Ο Constantine Papanicolaou είναι ένας πολίτης του κόσμου. Σκηνοθέτης, λάτρης της περιπέτειας, με Ελληνικές ρίζες και μια αγάπη για... τα χιόνια, όπως υποννοεί και η ονομασία του project του, «Frozen Ambrosia» («Παγωμένη Αμβροσία»). Τι κάνει επομένως στην Ελλάδα - τη χώρα του ήλιου και της θάλασσας;
Ο νεαρός Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϊ, σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και έγινε ευρέως γνωστός για το ντοκιμαντέρ του «Frozen Ambrosia», με κεντρικό θέμα τα ελληνικά βουνά κατά τη χειμερινή περίοδο, καθώς και τα χειμερινά σπορ όπως το σκι και το snowboard. Πριν τη δημιουργία του πρότζεκτ, το οποίο προβλήθηκε στο LA Greek Film Festival, ο Papanicolaou γνώρισε επιτυχία μέσα από διαφημιστικά , ενώ αυτό το διάστημα τα έργα του, εμπνέουν προσωπικά βιώματα.
Ο C. Papanicolaou μιλάει στη HuffPost Greece για την ιδέα πίσω από το δημοφιλές ντοκιμαντέρ, την παραγωγή ταινιών και την Ελλάδα ως πηγή έμπνευσης.
Ποιο ήταν το κίνητρο που σας ώθησε στη δημιουργία τoυ «Frozen Ambrosia»; Τι σας έκανε να συνειδητοποιήσετε ότι ήταν μια ιστορία που άξιζε να γίνει ντοκιμαντέρ;
Πρώτον, ο πατέρας μου είναι Έλληνας και η μητέρα μου Αμερικανίδα, έτσι είμαι μισός Έλληνας. Όταν ήμουν νέος όμως δεν μιλούσα καθόλου ελληνικά. Έψαχνα λοιπόν πως θα μπορούσα πραγματικά να συνδεθώ με την Ελλάδα και να μάθω τη γλώσσα, και η δημιουργία ενός τέτοιου project ήταν ένας πολύ καλός τρόπος. Επιπλέον, μου αρέσει πολύ το σκι, με το οποίο ασχολούμαι από τα 8 μου χρόνια. Οι παππούδες μου στις ΗΠΑ, ζούσαν σε ορεινές περιοχές και έτσι όταν τους επισκεπτόμουν πήγαινα για σκι, κάτι που με συνέπαιρνε ιδιαίτερα. Η θέληση του να μάθω να μιλάω ελληνικά και να συνδεθώ με την Ελλάδα, σε συνδυασμό με την αγάπη μου για το σκι, με προσδιόριζαν. Επιθυμούσα να έρθω και να εξερευνήσω αυτόν τον -λιγότερο γνωστό- κόσμο του χειμερινού σκι στην Ελλάδα. Το γύρισμα μιας ταινίας είναι μια καλή δικαιολογία για να συνεχίσω να το κάνω.
Μπορείτε να μας περιγράψετε τη διαδικασία παραγωγής του «Frozen Ambrosia»; Πόσα άτομα συμμετείχαν, πόσο καιρό διήρκησαν τα γυρίσματα και με τι κριτήριο επιλέξατε τα κατάλληλα μέρη για την ταινία;
Όταν αποφάσισα ότι ήθελα να γυρίσω μια ταινία, το ερώτημα ήταν ποιο θα ήταν το θέμα της. Τα τελευταία χρόνια τα ενδιαφέροντά μου περιστρέφεται γύρω από το ορειβατικό σκι (ορειβασία και εξερεύνηση των βουνών), οπότε όταν πήγα στην Ελλάδα για να γυρίσω την ταινία, στην πραγματικότητα δεν ήρθα να εξερευνήσω τους σκιέρ, αλλά και το ορειβατικό σκι. Από μικρός γνώριζα την ύπαρξη των χιονοδρομικών κέντρων στην Ελλάδα, οι φωτογραφίες όμως που βλέπεις σε αρκετές ταξιδιωτικές ιστοσελίδες είναι πραγματικά κατώτερες των περιστάσεων. Οποιοσδήποτε ασχολείται επαγγελματικά με το σκι, δεν πρόκειται να επισκεφτεί τα ελληνικά χιονοδρομικά κέντρα με βάση κάποια από τις πληροφορίες που βλέπει στο διαδίκτυο. Τότε, άρχισα να επικοινωνώ με ανθρώπους στο Facebook, Έλληνες σκιέρ που είχαν δει κάποια από τα βίντεο μου στο διαδίκτυο.
