνησε όταν ο Dylan έβαλε την κιθάρα του στο βύσμα και ο τρόπος που αυτό έγινε στιγμάτισε για πάντα και τους δύο.
Working Class Hero: Folk κίνημα και πολιτικός ακτιβισμός
Ο Robert Allen Zimmerman γεννήθηκε στη Μινεσότα όπου και για πρώτη φορά ασχολήθηκε με τη μουσική παίζοντας φασαριόζικο rock n roll στα λυκειακά του χρόνια. Η εγγραφή του όμως στο Πανεπιστήμιο σήμανε ταυτόχρονα και την πρώτη του επαφή με την Αμερικανική folk μουσική. Όπως θα δηλώσει ο ίδιος, στη folk βρήκε το συναισθηματισμό και τον ρεαλιστικό λόγο που έψαχνε απέναντι στο ρομαντισμό και την εφηβική ανεμελιά του rock n roll. Βρισκόμαστε κάπου στο 1960, ο Elvis αποτελεί το πρότυπο του καλού πατριώτη επιστρέφοντας από την στρατιωτική θητεία του, ο Little Richard είχε ήδη αποσυρθεί, ο Jerry Lee Lewis έχει τεθεί στο περιθώριο. Το rock n roll έχει ήδη πάψει να είναι επικίνδυνο. Αντίθετα ο Johnny Cash, o Woodie Guthrie, ο Pete Seeger και οι απόγονοί τους σε ένα εκρηκτικό μείγμα απλής και άμεσης folk μουσικής με εργατικό προσανατολισμό και πολιτικούς στίχους συγκινούν το νεαρό Robert. Πολλά είναι τα παραδείγματα σύμπλευσης των folk μουσικών με τα κινήματα υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων και κατά των φυλετικών διακρίσεων, περίφημη είναι η κιθάρα του Guthrie όπου είχε μόνιμα πάνω της την επιγραφή «This Machine Kills Fascists» ή ο συνδικαλιστικός ύμνος όλων των εργατών της Αμερικής «Which Side Are You On? του Pete Seeger (πολύ αργότερα το ίδιο τραγούδι θα γίνει, σε σύγχρονη διασκευή, υπόκρουση σε διαφήμιση ποτού).
Το μόνο που άφησε στον Bob το πανεπιστήμιο ήταν η αγάπη του για την ποίηση και ιδιαίτερα τον Dylan Thomas. Προς τιμή του υιοθετεί το Dylan για επώνυμό του ενώ αποφασίζει να παρατήσει τις σπουδές του και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική περιοδεύοντας σε πόλεις όπου το folk κίνημα ήταν ισχυρό. Η περιπλάνησή του θα τον φέρει στη Νέα Υόρκη όπου από τη folk σκηνή του Greenwich Village θα βρεθεί με δισκογραφικό συμβόλαιο στην Columbia υπό την προστασία του John Hammond και του Johnny Cash.
Και ενώ ο πρώτος ομώνυμος δίσκος του έδειχνε κάποια σημάδια της προσωπικότητάς του, ήταν ο δεύτερος με τον τίτλο «The Freewheelin Bob Dylan» που έδειξε που θα μπορούσε να πάει τη μουσική ως τέχνη ο μόλις 22χρονος Dylan. Οι συνθετικές του ικανότητες θα αποδειχθούν με τη δημιουργία των αυτοστιγμεί κλασικών «Blowin' In The Wind», «A Hard Rain's A-Gonna Fall», «Don't Think Twice It's All Right». Αυτό όμως που προκάλεσε εντύπωση ήταν η στιχουργική ωριμότητα και η ποιητική του έκφραση. Χρησιμοποιώντας συχνά τη δομή των talking blues, με την κιθάρα να κρατάει μονότονα το ρυθμό, απαγγέλλει τραγουδιστά σκληρούς και επαναστατικούς στίχους.
Κατηγορήθηκε ότι είχε τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο και δεν το έκανε, ότι τη στιγμή που το αντιπολεμικό και αριστερό κίνημα φούντωσε τόσο στην Αμερική και όσο παγκόσμια ο ίδιος επέλεξε να κρατήσει τη σιωπή του, ότι πρόδωσε τις ιδέες του και τώρα έχει γίνει από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές του κατεστημένου.
