
Η ημισέληνος του νεοθωμανισμού κυματίζει και πάλι στο Χαλέπι, κινδυνεύοντας να βάλει οριστικό τέλος στην μακραίωνη παράδοση της συνύπαρξης λαών, θρησκειών και πολιτισμών στην πόλη, αλλά και την ευρύτερη περιοχή της σημερινής Συρίας. Μια παράδοση που σημαδεύτηκε από τη μακρόχρονη ελληνική παρουσία, που έδωσε στη χώρα και το όνομα της..
Οι Έλληνες της Συρίας έφτασαν τον 7ο αιώνα π.Χ. και απέκτησαν σημαντική ισχύ κατά την ελληνιστική περίοδο, όταν η περιοχή υπήρξε τμήμα της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Σήμερα, υπάρχει μια ελληνική κοινότητα στη Συρία με συριακή υπηκοότητα, πολίτες που ζουν κυρίως στο Χαλέπι (το κύριο εμπορικό και οικονομικό κέντρο της χώρας), στο Μπανίγιας, στο Ταρτούς και στη Δαμασκό, την πρωτεύουσα. Υπάρχουν επίσης ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι κρητικής καταγωγής στο Χαμιντιέ.
Ελληνιστική Εποχή
Λέγεται πως υπάρχει ελληνική παρουσία στην περιοχή από την εποχή του σιδήρου. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι πρώτοι Έλληνες που μετανάστευσαν στην Εγγύς Ανατολή υπήρξαν Λαοί της Θάλασσας. Τουλάχιστον τρεις από τις εννέα φυλές των Λαών της Θάλασσας πιστεύεται ότι ήταν Έλληνες.
Ο κυρίαρχος ρόλος των Ελλήνων στη Συρία ξεκινά παραδοσιακά με την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας από τον Μέγα Αλέξανδρο και την ελληνιστική Εποχή.
Η Εγγύς Ανατολή τέθηκε υπό τον έλεγχο του στρατηγού του Αλέξανδρου, Σέλευκου Α΄ Νικάτωρος, που ίδρυσε την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Η ελληνιστική περίοδος χαρακτηρίστηκε από ένα νέο κύμα ελληνικού αποικισμού. Έλληνες έποικοι προέρχονταν από όλα τα μέρη του ελληνικού κόσμου και όχι, όπως παλιά, από μια συγκεκριμένη «μητέρα πόλη».
Τα κύρια κέντρα αυτής της νέας πολιτιστικής επέκτασης του ελληνισμού στην Ανατολή υπήρξαν οι σημαντικές πόλεις της Τετράπολης: η Αντιόχεια, η Λαοδίκεια, η Απάμεια και η Σελεύκεια.
Η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών ήταν μια μεγάλη αυτοκρατορία του ελληνιστικού πολιτισμού που διατήρησε την υπεροχή των ελληνικών εθίμων, στα οποία κυριαρχούσε μια ελληνική πολιτική ελίτ στις νεοϊδρυθείσες αστικές περιοχές. Ο ελληνικός πληθυσμός των πόλεων που αποτελούσαν την κυρίαρχη ελίτ ενισχύθηκε σταδιακά από τη μετανάστευση από την Ελλάδα.
Εκτός από τις πόλεις, υπήρχε επίσης ένας μεγάλος αριθμός φρουρίων (χωριά), στρατιωτικών αποικιών (κατοικίες) και ελληνικών χωριών (κώμαι), που οι Σελευκίδες δημιούργησαν σε όλη την αυτοκρατορία για να εδραιώσουν την κυριαρχία τους.
Ρωμαϊκή Εποχή
Ο ανατολικός ελληνισμός ήκμασε υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία σε αρκετές περιοχές, όπως η Δεκάπολη. Το 135 μ.Χ., ύστερα από την εξέγερση του Μπαρ Κοχμπά, ο βορράς και ο νότος συγχωνεύτηκαν στη ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας-Παλαιστίνης, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 390 μ.Χ. περίπου. Κατά τη διάρκεια της ύπαρξής της, ο πληθυσμός της Συρίας-Παλαιστίνης στα βόρεια αποτελούνταν από έναν μεικτό πολυθεϊστικό πληθυσμό Φοινίκων, Αραμαίων και Εβραίων, καθώς και από Έλληνες αποίκους, αραβικές κοινωνίες Ιτουριανών και αργότερα επίσης από Σασσανίδες.