Δημοσίευαν φωτογραφίες κάνοντας ορειβατικό σκι, για παράδειγμα στον Όλυμπο. Αυτές οι φωτογραφίες ήταν εντελώς διαφορετικές, έδειχναν ιδιαίτερα άγρια, πανέμορφα και μεγάλα βουνά για σκι, το είδος των φωτογραφιών που όταν τις βλέπεις, σε συναρπάζουν. Η ιδέα ήρθε παρατηρώντας τις σελίδες τους στο Facebook. Υπάρχουν μερικά βουνά που δεν έχουν καμία σχέση με χιονοδρομικά κέντρα και το πρώτο από αυτά που επισκέφτηκα ήταν ο Όλυμπος. Εκεί συνάντησα ανθρώπους, με τη βοήθεια των οποίων άρχισε να υλοποιείται η ιδέα. Το επόμενο βήμα ήταν να έρθω σε επαφή με κόσμο από άλλες περιοχές όπως την Ήπειρο αλλά και κάποιους στην περιοχή της Ρούμελης ή και από την Κρήτη και κάπως έτσι «άνθισε» η πρόταση. Τελικά η ταινία μετατράπηκε σε μεγαλύτερο πρότζεκτ, γυρίστηκε σε όλη την Ελλάδα, κυρίως όμως στον Όλυμπο.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, για παράδειγμα σχετικά με τεχνικά ή οικονομικά ζητήματα;
Για μένα, το πρότζεκτ ήταν κάτι προσωπικό. Έτσι, δεν προσέλαβα κινηματογραφικό συνεργείο. Επισκέφτηκα αυτά τα μέρη ως δημοσιογράφος, αλλά αντί να έχω ένα τετράδιο για να κρατώ σημειώσεις, χρησιμοποιούσα τη βιντεοκάμερα για να κινηματογραφώ ό,τι έβλεπα. Έπαιρνα συνεντεύξεις από τα πρόσωπα, καθόμουν με τον καθένα και άρχιζα να καταγράφω, μιλώντας και κάνοντας ερωτήσεις, εξερευνώντας ιδέες και τελικά, έχοντας όλο αυτό το υλικό, συνέχισα με την επεξεργασία του. Έτσι δεν έμοιαζε με μια τυπική ταινία. Το μεγαλύτερο μου πρόβλημα ήταν ότι δεν μιλούσα ελληνικά. Δεν ήταν τόσο δύσκολο να κινηθούμε στην Ελλάδα, ειδικά γιατί όλες οι σημάνσεις στους δρόμους πλέον είναι και στα αγγλικά και σήμερα μπορείς να ταξιδεύσεις με τη βοήθεια του Google Maps. Όταν έκανα αυτές τις συνεντεύξεις, πολλοί άνθρωποι δεν μιλούσαν καλά αγγλικά, οπότε έπρεπε να μιλήσω στα ελληνικά. Ήταν πραγματικά δύσκολο και χρειάστηκε να ζητήσω μεταφραστή. Αλλά οι μεταφράσεις τελικά δεν βοήθησαν, δεν μπορούσα να τις καταλάβω και έτσι όταν γύρισα στις ΗΠΑ για το μοντάζ, συνεργάστηκα με τον Έλληνα πατέρα μου. Οι μεταφράσεις λειτούργησαν σαν μαθήματα και αυτό ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα.
