Όταν αναλύουμε ή τοποθετούμαστε για γεγονότα βαθύτατων γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών προεκτάσεων όπως το Brexit, χρήζει να γνωρίζουμε ότι το παρελθόν και το μέλλον συνδέονται με διαχρονικούς στρατηγικούς σκοπούς των δυνάμεων εκείνων οι οποίες διαθέτουν κρατικά επιτελεία, στρατηγικό σχεδιασμό και σταθμίσεις και εκτιμήσεις για το πώς εξελίσσονται οι τάσεις στην διεθνή πολιτική τα επόμενα χρόνια ή ακόμη και τις επόμενες δεκαετίες. Προεξάρχει η σωστή γι’ αυτούς στρατηγική που εκπληρώνει τα ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα. Τα κριτήρια που εισρέουν και διαμορφώνουν τις στρατηγικές αποφάσεις είναι οι ανακατανομές ισχύος σε πλανητικό και περιφερειακό επίπεδο, οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί κυρίως πάνω στην Περίμετρο της Ευρασίας, η ισχύς των άλλων δυνάμεων και συντελεστές ισχύος που εξαντλούνται ή ανακαλύπτονται στα γεωπολιτικά πεδία τα οποία είναι πλούσια σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους. Στα επιτελεία καλά οργανωμένων κρατών δεν υπάρχουν οικουμενιστικά ιδεολογήματα που επηρεάζουν τις αποφάσεις παρά μόνο εκτιμήσεις για την οικεία ισχύ και την ισχύ των άλλων, καθώς επίσης για την εξέλιξη των στρατηγικών υποθέσεων πλανητικά και περιφερειακά. Είναι χαρακτηριστική η σοφή φράση του Παναγιώτη Κονδύλη στο εμβληματικό «Από τον 20 στον 21 αιώνα» όπου γράφει:
«όταν το αμερικανικό Πεντάγωνο καταρτίζει τους σχεδιασμούς του, που φθάνουν ήδη βαθιά μέσα στον 21ο αιώνα, δεν καλεί βέβαια ούτε τον Rawls ούτε τον Habermas ούτε άλλους ηθικοφιλοσόφους, προκειμένου να ακούσει και να ακολουθήσει τις συμβουλές τους».
Τα πολλά πρόσωπα μιας υπερδύναμης
Ποιες είναι λοιπόν οι εκτιμήσεις μας για το Brexit σε αναφορά με την Βρετανική στρατηγική από τον 16 αι. μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και από το 1945 μέχρι σήμερα όταν δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε η «ειδική σχέση» με ΗΠΑ-Μεγάλης Βρετανίας; Κατ’ αρχάς πολλοί στρατηγικοί σκοποί της Μεγάλης Βρετανίας (ΜΒ) και των ΗΠΑ –τα τελευταία χρόνια η Ουάσιγκτον απερίφραστα και έντονα ενθαρρύνει το Brexit– είναι αναπόφευκτα αθέατοι και κυρίως ως προς τους χειρισμούς και τις συναλλαγές στα παρασκήνια άγνωστοι. Μπορούμε εν τούτοις, για να φωτίσουμε πιθανούς σκοπούς και σκοπιμότητες του Brexit, να επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε συντομογραφικά την εξέλιξη της Βρετανικής και της Αμερικανικής στρατηγικής πριν και μετά το 1945 μέχρι και σήμερα.
Χρήζει να υπενθυμίσουμε ότι η ΜΒ επί αιώνες ήταν μια άνευ προηγουμένου πλανητική υπερδύναμη. Με τον τεράστιο στόλο της ήλεγχε την Περίμετρο της Ευρασίας και τις θάλασσες του πλανήτη συγκρατώντας τις ηπειρωτικές δυνάμεις στην ενδοχώρα της Ευρασίας και εγκαθιδρύοντας ένα τεράστιο αποικιακό σύστημα. Η ηπειρωτική στρατηγική αφορούσε την ηπειρωτική Ευρώπη. Με ναυτικούς αποκλεισμούς αποδυνάμωνε ή ενίσχυε εκείνες τις δυνάμεις που έκρινε σκόπιμο για να διατηρείται ισορροπία δυνάμεων πάνω στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Αποβίβασε στρατεύματα όταν ήταν απολύτως απαραίτητο για να ηττηθεί ο Ναπολέων και στην συνέχεια ο Χίτλερ.