Στην ανατολή, οι Αραμαίοι και οι Ασσύριοι αποτελούσαν την πλειοψηφία. Στον νότο, οι Σαμαρείτες, οι Ναβαταίοι και οι Ελληνορωμαίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία κοντά στα τέλη του 2ου αιώνα.
Βυζαντινή Εποχή
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι βυζαντινοί Έλληνες αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι ή Ρωμιοί και Γραικοί. Γλωσσικά, μιλούσαν βυζαντινά ή μεσαιωνικά ελληνικά, γνωστά ως «ρωμαϊκά», που βρίσκονται μεταξύ της ελληνιστικής (κοινής) και της σύγχρονης φάσης της ελληνικής γλώσσας. Οι Βυζαντινοί αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως απόγονους της κλασικής Ελλάδας, τους πολιτικούς κληρονόμους της αυτοκρατορικής Ρώμης και τους ακολούθους των Αποστόλων. Έτσι, η αίσθηση της «ρωμανικότητας» ήταν διαφορετική από αυτή των συγχρόνων τους στη Δύση. «Ρωμαϊκή» ονομαζόταν η χυδαία ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με την «ελληνική» που ήταν η λογοτεχνική ή δογματική της μορφή.
Η βυζαντινή κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή, γνωστή ως Επισκοπή της Ανατολής, κατέστησε την περιοχή μία από τις σημαντικότερες εμπορικές, αγροτικές, θρησκευτικές και πνευματικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Παράλληλα, η στρατηγική της θέση δίπλα στην αυτοκρατορία των Σασσανιδών και στις απείθαρχες φυλές της ερήμου τής έδινε εξαιρετική στρατιωτική σημασία.
Ολόκληρη η περιοχή της πρώην επισκοπής περιήλθε στην κατοχή των Σασσανιδών μεταξύ 609 και 628, αλλά ανακαταλήφθηκε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, έως ότου χάθηκε οριστικά από τους Άραβες μετά τη μάχη του Γιαρμούκ και την άλωση της Αντιόχειας.
Αραβική Κατάκτηση
Η αραβική κατάκτηση της Συρίας συνέβη το πρώτο μισό του 7ου αιώνα και αναφέρεται στην κατάκτηση του Λεβάντε, η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως η ισλαμική επαρχία του Μπιλάντ αλ-Σαμ. Την παραμονή των αραβικών μουσουλμανικών κατακτήσεων οι Βυζαντινοί βρίσκονταν ακόμη στη διαδικασία της αποκατάστασης της εξουσίας τους στο Λεβάντε, που τους είχε χαθεί για σχεδόν είκοσι χρόνια. Την εποχή της αραβικής κατάκτησης, το Μπιλάντ αλ-Σαμ κατοικούνταν κυρίως από ντόπιους αραμαϊκόφωνους χριστιανούς, Σασσανίδες και Ναβαταίους Άραβες, καθώς και από Έλληνες και από μη χριστιανικές μειονότητες Εβραίων, Σαμαρειτών και Ιτουριανών.
Ο πληθυσμός της περιοχής δεν έγινε κυρίως μουσουλμανικός και αραβικός σε ταυτότητα παρά σχεδόν μια χιλιετία μετά την κατάκτηση.
Οθωμανική Περίοδος
Ιστορικά, οι οπαδοί της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ελληνικής Καθολικής Εκκλησίας των Μελκητών ανεξαρτήτως εθνικότητας θεωρούνταν ως μέρος του Ρωμιού Μιλέτ (millet-i Rûm), ή του «ρωμαϊκού έθνους» από τις οθωμανικές αρχές.
Σύμφωνα με μια σπάνια εθνογραφική μελέτη, που δημοσιεύθηκε από τον Γάλλο ιστορικό και εθνογράφο Αλέξανδρο Συνβέ το 1878, σε όλη τη Συρία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη ζούσαν 160.000 Έλληνες.