Συνεργαστήκατε με Έλληνες μουσικούς για το soundtrack του ντοκιμαντέρ. Μπορείτε να μας μιλήσετε για την επιλογή της μουσικής;
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και συμμετοχής μου στο ορειβατικό σκι, είχα την τύχη να παρακολουθήσω μερικά ωραία φεστιβάλ που διοργανώνονται κάθε χρόνο για τους σκιέρ. Συνάντησα τον Δημήτρη Παντελιά που είναι ένας φανατικός σκιέρ και επαγγελματίας μουσικός/ performer που παίζει σαξόφωνο. Ερχότανε στα ταξίδια του ορειβατικού σκι και έφερνε το σαξόφωνο του, παίζοντας μουσική στα βουνά, επειδή του άρεσε το σκηνικό και η ιδιαίτερη αίσθηση που απέπνεε. Όλο αυτό μου άρεσε, γίναμε φίλοι και έτσι, όταν ήλθε η ώρα να επιλέξω τη μουσική επένδυση της ταινίας, ζήτησα από τον Δημήτρη να συνεργαστούμε. Πρότεινε το Lizard Sound Studios και μια ομάδα μουσικών. Νοίκιασα το στούντιο για 3-4 ημέρες. Έδειχνα μια σκηνή από την ταινία στους μουσικούς και ζητούσα τις όποιες ιδέες ελληνικής μουσικής που θα ταίριαζαν αισθητικά και στο ρυθμό. Έκαναν ρυθμίσεις και πρόβες στο θάλαμο του στούντιο, δουλεύοντας πάνω στα διάφορα κομμάτι και η εμπειρία ήταν πολύ εντυπωσιακή. Έπαιρναν αρχικά κάτι ακατέργαστο και σε λίγες μέρες το μετασχημάτιζαν σε κάτι ιδιαίτερα ελληνικό, μια πραγματικά αξιοσημείωτη διαδικασία.
Η Ελλάδα θεωρείται ένας από τους καλύτερους προορισμούς για διακοπές, κυρίως για τις όμορφες παραλίες, τον ήλιο φαγητό. Γιατί θα πρέπει κάποιος να επισκεφθεί τα ελληνικά βουνά και να κάνει σκι;
Η Ελλάδα θεωρείται χωρίς αμφιβολία ένας από τους καλύτερους προορισμούς αλλά, ας είμαστε πρώτα απ ’όλα δίκαιοι, αυτό δεν αφορά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας... Αυτοί που έρχονται στην Ελλάδα επισκέπτονται κάποιους γνωστούς προορισμούς, υπάρχει όμως και μεγάλο μέρος της χώρας που δεν απολαμβάνει το αντίστοιχο ενδιαφέρον. Δεν ταξιδεύουν οι τουρίστες σε προορισμούς όπως το Καρπενήσι. Η Ελλάδα έχει κάτι να προσφέρει σε όλους και το θέμα είναι ότι η χώρα έχει γίνει είναι πλέον ένας προορισμός για ορισμένες κατηγορίες επισκεπτών. Υπάρχουν όμως πολλοί που θα ήθελαν να ζήσουν μια διαφορετική εμπειρία.
Ποια είναι τα επόμενα έργα σας;
Τώρα, δουλεύω για την δεύτερη ταινία «Frozen Ambrosia» που γυρίζεται αποκλειστικά στην Κρήτη. Αφορά αποκλειστικά το νησί, ένα νησί που βρίσκεται πάντα στους πέντε κορυφαίους προορισμούς παγκοσμίως σύμφωνα με όλους τους ταξιδιωτικούς ιστότοπους. Κανείς δεν έχει πραγματοποιήσει ποτέ επιστημονική έρευνα για αυτό, αλλά έχω την υποψία ότι τα βουνά της Κρήτης δέχονται το περισσότερο χιόνι, ίσως σε όλη την Ευρώπη. Τι υπέροχη ιδέα για μια ταινία λοιπόν, σωστά; Όταν βρίσκεσαι στην κορυφή των βουνών της Κρήτης, η αίσθηση που παίρνεις από τη θάλασσα μέχρι τον ήλιο είναι τόσο μεγάλη. Βιώνεις μια τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ του χαμηλότερου και του υψηλότερου σημείου.