Καθοριστική εξέλιξη που οδήγησε το Λονδίνο σε νέες στρατηγικές επιλογές μετά το 1945 που ακολουθεί μέχρι και σήμερα και που υποβόσκουν στην απόφαση του Brexit ήταν η συρρίκνωση της ισχύος της ΜΒ λόγω εθνικοαπελευθερωτικών αντί-αποικιακών αγώνων που την ανάγκασαν να κινηθεί προς τρεις συγκλίνοντες στρατηγικούς προσανατολισμούς. Υπογραμμίζουμε ότι η ΜΒ είναι ένα άρτια οργανωμένο κράτος ως προς την χάραξη και εκπλήρωση των στρατηγικών του επιλογών. Σήμερα γνωρίζουμε πως αφετηρία των νέων στρατηγικών προσανατολισμών δεν ήταν το 1945 αλλά οι προηγούμενες δεκαετίες του 1920 και 1930.
Κατά πρώτον, αποφάσισε να συνεχίσει να παρεμβαίνει ρυθμιστικά στην Ευρωπαϊκή ήπειρο όμως όχι ως μέλος της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά εκτός αυτής (Τσώρτσιλ 1946 και 1948: «Είμαστε μαζί σας αλλά όχι ένας από εσάς»). Ως εμπορικό εγχείρημα, εν τούτοις, το ενθάρρυνε, εξ ου και η δημιουργία της Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών στην περιφέρεια της ΕΟΚ για να υποδείξει τι ακριβώς επιδίωκε το Λονδίνο, δηλαδή μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών και τίποτα άλλο.
Δεύτερον, για να αποκτήσει «ετερόφωτη ισχύ» άρχισε να προετοιμάζει την ειδική αγγλοαμερικανική σχέση που συγκεκριμενοποιήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Την δεκαετία του 1930 ο Τσώρτσιλ την καλλιέργησε με πολλά κείμενα για τον «Αγγλοσαξονισμό». Στον τομέα της πυρηνικής ισχύος, παρά το ότι η ΜΒ πρωτοπορούσε, αποσκοπώντας στο να δημιουργήσει και βαθύνει μια ειδική σχέση συνεργάστηκε με τις ΗΠΑ. Βασικά «έκανε ότι μπορούσε» να σύρει την Αμερική στον παρεμβατισμό και να ταχθεί στο πλευρό των Συμμάχων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν οι ΗΠΑ αργοπορημένα μπήκαν στον πόλεμο έπεισε την Ουάσιγκτον να συνδράμει την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση κατά του Χίτλερ, κάτι κατά τα άλλα διόλου αυτονόητο.
Τρίτον, μετά τον πόλεμο η διπλωματική δεινότητα του Λονδίνου κορυφώθηκε. Ενώ στις ΗΠΑ οι ισχυρότερες τάσεις υποστήριζαν επάνοδο στον απομονωτισμό και ενώ στην Ευρώπη συζητούσαν την αδιέξοδη, όπως αποδείχθηκε, Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα / Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα (ΕΑΚ/ΕΠΚ) με κύριο σκοπό των υπολοίπων τον έλεγχο της Γερμανίας, το Λονδίνο κυριολεκτικά ανάπτυξε όργιο φανερών και αθέατων παρασκηνιακών πιέσεων πάνω στο Αμερικανικό πολιτικό σύστημα για να δημιουργηθεί η Ατλαντική Συμμαχία.
Ο αρχιτέκτονας της Ατλαντικής Συμμαχίας και ο ζήλος για τα πυρηνικά
Ο αρχιτέκτονας και διαμορφωτής της Ατλαντικής Συμμαχίας ήταν το Λονδίνο και η κρίση του Βερολίνου το 1948 απλά επιτάχυνε την αποδοχή της και την εγκαθίδρυσή της το 1949. Δεν επεκτεινόμαστε για να πούμε πολλά άλλα μεταγενέστερα. Για παράδειγμα, ανάλογες και αντίστοιχες παρασκηνιακές ενέργειες για να φέρει η Ουάσιγκτον πυρηνικά όπλα στην Ευρώπη (για να «δεθεί» στρατιωτικά καθότι η πιθανότητα πυρηνικού πολέμου ΗΠΑ-ΕΣΣΔ κρίθηκε ως πιο αποτρεπτική από τις 300.000 χιλιάδες Αμερικανικά στρατεύματα που εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη. Το Λονδίνο, σημειώνεται, ακολουθούσε αυτές τις στρατηγικές ενώ αρχικά τουλάχιστον και επανειλημμένα οι Γάλλοι εμφανίστηκαν πρόθυμοι να συνεργαστούν με το Λονδίνο στον πυρηνικό τομέα.