Νεώτεροι χρόνοι
Μόλις ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, οι Ρωμιοί σε όλη την αυτοκρατορία έγιναν στόχος διώξεων και η Συρία δεν γλίτωσε από αυτές. Φοβούμενη ότι οι Ρωμιοί της Συρίας θα συμμετείχαν στην επανάσταση, η Υψηλή Πύλη τους διέταξε να αφοπλιστούν. Στην Ιερουσαλήμ, ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός, ο οποίος εκτιμάται ότι αποτελούσε τότε περίπου το 20% του συνόλου, αναγκάστηκε από τις οθωμανικές αρχές να παραδώσει τα όπλα του, να φορέσει μαύρα και να βοηθήσει στη βελτίωση των οχυρώσεων της πόλης.
Οι ελληνορθόδοξοι ιεροί χώροι, όπως το Μοναστήρι της Παναγίας του Μπαλαμάντ, που βρίσκεται ακριβώς νότια της πόλης της Τρίπολης στον Λίβανο, υπέστησαν βανδαλισμούς και εκδικητικές επιθέσεις, που ανάγκασαν τους μοναχούς να τα εγκαταλείψουν μέχρι το 1830.
Ούτε ο ελληνορθόδοξος πατριάρχης δεν ήταν ασφαλής, καθώς ελήφθησαν εντολές, αμέσως μετά την εκτέλεση του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, να δολοφονηθεί και ο Πατριάρχης Αντιοχείας, αλλά οι τοπικοί αξιωματούχοι δεν κατάφεραν να εκτελέσουν τις εντολές.
Στις 18 Μαρτίου 1826, ένας στολίσκος περίπου δεκαπέντε ελληνικών πλοίων, με επικεφαλής τον Βάσο Μαυροβουνιώτη, επιχείρησε να διαδώσει την ελληνική επανάσταση στο οθωμανικό Λεβάντε. Οι Έλληνες επαναστάτες αποβιβάστηκαν στη Βηρυτό, αλλά εμποδίστηκαν από έναν τοπικό μουφτή. Αν και αρχικά απωθήθηκαν, οι Έλληνες κατάφεραν να κρατήσουν ένα μικρό τμήμα της πόλης κοντά στην ακτή σε μια περιοχή που κατοικούνταν από ντόπιους Ρωμιούς, και έκαναν έκκληση στους Ρωμιούς «να σηκωθούν και να ενωθούν μαζί τους», και μάλιστα έστειλαν πρόσκληση στον αρχηγό των ντόπιων Δρούζων να συμμετάσχει και αυτός. Λίγες μέρες αργότερα, στις 23 Μαρτίου 1826, ο τοπικός κυβερνήτης Αμπντουλάχ Πασάς έστειλε τον υπολοχαγό του και περίπου πεντακόσιους Αλβανούς ατάκτους στρατιώτες για να εκδικηθούν.
Σφαγή στο Χαλέπι (1850) και την Δαμασκό (1860)
Στις 17-18 Οκτωβρίου 1850, μουσουλμάνοι ταραχοποιοί επιτέθηκαν στις χριστιανικές γειτονιές του Χαλεπίου. Τα οθωμανικά αρχεία δείχνουν ότι 688 σπίτια, 36 καταστήματα και 6 εκκλησίες υπέστησαν ζημιές, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνοκαθολικού Πατριαρχείου και της βιβλιοθήκης του. Τα γεγονότα οδηγούν εκατοντάδες χριστιανούς να μεταναστεύσουν κυρίως στη Βηρυτό και τη Σμύρνη.
