Στα ελληνοτουρκικά πια τα πράγματα έχουν φτάσει στο απροχώρητο. Οι λέξεις, οι έννοιες και οι διατυπώσεις (που συνήθως στην εξωτερική πολιτική και στη διπλωματία τελούν σε μια συμμετρία), πια δεν χωρούν σε εξωραϊσμούς. Η Τουρκία με τη στάση της (τι άλλο να κάνει πια: αμφισβήτηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας, οιονεί υβριδική απειλή στον Έβρο με τους «μετανάστες», casus belli εναντίον της Ελλάδας, εμβολισμοί πλοίων, διαρκές διακρατικό bulling, υπογραφή Τουρκολιβυκού συμφώνου, «Γαλάζια Πατρίδα», «σύνορα της καρδιάς», μη αναγνώριση στα ελληνικά νησιά υφαλοκρηπίδας και οικόπεδα επ’ αυτής, εναέριες παραβιάσεις-παραβάσεις, υπερπτήσεις και τόσα άλλα) δοκιμάζει το εθνικό στρατηγικό μας δόγμα που από τη φύση του ως αμυντικό-αποτρεπτικό υπολείπεται σε στρατηγικό-τακτικό επίπεδο, καθώς «περιμένει» την τουρκική προκλητικότητα. Έφτασε όμως η ώρα της έσχατης κρίσης και για αυτό. Τα στρατηγικά και υπαρξιακά μας οξύμωρα, οι αντιφάσεις και οι όποιες αμφιθυμίες καλούνται να αρθούν, όταν η ‘σύμμαχος στο ΝΑΤΟ γειτονική χώρα’ θα κάνει πράξη αυτά που εξαγγέλλει και ως γνωστό έχει συνέπεια στα λόγια και στα έργα της.
Τι μέλλει όμως γενέσθαι ή τι δέον γενέσθαι;
Πάντα στη στρατηγική γνωσιοθεωρία και στην ίδια τη διαχείριση κρίσεων, η ευελιξία και η ελαστικότητα (πλαστικότητα) κινήσεων συνιστά τη βέλτιστη οδό. Ωστόσο, τα περιθώρια στενεύουν όταν τουρκικό ερευνητικό σκάφος, με τη (διακριτική) συνοδεία τουρκικών πολεμικών βρεθεί (πιθανόν νοτιοδυτικά Κρήτης ή Καρπάθου) στην ελληνική υφαλοκρηπίδα (αν ήταν ΑΟΖ τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη), καθώς τότε πια η κρίση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα επιβάλλει τον ανάλογο και χωρίς ιδεαλιστικές εξάρσεις χειρισμό. Επειδή, όμως, ως χώρα σεβόμαστε το διεθνές δίκαιο και δεν είμαστε πολεμοχαρής (σε αντιδιαστολή με το casus belli του διεθνούς ταραξία που λέγεται Τουρκία και δεν θα έχουμε το χρόνο να μιλήσουμε με όρους υψηλής εθνικής στρατηγικής, αλλά υπό συνθήκες κρίσης), η πατρίδα μας με την υπεύθυνη πολιτική της ηγεσία καλείται να διατρανώσει (και να επιβεβαιώσει) ότι η όποια παραβίαση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας συνιστά casus non pacis (όχι ειρήνης) με την Τουρκία.
Η δήλωση αυτή και η ειδοποιός διαφορά με το casus belli της Τουρκίας έγκειται στο ότι επικαλείται τις πρόνοιες του άρθρου 51 του ΟΗΕ για την αυτοάμυνα απέναντι στον προκλητικό-επιθετικό γείτονα του οποίου οι ορέξεις διασαλεύουν την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή.
Τα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ως εξής:
Στο εσωτερικό πεδίο, η σύγκληση (αφού έχουν γίνει οι ανάλογες διαβουλεύσεις) του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, υπό την προεδρία της Δημοκρατίας, όπου με μια λιτή ανακοίνωση της κυβέρνησης και χωρίς μικροπολιτικές σκοπιμότητες, θα τονίζεται η εθνική γραμμή σε περίπτωση αμφισβήτησης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (με την ανάλογη προετοιμασία της κοινής γνώμης).
Στο στρατηγικό-στρατιωτικό επίπεδο, οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι σε γνώση και σε θέση να προβούν στις δέουσες (και αιρετικές θα πρότεινα εγώ) κινήσεις-προπαρασκευές, χωρίς άλλες λεπτομέρειες και επιτέλους με στρατηγική λογοκρισία (που προβλέπεται συνταγματικά) επί του θέματος.
Σε διπλωματικό επίπεδο η ενημέρωση των συμμάχων στο ΝΑΤΟ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον ΟΗΕ (για τη διεθνή νομιμοποίηση) και η προώθηση της αποκρυσταλλωμένης θέσης της χώρας μας στις ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα και κυρίως το Ισραήλ (χωρίς αστερίσκους). Συν τοις άλλοις, η συμφωνία με τις Ιταλία, Αίγυπτο (και μετά την τελευταία και με την Κύπρο) θεωρείται επιβεβλημένης με όρους έξυπνης ισχύος. Τα βήματα αυτά συμπληρούμενα με την προσφυγή στη Χάγη εναντίον της Λιβύης (μπορεί και φιλικά με την Αίγυπτο), αλλά και με την Τουρκία, μέσα από συνυποσχετικό συγκεκριμένης υφής, καθιστούν στην πράξη τη σκληρή και την ήπια ισχύ που μετουσιώνονται σε οξυδερκή στρατηγική δράση.
Η αποφασιστικότητα της χώρας μας άπτεται -σε απόλυτο βαθμό- της σοβαρής της εικόνας που δεν δέχεται εκπτώσεις στον αξιακό πυρήνα του raison d’ etat και στην επίκληση του διεθνούς δικαίου όχι με όρους ανήμπορου ζητιάνου, αλλά ικανού παίκτη στη σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής. Ανέκαθεν στη διεθνή πολιτική (και στη σύγχρονη μεταμοντέρνα πραγματικότητα θα προσέθετα) η επίκληση του διεθνούς δικαίου (που για την Ελλάδα αποτελεί πάγια θέση από το 1974 και μετά) καθίσταται πιο πρόσφορη όταν παρουσιάζεται ως εθνική επιλογή και όχι ως εθνική ανάγκη. Από τη στιγμή που αναγκαστικά (λόγω φόβου) και όχι επιλεκτικά (ως απόρροια συνεκτικής στρατηγικής) επικαλείσαι κάτι, τότε και οι υπόλοιποι θα σκεφτούν να ανταποκριθούν στην ανάγκη σου και όχι στην επιλογή σου!