Το Λονδίνο επί δύο δεκαετίες απευθυνόταν στην διστακτική Ουάσιγκτον για συνεργασία στον πυρηνικό τομέα και αυτό κράτησε μέχρι και την υπογραφή της συμφωνίας του Nassau την δεκαετία του 1960 μετά την απόρριψη από την Γαλλία της Αμερικανικής πρότασης για την δημιουργία μιας υπό Αμερικανική ηγεσία πολυεθνικής ναυτικής πυρηνικής δύναμης που θα περιπολούσε στην Ατλαντική περίμετρο της Ευρώπης. Όρος βέβαια ήταν τα ευρωπαϊκά κράτη να μην αποκτήσουν ανεξάρτητες πυρηνικές δυνάμεις. Η απόρριψη της Αμερικανικής πρότασης από την Γαλλία και τα διαδοχικά βέτο του Ντε Γκολ για την ένταξη της ΜΒ στην ΕΟΚ οδήγησαν στην προαναφερθείσα συμφωνία του Nassau και στην επιτάχυνση του Γαλλικού πυρηνικού προγράμματος μαζί και την αποχώρηση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Η είσοδος στην ΕΟΚ
Σημειώνεται ότι το Λονδίνο επιδίωξε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα όταν η ΕΟΚ έδειχνε να πετυχαίνει οπότε όπως είπε το 1958 ο Μακμίλαν στον Ντε Γκολ (το αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο τελευταίος), ο λόγος που επιδίωκε ένταξη ήταν για α) να εμποδίσει στενότερη ενοποίηση και β) να εμποδίσει την υπερφαλάγγιση της ΜΒ από μια στενότερη σχέση των ηπειρωτικών δυνάμεων με τις ΗΠΑ. Ο Ντε Γκολ μάλιστα σημειώνει ότι κατεύνασε υποβόσκουσες απειλές του Λονδίνου για «άνευ ορίων αντίδραση». Σημειώνεται επίσης και υπογραμμίζεται –επειδή σήμερα αυτό το ζήτημα τίθεται πιο επιτακτικά–, ότι την περίοδο αυτή όλες οι συμφωνίες, όλες οι Συνθήκες και όλοι οι οργανισμοί των Δυτικών δυνάμεων ως κύριο και δεδηλωμένο σκοπό είχαν τον έλεγχο της διαιρεμένης τότε Γερμανίας, την ένταξη του Γενικού Επιτελείου της στην Ατλαντική Συμμαχία και την απαγόρευση κάθε σκέψης απόκτησης πυρηνικών όπλων από την Γερμανία.
Η ισχύς
Το Λονδίνο βασικά πέτυχε το μείζον. Ενώ η ισχύς της ΜΒ συρρικνώθηκε λόγω απώλειας των αποικιών –όπως ήδη αναφέρθηκε επιδίωκε «ετερόφωτη ισχύ–, με την ειδική σχέση με την Ουάσιγκτον
α) μετά το 1947-49 μέχρι και σήμερα κατάφερε να γίνει ο κυριότερος «στρατηγικός σύμβουλος» των ΗΠΑ, βασικά όταν η τελευταία πήρε την σκυτάλη της παρεμβατικής στρατηγικής ως η νέα πλέον μεγάλη ηγέτιδα ναυτική δύναμη και
β) κατάφερε να συνεχίσει να ασκεί στρατηγικό ρόλο παρά το γεγονός ότι ήταν, πλέον, μεσαία δύναμη.
Οι επιτυχίες αυτές που και σήμερα είναι επί τάπητος ως στρατηγικός σκοπός του Λονδίνου δεν εκπληρώθηκαν τυχαία: Έξυπνα το ΗΒ διαιώνισε τις πανίσχυρες δομές στρατηγικού σχεδιασμού και στρατηγικών αποφάσεων που επί αιώνες ανάπτυσσε ως πανίσχυρη ναυτική δύναμη που ήλεγχε, βασικά, όλο σχεδόν τον πλανήτη. Όπως συνηθίζουμε να λέμε κάποιοι και εδώ στην Ελλάδα, το Λονδίνο κατανόησε ότι το «ανθρώπινο δυναμικό είναι φτηνό», με την έννοια ότι η δαπάνη για την στελέχωση των κρατικών επιτελικών θεσμών με εκατοντάδες ή και χιλιάδες «άριστους των αρίστων» κάθε τομέα είναι συγκριτικά με άλλες δαπάνες μηδαμινή.