Στις 10 Ιουλίου 1860, ο Άγιος Ιωσήφ της Δαμασκού και 11.000 Έλληνες ορθόδοξοι και καθολικοί χριστιανοί της Αντιόχειας σκοτώθηκαν, όταν Δρούζοι επιδρομείς κατέστρεψαν μέρος της παλιάς πόλης της Δαμασκού. Οι Ρωμιοί είχαν καταφύγει στις εκκλησίες και τα μοναστήρια του Μπαμπ Τούμα («Πύλη του Αγίου Θωμά»). Η σφαγή ήταν μέρος του εμφυλίου πολέμου του Όρους Λιβάνου το 1860, ο οποίος ξεκίνησε ως εξέγερση των Μαρωνιτών στο όρος Λίβανος και κορυφώθηκε με τη σφαγή στη Δαμασκό.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ρωμιοί, μαζί με τους οθωμανούς Έλληνες, έγιναν στόχος των οθωμανικών αρχών σε αυτό που σήμερα είναι ιστορικά γνωστό ως γενοκτονία των Ελλήνων.
Ως αποτέλεσμα, τρεις ελληνορθόδοξες μητροπόλεις της Αντιοχείας εκμηδενίστηκαν πλήρως: η Μητρόπολη Ταρσού και Αδάνων, η Μητρόπολη Αμίδας και η Μητρόπολη Θεοδοσιουπόλεως. Αρκετοί Αντιοχιανοί που ζούσαν εκτός της Γαλλικής Εντολής για τη Συρία και τον Λίβανο υποβλήθηκαν στην αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, η οποία τερμάτισε την οθωμανική γενοκτονία. Μια σύγχρονη ελληνική πόλη, η οποία αποτελείται από επιζώντες της Αντιόχειας από την ανταλλαγή πληθυσμών είναι η Νέα Σελεύκεια, που βρίσκεται στην Ήπειρο. Οι ιδρυτές της Νέας Σελεύκειας ήταν πρόσφυγες από τη Σελεύκεια της Κιλικίας.
Η σημερινή κατάσταση
Η Δαμασκός φιλοξενεί μια οργανωμένη ελληνική κοινότητα από το 1913.Υπάρχει επίσης σημαντικός ελληνοσυριακός πληθυσμός στο Χαλέπι, καθώς και μικρότερες κοινότητες στη Λατάκια, το Ταρτούς και τη Χομς.
Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες άλλες εθνοτικές μειονότητες στη Συρία, οι περισσότεροι Ελληνο-Σύριοι ορθόδοξοι χριστιανοί μιλούν μόνο αραβικά μαζί με μια ξένη γλώσσα που διδάσκεται στο σχολείο, όπως τα γαλλικά ή τα αγγλικά. Ωστόσο, είναι σχετικά διαδεδομένη μια εργασιακή ή στοιχειώδης γνώση της ελληνικής, για λειτουργικούς σκοπούς, καθώς και μεταξύ παλαιότερων, ιδιαίτερα πρώτης και δεύτερης γενιάς, ατόμων. Επίσης, η Δαμασκός έχει ιδιωτικό ελληνόφωνο σχολείο για την κοινότητα. Συντηρείται από επισκέπτες εκπαιδευτικούς από την Ελλάδα.
Πηγές από το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, τις προηγούμενες ημέρες, είχαν αναφέρει πως στο Χαλέπι βρίσκονται περί τις 50 ελληνικές οικογένειες. Από αυτούς περί τα 40 άτομα είχαν επικοινωνήσει με το υπουργείο συζητώντας το ενδεχόμενο επαναπατρισμού τους μέσω του ΟΗΕ, σε περίπτωση που κριθεί απαραίτητο, με βάση τις εξελίξεις.
«Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η «ελληνικότητα» δεν είναι απλά ένα κομμάτι χαρτί. Εστιάζοντας σε 40 οικογένειες και αγνοώντας 20.000+ Χριστιανούς, συμπεριλαμβανομένων των Αντιοχιανών Ορθοδόξων και Μελκητών, εγκαταλείπει τις ίδιες τις ρίζες που ισχυρίζεται ότι προστατεύει. Η πίστη και η κληρονομιά αξίζουν δράση, όχι επιλεκτική ανησυχία», απαντά η Ελληνική Οργάνωση Αντιοχείας στο «Χ».