Μετά την κυκλοφορία του συγκεκριμένου δίσκου ο Dylan αναδείχτηκε στην κυρίαρχη μορφή του νέο-folk κινήματος. Με τη βοήθεια της μούσας του, της ακτιβίστριας -τραγουδίστριας Joan Baez, που είχε ήδη ένα αναγνωρίσιμο όνομα στο χώρο της folk, αύξησε τη φήμη του αλλά κυρίως την πολιτική του συνείδηση και δράση.
Η ηγετική του θέση ανάμεσα στους ομοίους του αποκρυσταλλώθηκε στο «The Times They Are-A-Changing», το ομώνυμο κομμάτι του οποίου έγινε ο ύμνος μιας ολόκληρης γενιάς που ετοιμαζόταν για εξέγερση και έβλεπε στο πρόσωπό του την έκφραση των δικών της προβληματισμών. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τραγούδια του είχαν ήδη αρχίσει να διασκευάζονται από διαφορετικά είδη μουσικών και από τις δύο όχθες του Ατλαντικού.
Από τα στοιχεία που είναι άξια θαυμασμού στις συνθέσεις του είναι η ευθύτητα και το θράσος με τα οποία δεν δίσταζε να αγγίξει ακόμα και θέματα ταμπού για την Δυτική κοινωνία. Και ενώ πολλά από τα γεγονότα που σχολίαζε φαίνονται εφήμερα και εποχικά, η οξυδέρκειά του να εντοπίζει την ουσία διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές, αλλά και οι ποιητικές δομές που χρησιμοποιεί, προσδίδουν στα τραγούδια του την απαραίτητη διαχρονικότητα. Την οπτική αυτή αντικατοπτρίζουν τραγούδια όπως το «With God On Our Side» που σχολιάζει καυστικά τον χριστιανικό φονταμενταλισμό της Αμερικής με σαρκαστικούς και χιουμοριστικούς στίχους, ιδιότητα που με τα χρόνια έγινε σήμα κατατεθέν του Dylan.
Ο επόμενος δίσκος του με τίτλο «Another Side Of Bob Dylan» σήμανε και την αρχή του τέλους για το ρόλο του folk τραγουδοποιού. Έχοντας εγκλωβιστεί σε μία εικόνα που δημιούργησε τόσο ο ίδιος όσο και η ανάγκη ενός κοινού να βρει έναν γνήσιο εκφραστή του, άρχισε να ασφυκτιά καλλιτεχνικά και να αναζητεί νέους τρόπους έκφρασης. Αυτό θα γίνει εν μέρει φανερό σε αυτό το δίσκο αλλά τίποτα δεν προετοίμαζε για την καταιγίδα που ερχόταν.
Μέσα σε τρία χρόνια ο Dylan ανέβασε τη νέο-folk μουσική σε επίπεδα δημοτικότητας που ποτέ ξανά δε θα έφτανε. Παρά το γεγονός ότι δε διαμόρφωσε το χαρακτήρα της (αυτό είχε ήδη γίνει από τους πρωτομάστορες του είδους) ο Dylan αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα που την έβγαλε από το παρασκήνιο. Αν η στιγμή ήταν η κατάλληλη και αυτός ο σωστός άνθρωπος, ή υπήρξε μια από τις προσωπικότητες που από μόνες τους μπορούν να αλλάξουν την Ιστορία, παραμένει στην κρίση του καθένα. Κατά πάσα πιθανότητα ισχύουν ταυτόχρονα και τα δύο. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός όμως είναι ότι δοξάστηκε από τους πιστούς του σαν ένας νέος επαναστάτης ποιητής, από μία γενιά που ακόμα έπλαθε τους δικούς της ήρωες και πίστευε πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. O ίδιος όμως είχε σκοπό πρώτα να αλλάξει τη μουσική.