Για λόγους που δεν ερμηνεύονται η Ελλάδα δεν προχώρησε σε δημιουργία κρατικών επιτελείων τέτοιας εμβέλειας με αποτέλεσμα να μην σχεδιάζει, να μην μπορεί να εκτιμά δεόντως και να σταθμίζει ορθολογιστικά τις διεθνείς εξελίξεις και κατά συνέπεια να προσκολληθεί στην αντίληψη «ανήκουμε στις Δυτικές συμμαχίες» αντί του «είμαστε ενταγμένοι ισότιμα και διεξάγουμε συναλλαγές με όρους εθνικών συμφερόντων». Το αποτέλεσμα ήταν ότι διαχρονικά το κράτος επηρεάζεται από μη κρατικούς δρώντες. Μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες μη κρατικοί δρώντες με εξωτερικές διασυνδέσεις καταπολέμησαν στοιχειώδεις στρατηγικές στάσεις και αποφάσεις όπως η αποτρεπτική στρατηγική στο Αιγαίο, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος και η πλήρης εφαρμογή των προνοιών του διεθνούς δικαίου για την θάλασσα στο Αιγαίο.
Με τους όρους του Λονδίνου
Η ένταξη της ΜΒ στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όταν αποχώρησε ο Ντε Γκολ λογικότατα εκτυλίχθηκε με όρους που διαχρονικά έθετε το Λονδίνο:
α) Περιορισμό κάθε ευρωπαϊκής αμυντικής προσπάθειας εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας (Θάτσερ: «όριο ο ουρανός για ευρωπαϊκή άμυνα αλλά τα όρια του ουρανού είναι οι αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες του ΝΑΤΟ»).
β) Αυτή η θέση αντανακλάστηκε στην απόφαση του 1996 όπου συνέτειναν και οι Γάλλοι αφού έγιναν δεκτοί ως επίσημο πλέον μέλος της ομάδας των πυρηνικών δυνάμεων.
Προστίθεται ότι αναμφίβολα τίποτα δεν εμποδίζει τα Ευρωπαϊκά κράτη να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη και να χρηματοδοτήσουν μια ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Άμυνα, πλην όπως πολύ καλά διδάσκει στοιχειώδεις γνώση για τα ευρωστρατηγικά, δύο παράγοντες λειτουργούν δραστικά ανασταλτικά:
Πρώτον, η χώρα που θα μπορούσε να σηκώσει μεγάλο μέρος των δαπανών είναι η Γερμανία την οποία όμως κανείς δεν επιθυμεί και κανείς δεν αποδέχεται να ασκεί ηγετικό ρόλο. Πόσοι γνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι Παρίσι και Λονδίνο συζητούσαν στρατιωτική συνεργασία σε αναφορά με την Γερμανική επανένωση ή ότι όταν όλοι απελπίστηκαν από τα τετελεσμένα της επανένωσης μετά την πτώση του τείχους η ΟΝΕ επιβλήθηκε «για να δεθεί η Γερμανία», όπως δήλωναν κάποιοι, με νομισματικά δεσμά»! Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο ανορθολογισμός της ΟΝΕ και το πόσο ευάλωτη είναι, αναφέρεται απλά ότι οι αντίπαλοι του Μάαστριχτ σωστά αντέτειναν ότι αυτό που πραγματικά έγινε είναι «να δεθεί ο Γερμανικός γίγαντας με κλωστές».
Δεύτερον, το Λονδίνο που δεν συμμετείχε στην ΟΝΕ αλλά και στην αλλαγή του ονόματος σε ΕΕ, επειδή ακριβώς διαθέτει στρατηγικά επιτελεία, είχε από τότε αρχίσει να κάνει σωστή διάγνωση των κραδασμών στις στρατηγικές σεισμικές πλάκες στα θεμέλια της Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τότε υπουργός εξωτερικών της ΜΒ έφυγε από το Συμβούλιο θυμωμένος όταν η ΕΟΚ μετονομάστηκε σε «Ευρωπαϊκή Ένωση» λέγοντας χαρακτηριστικά υποδηλώνοντας έτσι την Βρετανική στάση, «ονομάστε την όπως θέλετε αλλά ένωση δεν θα είναι». Το μείζον έκτοτε και αυτό βρίσκεται ως σημαίνων στρατηγικό δεδομένο στο τραπέζι των επιτελείων των μεγάλων δυνάμεων είναι το γεγονός ότι η επανένωση δημιούργησε ένα νέο στρατηγικό τετράγωνο Λονδίνο-Παρίσι-Βερολίνο-Μόσχα.