Η υπόθεση της απαγωγής του Μητροπολίτη Αντιοχείας που λειτουργεί εξόριστο στο Χαλέπι (22 Απριλίου του 2013), και η άγνωστη τύχη του τόσα χρόνια μετά, η απαγωγή των δεκατριών γυναικών μοναχών που προηγήθηκε και έληξε με την καταβολή λύτρων, οι βανδαλισμοί εκκλησιών, η βία ενάντια στους αλλόδοξους είναι η μοίρα που επιφύλαξε η τζιχαντιστική κυριαρχία.
Κατά τη διάρκεια του συριακού εμφύλιου αυτό έστρεψε τους μη σουνιτικούς πληθυσμούς, και μεταξύ τους και τους ελληνορθόδοξους, στο πλευρό του καθεστώτος Άσαντ, που ο κοσμικός χαρακτήρας του διασφάλιζε την επιβίωσή τους. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα οι κάτοικοι της Σελευκόβηλου (Al-Suqaylabiyah) στην περιφέρεια της Χάμα, που έφτιαξαν τη δική τους πολιτοφυλακή και κατάφεραν να κρατήσουν ελεύθερη την περιοχή τους από την έναρξη του πολέμου, όπως έκαναν σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα οι Κούρδοι του YPG.
Οι προθέσεις του βασικού υποκινητή, του νεοθωμανικού καθεστώτος, δεν κρύβονται: από τους πανηγυρισμούς για την τουρκική σημαία στο κάστρο του Χαλεπιού, τις δηλώσεις του Μπαχτσελί για «τουρκικό Χαλέπι» (και όντως κάποτε ήταν η δεύτερη σημαντικότερη πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη), μέχρι και τους σχεδιασμούς για «επιστροφή» (βλέπε εγκατάσταση φιλικών πληθυσμών και την εθνοκάθαρση) της τουρκικής δημογραφικής μηχανικής ο κίνδυνος μιας επανόδου στην περιοχή είναι πασίδηλος.
H ήττα του Άσαντ και η εγκατάσταση στη Δαμασκό της «αντιπολίτευσης», μιας συγκυβέρνησης ή ίσως κάποια «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Συρίας» κάνει τα όνειρα ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πραγματικότητα στο έδαφος. Πριν από όλα βέβαια οι ίδιες οι πολεμικές επιχειρήσεις και η αδιαφορία για τη ζωή των αμάχων από αμφότερους τους αντιμαχόμενους συνθέτουν ένα εφιαλτικό σκηνικό.
Είναι αλλεπάλληλες οι εκκλήσεις των ελληνορθόδοξων της περιοχής για βοήθεια από το ελληνικό κράτος, υπάρχουν και εκκλήσεις από τους Κούρδους της αυτόνομης περιοχής για ανθρωπιστική βοήθεια στους πρόσφυγες που συρρέουν εκεί για να γλυτώσουν.
Η θέση της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ θα μπορούσε να αποτελέσει ένα βήμα πρωτοβουλίας για παρέμβαση στην ανθρωπιστική κρίση, ώστε να διασφαλιστεί η ύπαρξη, η πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια, ή έστω ο ασφαλής απεγκλωβισμός των ανθρώπων αυτών από τη ζώνη των συγκρούσεων. Η ύπαρξη και άλλων εθνικών ομάδων και χριστιανικών δογμάτων στην περιοχή θα έδινε έκταση και ισχύ σε μια τέτοια πολιτική. Άραγε το ημέτερο υπουργείο θα συνεχίσει να υπνοβατεί στο ενύπνιον του ελληνοτουρκικού διαλόγου καταπώς συνηθίζει, εγκαταλείποντας, όπως και σε όλη τη διάρκεια του συριακού εμφυλίου, τους Έλληνες της Μ. Ανατολής; Εγκαταλείπεται ένα κομμάτι του ευρύτερου ελληνισμού, ενα πολύτιμο κεφάλαιο ιστορικό, πολιτισμικό αλλά και διπλωματικό, που συνεχίζει να πέφτει θύμα του μικροελλαδισμού, για τον οποίο όλα κείνται μακράν...
* Η φράση «Χαίρε, φιλτάτη Συρία!» αποδίδεται στον αυτοκράτορα Ηράκλειο μετά τη συντριβή του βυζαντινού στρατού από τους Άραβες στον ποταμό Γιαρμούκ(636)