Ηλεκτρισμός και αλλαγή πλεύσης
Το 1965 ο δίσκος που θα κυκλοφορήσει με τον τίτλο «Bringing It All Back Home» έχει μία ιδιαιτερότητα. Είναι κατά το ήμισυ ακουστικός και κατά το ήμισυ ηλεκτρικός. Ξεπερνά τη φαντασία η έκπληξη που πρέπει να κυρίευσε τον ανυποψίαστο οπαδό της folk όταν άκουσε το εναρκτήριο «Subterranean Homesick Blues». Ακόμα και οι ακουστικές στιγμές της δεύτερης πλευράς έχουν πλέον απομακρυνθεί από την folk αισθητική δείχνοντας να έχουν μεγαλύτερη συγγένεια με τα ηλεκτρικά τραγούδια της πρώτης πλευράς.
Η περιοδεία του 1965 θα είναι επεισοδιακή αφού σε πολλές από τις παραστάσεις του η υποδοχή που τον περίμενε ήταν αναμφισβήτητα αρνητική. Όμως ο Dylan δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να κάψει τις γέφυρες με το παρελθόν του. Δημιουργώντας τον ήχο που θα στηρίξει το rock για τις επόμενες δεκαετίες επέμενε στον ηλεκτρισμό και μάλιστα την ίδια χρονιά εκδίδει το single με το σημαντικότερο ίσως τραγούδι στην ιστορία του rock το «Like A Rolling Stone». Αυτό αποτέλεσε και την ταφόπλακα στην υπόθεση Dylan και folk κίνημα.
Με τους επόμενους δίσκους «Highway 61 Revisited» και «Blonde On Blonde» εδραιώνει τη νέα του σχέση με το κοινό και επαναπροσδιορίζει τους στόχους του. Είναι φανερή πλέον η προσπάθειά του να συνθέσει μουσική και όχι να τη χρησιμοποιήσει ως μέσο για την έκφραση απόψεων δικών του, πολλώ δε μάλλον να αντιπροσωπεύσει τους οπαδούς του. Ο πολιτικός Dylan δίνει τη θέση του στον καλλιτέχνη Dylan και η απήχηση που έχει η καινούργια του persona θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Η τριλογία αυτή αποτελεί τη σημαντικότερη αλληλουχία δίσκων στην ιστορία της μουσικής, με την αδιαμφισβήτητη ποιότητα των ηχογραφήσεων αλλά και το αντίκτυπο που προκάλεσαν να είναι αξιοσημείωτες. Αν το 1964 τον έβρισκε ως αστέρα της folk και πολλά υποσχόμενο νεαρό συνθέτη, το 1966 τον ανέδειξε πλέον ως το σημαντικότερο rock καλλιτέχνη της Αμερικής και μαζί με Beatles και Rolling Stones αποτελούσαν την Αγία Τριάδα του είδους.
Η απομόνωση και το νέο ξεκίνημα
Εν τω μεταξύ οι καιροί είχαν όντως αλλάξει... Η μουσική και το νεανικό κοινό της είχαν αποδειχθεί χρυσωρυχεία για τις δισκογραφικές και τους λοιπούς παρατρεχάμενους. Ο Dylan είναι από τους πρώτους που βιώνει την πίεση της δημοτικότητας και την αλλοίωση που προκαλεί στην αυθόρμητη καλλιτεχνική έκφραση. Πολύ βολικά για τον ίδιο, το 1966 γίνεται το θύμα ενός, διαβόητου πλέον, ατυχήματος με τη μοτοσικλέτα του το οποίο ακόμα καλύπτεται από μυστήριο ως προς τις συνθήκες και τη σοβαρότητά του. Το γεγονός αυτό προσφέρει στον Dylan την ευκαιρία που έψαχνε για ηρεμία και ενδοσκόπηση. Αποτραβιέται από τη δημοσιότητα και εσώκλειστος στο "Big Pink", το σπίτι στο οποίο έμενε με τους Band, εισέρχεται σε μία από τις δημιουργικότερες φάσεις της ζωής του. Συνθέτει και ηχογραφεί μανιωδώς ζώντας σε μία κατάσταση σχεδόν κοινόβιου και χωρίς άμεσο στόχο τη δημοσιοποίηση του αποτελέσματος.