Οι τέσσερις ευρωπαϊκοί πόλοι ισχύος
Η σχέση Ρωσίας-Γερμανίας είναι το σημαντικότερο μελλοντικό στρατηγικό ζήτημα στο μέλλον και κανένας από όσους ασχολούνται σοβαρά με τα στρατηγικά της Ευρώπης δεν αγνοεί ότι όποτε στο παρελθόν Βερολίνο και Μόσχα συγκρούστηκαν ή συνεργάστηκαν οι προεκτάσεις για την Δύση ήταν βαθύτατες και αρνητικές. Συναφώς, δύο πράγματα συντρέχουν και δημιουργούν ένα πολύ ρευστό στρατηγικό πεδίο στην Ευρώπη, κάτι που το Λονδίνο αλλά και άλλα άρτια οργανωμένα κράτη γνωρίζουν και συνεκτιμούν δεόντως:
α) Το κύριο ζήτημα την δεκαετία του 1990 που οδήγησε στην διαιώνιση του ΝΑΤΟ παρά την διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας είναι επειδή οι Ευρωπαίοι το ζητούσαν επιτακτικά. Αυτό «για να σώσουν ξανά οι ΗΠΑ την Ευρώπη από τον εαυτό της», όπως χαρακτηριστικά υποδηλώνει η γνωστή και πολυσυζητημένη ρήση του Josef Joffe για τον ρόλο των ΗΠΑ στην στρατηγική σταθεροποίηση της Ευρώπης μετά το 1945 και την (προσωρινή έστω) αποδυνάμωση των διλημμάτων ασφαλείας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, κυρίως μεταξύ της Γερμανίας και των υπολοίπων. Η διαιώνιση του ΝΑΤΟ δεν ήταν χωρίς συνέπειες καθότι η ΕΕ έγινε βασικά βοηθητικό παρακολούθημα της επεμβατικής υπερεπέκτασης των ΗΠΑ την δεκαετία του 1990. Αυτές οι συμφωνίες και ρυθμίσεις, όμως, ήταν και είναι ευάλωτες και ρευστές.
β) Ενόσω απομακρυνόμαστε από τον Ψυχρό Πόλεμο το σκηνικό αλλάζει το ίδιο και οι Αμερικανικές προτεραιότητες οπότε όλα είναι ρευστά και υπό σχεδιασμό. Η ρήση του προέδρου Μακρόν πρόσφατα ότι «το ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρό» δεν είναι τυχαία, το ίδιο και το βέτο για ένταξη Βαλκανικών κρατών στην ΕΕ που επιθυμεί το Βερολίνο, καθώς επίσης και το ρητό και σημαντικό για την ανάγκη «επανέναρξης ενός στρατηγικού διαλόγου, χωρίς καθόλου αφέλειες, και που θα πάρει χρόνο, με την Ρωσία». Πολύ εύστοχα επίσης συνέχισε για να δηλώσει ότι: «Η Ρωσία δεν έχει άλλη εναλλακτική από μία σύμπραξη με την Ευρώπη, δήλωσε ο πρόεδρος της Γαλλίας, εκτιμώντας ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν θέλει να γίνει «ο βασάλος της Κίνας». Ως προς αυτό δεν έχουμε παρά να υπενθυμίσουμε τις συχνές δηλώσεις του στρατηγικού Ντε Γκολ για «μια Ευρώπη των Πατρίδων από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια».
Για να το πούμε καθαρά, είπε ότι η Ρωσία όπως όλοι γνωρίζουν είναι εγγενώς αντίπαλος της Κίνας, η προσέγγιση Ρωσίας-ΗΠΑ είναι αναμενόμενη εξέλιξη, η θέση της Ευρώπης βρίσκεται σε στρατηγικές Συμπληγάδες με τον ρόλο της Γερμανίας αδιευκρίνιστο, θολό, ασαφή και απροσδιόριστο.
Είναι η ΟΝΕ δυναμίτης για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση;
Αυτά, οφείλω να πω, είναι Αλφαβητάριο δευτεροετών της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής σε όποιο πανεπιστήμιο στην Ελλάδα διδάσκεται –ή ακόμη διδάσκεται;– το μείζον γνωστικό πεδίο της διπλωματίας και στρατηγικής των τριών ευρωπαϊκών δυνάμεων. Είναι μείζον, γιατί κανείς αγνοεί πολλά αν δεν γνωρίζει ότι η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι εξαρτημένη μεταβλητή των νέων στρατηγικών δεδομένων και κυρίως των αλλαγών των Αμερικανικών στρατηγικών προτεραιοτήτων των οποίων το Λονδίνο είναι και θα συνεχίσει να είναι ο κύριος σύμμαχος. Ότι επίσης η ΟΝΕ ήταν και είναι «ανορθολογικός δυναμίτης» στα θεμέλια της Ευρώπης και ότι αναμενόμενα δυνάμωσε ανεξέλεγκτα την Γερμανία σε βαθμό μάλιστα που ίσως να μην ήθελαν ούτε οι ίδιοι οι Γερμανοί.
Όπως όλοι ομολογούσαν προς το τέλος της δεκαετίας του 1990 συμπεριλαμβανομένου του Ντελόρ η πολιτική αυτή απέτυχε. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή κοινωνία και κοινωνικοπολιτικό σύστημα να ελέγξει την διανεμητική ισχύ των νομισματικών αποφάσεων με αποτέλεσμα να την επηρεάζουν τεχνοκράτες και διεθνικοί δρώντες. Παρενθετικά λέμε ότι αυτοί, μεταξύ άλλων, είναι οι λόγοι για τους οποίους εκφράστηκαν έγκαιρες πυκνές επιφυλάξεις για την άκαιρη και απροετοίμαστη ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, δηλαδή πρόωρα και πριν είναι σε θέση να αντέξει τον ελλειμματικά ρυθμισμένο ανταγωνισμό με αποτέλεσμα αναμενόμενα η Γερμανία να κυριαρχήσει και τα συγκριτικά οικονομικά αδύναμα κράτη όπως η Ελλάδα να πληγούν.
Brexit στην εποχή των μεγάλων γεωστρατηγικών ανακατατάξεων
Η απόφαση για Brexit που αναμφίβολα σχεδιάστηκε στα αθέατα κρατικά επιτελεία της ΜΒ και των ΗΠΑ, απορρέει από ένα ακόμη λόγο: Από την αναμενόμενη αλλαγή των Αμερικανικών στρατηγικών σκοπών επειδή τα στρατηγικά παίγνια είναι πλέον ευρύτερα πλανητικά και το κέντρο βάρους μετατοπίζεται Ανατολικά όπου αναδύονται νέες μεγάλες δυνάμεις που δυνητικά στο βάθος του 21 αιώνα θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν δραστικά την Αμερικανική στρατηγική πρωτοκαθεδρία. Οι εξελίξεις διεθνώς, πάντως, οδηγούν σε επιτάχυνση των αλλαγών των Αμερικανικών προτεραιοτήτων κάτι που το Λονδίνο γνωρίζει πολύ καλά και συνεκτιμά δεόντως.
Βασικά, ο Τραμπ απλά επιτάχυνε μια πολιτική πιο δραστικών ανακατατάξεων στις περιφερειακές ισορροπίες οι οποίες αφενός θα πληρούν πάγιους στρατηγικούς σκοπούς των ναυτικών δυνάμεων και αφετέρου θα δημιουργούν ένα πλανητικό modus vivendi νέων στρατηγικών ισορροπιών πλανητικά και περιφερειακά. Οι νέες ισορροπίες στο βάθος του ορίζοντα ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος πολλών μεγάλων δυνάμεων κατόχων πυρηνικών όπλων, συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο κλασικά στρατηγικά κριτήρια και παράγοντες αλλά και πολλά άλλα νέα ζητήματα στα πεδία
α) της οικονομίας,
β) των νέων πλουτοπαραγωγικών πόρων,
γ) των νέων περιφερειακών δυνάμεων,
δ) τις αλματώδεις τεχνολογικές εξελίξεις που επηρεάζουν την οικονομία αλλά και τους στρατιωτικούς συσχετισμούς και
ε) τεχνολογίες αιχμής με οτιδήποτε αυτό σημαίνει για τις στρατιωτικές ισορροπίες και βεβαίως στ) τα εμπορικά και νομισματικά ζητήματα τα οποία οι ΗΠΑ πλέον συνδέει ευθέως με την διατήρηση του ΝΑΤΟ και τις αμυντικές δαπάνες των μελών.