Δεκαοκτώ μήνες μένει εκτός κάθε είδους επαφής με το κοινό, διάστημα που τότε φάνταζε εξωπραγματικό και ήταν ικανό να καταστρέψει διαπαντός μία καριέρα. Όταν πλέον θα βγει από την απομόνωσή του, ο κόσμος ήταν διαφορετικός. Δεν κρέμεται πια από τα χείλη του και η μουσική που ο ίδιος σε ένα βαθμό όρισε έχει εξαπλωθεί σε τεράστιες διαστάσεις. Το «καλοκαίρι της αγάπης» έχει μόλις περάσει, η αίσθηση εφορίας είναι διάχυτη αλλά για τον Dylan τα 60's δείχνουν να έχουν ήδη τελειώσει. Μακριά από το κλίμα της εποχής, επιστρέφει στο Nashville όπου ηχογραφεί το εξαιρετικό «John Wesley Harding» που σηματοδοτεί την επανένταξή του στο μουσικό γίγνεσθαι.
Μία αποτίμηση
Από το σημείο αυτό και μέχρι πρόσφατα θα ηχογραφήσει αρκετούς ακόμα εξαιρετικούς δίσκους και πολλά κλασικά τραγούδια. Θα ασχοληθεί με τη θρησκεία, τον κινηματογράφο, θα περιοδεύσει ασταμάτητα, θα κερδίσει βραβείο Όσκαρ, θα είναι υποψήφιος για Νόμπελ, θα πρωταγωνιστήσει σε διαφημίσεις. Ο Dylan όμως ως ριζοσπάστης καλλιτέχνης δε θα επιστρέψει ποτέ. Κατηγορήθηκε ότι είχε τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο και δεν το έκανε, ότι τη στιγμή που το αντιπολεμικό και αριστερό κίνημα φούντωσε τόσο στην Αμερική και όσο παγκόσμια ο ίδιος επέλεξε να κρατήσει τη σιωπή του, ότι πρόδωσε τις ιδέες του και τώρα έχει γίνει από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές του κατεστημένου.
Αν και όλα αυτά περιέχουν μεγάλες δόσεις αλήθειας ο αντίλογος λέει πως ο Dylan ήταν ένας έφηβος που εξέφρασε την αγωνία της γενιάς του με τον τρόπο που κανένας άλλος δεν κατάφερε να κάνει. Το παράδοξο είναι ότι η συνεισφορά του ήταν πιο αποτελεσματική όταν άφησε κατά μέρους τον αυστηρά πολιτικό λόγο και δοκίμασε να αλλάξει την οπτική του κοινού μέσω της τέχνης. Ο folk τραγουδοποιός δε θα κατάφερνε ίσως ποτέ να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια του «διαμαρτύρομαι» πόσο μάλιστα όταν δεν είχε ενταχθεί πουθενά ιδεολογικά. Αντίθετα ως καλλιτέχνης-δημιουργός χαράζει νέα όρια και δεν είναι υπερβολή ότι το όραμά του μαζί με την κληρονομιά των beat λογοτεχνών ήταν αυτό που στοιχειοθέτησε την κουλτούρα της νεολαίας των 60's σε ότι έχει να κάνει με τους τρόπους έκφρασης της.
Έγινε σύμβολο όταν το μόνο που επιθυμούσε ήταν να γίνει μουσικός, τον αποκαλέσανε προφήτη όταν το μόνο που επιδίωκε ήταν να πει τα πράγματα όπως τα έβλεπε. Προκειμένου να μη γίνει μία καρικατούρα του εαυτού του και να μην αφήσει τα στερεότυπα να φθείρουν την εικόνα του, προτίμησε ο ίδιος να την αποδομήσει. Ο μύθος και η αλήθεια μπλέκουν συχνά γύρω από το πρόσωπο του Bob Dylan αλλά όταν η σκόνη πέφτει και μένει η ουσία, προκύπτει η εικόνα του μουσικού που ενσωμάτωσε στον καλύτερο βαθμό τις ευαισθησίες της εποχής του και τις αναπαρήγαγε με τρόπο τέτοιο ώστε να μπορεί να περηφανευτεί ότι ακόμα και αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να τον εφεύρουμε.
Του Κώστα Σακκαλή
Αναδημοσίευση από το rocking.gr