Καταληκτικά επισημαίνεται ότι το Λονδίνο λογικά δεν αποφάσισε τυχαία το Brexit. Παρά την ανάγκη μεγάλων προσαρμογών που εμπερικλείουν και πολλούς κινδύνους κυρίως στον οικονομικό τομέα, στην ΜΒ και κυρίως στο επίπεδο των κρατικών επιτελείων και των ηγετικών ελίτ, εκτιμήθηκε ότι είναι στρατηγικά ορθολογιστικό και σύμφωνο με τα Βρετανικά στρατηγικά συμφέροντα να επιδιωχθεί να βρεθεί η Βρετανία σε ευνοϊκή θέση σε μια νέα ιστορική φάση που οι στρατηγικές ανακατατάξεις επιταχύνονται. Στρατηγικών ανακατατάξεων, επαναλαμβάνεται, τόσο πλανητικά όσο και τοπικά και περιφερειακά συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης.
Μια μακροχρόνια σχέση
Κεντρικός σκοπός δεν μπορεί παρά να είναι να βρεθεί σε ευνοϊκή στρατηγική θέση αφενός για να εκπληρώσει τα μείζονα συμφέροντά του και αφετέρου για να επηρεάσει τις ΗΠΑ προς την κατεύθυνση αυτή. Κανείς θα πρέπει να συνεκτιμήσει δεόντως ότι το Brexit εκτελείται «χέρι-χέρι» της Ουάσιγκτον με το Λονδίνο και ότι αυτό σημαίνει πως αμφότερα τα κράτη κρίνουν πως τα συμφέρει να συνεχίσουν όπως γινόταν τις τελευταίες επτά δεκαετίες, δηλαδή να είναι στενοί συνεργάτες και συνεταίροι. Έξυπνα εξάλλου το Λονδίνο αποφάσισε να «κάνει όλα τα χατίρια» της Ουάσιγκτον επειδή γνωρίζει πως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να είναι το συντριπτικά ισχυρότερο κράτος του πλανήτη και ότι το συμφέρει να είναι με την πλευρά αυτού που αναπόδραστα θα διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στον επηρεασμό των νέων ισορροπιών ισχύος και συμφερόντων. Για όσους βέβαια βιαστούν να πουν ότι αυτό σημαίνει τυφλή υπακοή του Λονδίνου στην Ουάσιγκτον κάνουν λάθος γιατί οι συναλλαγές της ΜΒ με τις ΗΠΑ επί δεκαετίες ήταν διαρκείς και ενίοτε εν μέσω σκληρών αντιπαραθέσεων και ωμών συναλλαγών. Τέλος, μια μόνο λέξη για την Τουρκία και σε σχέση με τις αναφορές προηγουμένως για το «στρατηγικό τετράπολο της Ευρώπης», την Γερμανία, την Ρωσία, την Κίνα και άλλες αναδυόμενες δυνάμεις. Κάθε ενδιαφερόμενος και οπωσδήποτε όσοι κατέχουν θέσεις ευθύνη οφείλουν να κατανοήσουν επαρκώς τις εδραίες τυπολογίες των στρατηγικών επιλογών των ηγεμονικών δυνάμεων. Πολλά έπονται. Η άγνοια, η απάθεια και η ακινησία βλάπτει ενίοτε σε βαθμό αβάστακτο. Τα βιαστικά συμπεράσματα όπως για παράδειγμα τους Αμερικανικούς ελιγμούς αναφορικά με την Τουρκική εισβολή στην Τουρκία, δεν ωφελούν αλλά αντίθετα οδηγούν σε λανθασμένες εκτιμήσεις.
Υστερόγραφο.
Πολλά από τα πιο πάνω αναλύονται εκτενέστερα στο «Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία» ενώ αρχές του νέου έτους θα εξειδικευτούν στην επερχόμενη ανάλυση με προσωρινό τίτλο «Το Γερμανικό ζήτημα και οι υπό διαμόρφωση πλανητικές και ευρωπαϊκές στρατηγικές ισορροπίες».