″ ...Καὶ δὸς ἡμῖν, Δέσποτα, πρὸς ὕπνον ἀπιοῦσιν, ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς· καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἀπὸ πάσης σκοτεινῆς καὶ νυκτερινῆς ἡδυπαθείας. Παῦσον τὰς ὁρμὰς τῶν παθῶν, σβέσον τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ, τὰ καθ’ ἡμῶν δολίως κινούμενα· τὰς τῆς σαρκὸς ἡμῶν ἐπαναστάσεις κατάστειλον, καὶ πᾶν γεῶδες καὶ ὑλικὸν ἡμῶν φρόνημα κοίμισον. Καὶ δώρησαι ἡμῖν, ὁ Θεός, γρήγορον νοῦν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν, ὕπνον ἐλαφρόν, καὶ πάσης σατανικῆς φαντασίας ἀπηλλαγμένον...”
″...και εν τω καιρώ της εξόδου μου, την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα· εν δε τη φοβερά ημέρα τής Κρίσεως, τής αιωνίου με ρυομένη κολάσεως, και τής απορρήτου δόξης τού Σού Υιού και Θεού ημών κληρονόμον με αποδεικνύουσα...”
Μικρό δοκίμιο για τους πειρασμούς της μόνωσης και την ακηδία της μοναξιάς; Μάλλον κάτι ουσιαστικότερο. Αφού μ′ αυτές τις ευχές του Αποδείπνου τελειώνει η ακολουθία των Χαιρετισμών, τις Παρασκευές της Σαρακοστής. Αυτή την προσευχή άκουγα έντρομος και εκστατικός ως πιτσιρίκος στο ψαλτήρι του Αγίου Δημητρίου Ταμπουρίων, πάντα το αριστερό (!) με τον αείμνηστο Περικλή ως πρωτοψάλτη ενώ έξω από την εκκλησία θρασομανούσε προκλητική η Άνοιξη, με όλα της τα ερωτικά καλέσματα. Σαρώνοντας όλες τις απαγορεύσεις. Τας ορμάς των παθών και τον ζοφερόν ύπνον της αμαρτίας!
Φανταζόμουν, τότε, ολοζώντανο στο μυαλό μου στον καλόγερο - συγγραφέα της προσευχής, γονατιστό να εκλιπαρεί την Παναγία για να καταστείλει κάθε σαρκική του επιθυμία και να εξορίσει, μιας δια παντός, από το σώμα και το μυαλό του, τον έρωτα. Ιδιαίτερα τη νύχτα, ιδίως τη νύχτα που οι πειρασμοί ελλοχεύουν.
Μού θύμιζε, τέλος, έντονα τον ”Νικηφόρο Φωκά”, το θεατρικό έργο του Καζαντζάκη που ο παθιασμένος Κρητικός ολοκλήρωσε το 1927. (Το 1932 πάλι κι ενώ βρισκόταν στην Ισπανία, μεταφράζει το έργο στα γαλλικά και το διασκευάζει για τον μοντερνιστικό θίασο του Pitoëff)! Επειδή τα κείμενα δημιουργούν εικόνες και τούμπαλιν. Πρόκειται για το φαινόμενο της νεωτερικότητας που ο Heidegger ονόμασε ”εποχή της εικόνας του κόσμου”. Δηλαδή εποχή που ο κόσμος βλέπει τον εαυτό του πρωτίστως σαν εικόνα. Αυτοείδωλο, απαλλαγμένο από την όποια θεϊκή, μεταφυσική παρουσία.
Το συγκεκριμένο έργο, πάνω κάτω την ίδια εποχή με τους Χαιρετισμούς που περιγράφω, το άκουγα από το θέατρο της Τετάρτης στην ΕΡΤ. Με την συγκλονιστική φωνή του Θάνου Κωτσοπούλου ως αυτοκράτορα - μοναχού που προσεύχεται για να λυτρωθεί από τα δεσμά και την αμαρτία της σάρκας δηλαδή το εκμαυλιστικό ταμπεραμέντο της Θεοφανούς, την οποία νομίζω υποδυόταν η Ελένη Χατζηαργύρη. Στο μυαλό μου βέβαια ο γέρος και άσχημος Φωκάς έπαιρνε το γωνιώδες, λιπόσαρκο πρόσωπο του Κατράκη και της μοιραίας όσο και αδίστακτης Θεοφανώς, η σεξοβόμβα του ’70 Ζωή Λάσκαρη. Όπως τουλάχιστον τους έβλεπα στις ασπρόμαυρες δραματικές, ταινίες της εποχής: Φώσκολος, Δαλιανίδης, Στεφανία στο Αναμορφωτήριο, Κατήφορος κλπ. Όλα έδεναν γλυκά. Η ηδονή με την αμαρτία και η επιθυμία με το έγκλημα. Και βέβαια ο ερωτικός Τσιμισκής δεν μπορούσε να είναι άλλος από τον Νίκο Κούρκουλο. Νομίζω πάντως ότι στην ραδιοφωνική διασκευή τον υποδυόταν ο Νίκος Κανάκης, εξαιρετικός ρολίστας του Εθνικού Θεάτρου.
Εν κατακλείδι αυτές οι ευχές των Χαιρετισμών που αναγιγνώσκονται μελικά από τους ιεροψάλτες, έχουν ένα περίεργο σεξαπίλ, επιτρέψτε μου τον όρο, καθώς αποθεώνουν αυτό το οποίο καταργιούνται, και ποθούν βαθιά ό τι εξορκίζουν. Καθώς ταυτίζουν την επιθυμία με τον Σατανά και το σώμα με την Κόλαση. Παράλληλα δείχνουν την βαθύτατη αποστροφή του χριστιανικού κόσμου προς το σώμα και τις ανάγκες ή τη διαστροφή του μεσαιωνικού κόσμου ως προς την ευλογία του έρωτα και τη βαθιά του αντίθεση σε σχέση με την αρχαιοελληνική κοσμοαντίληψη και αισθητική.
”Παν γεώδες και υλικόν φρόνημα κατάστειλον” στο όνομα ενός Παραδείσου αποστειρωμένου από κάθε δαιμονική δηλαδή σεξουαλική, ερωτική φαντασίωση όπου η σάρκα (οφείλει να) γίνεται πνέμα, κατά την διατύπωση του Νίκου Καζαντζάκη. ”...Πάσης νυκτερινής φαντασίας και σατανικής ηδυπαθείας απηλλαγμένον”!
Και τότε και τώρα θεωρώ πως οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου αποτελούν ένα ποίημα βαθύτατα ερωτικό. Υπαρξιακά θα έλεγα ”σωματικό”. Έστω κι αν δαιμονοποιούν, μέσα από πλήθος μεταφορών, την ερωτική επιθυμία. Έστω κι αν τιμωρούν το κορμί και τα πάθη του. Αφού πρόκειται κατ′ ουσίαν για μίαν ερωτική εξομολόγηση και ένα ποίημα επιθυμίας προς την ιδανική γυναίκα. Την Παρθένο δηλαδή που έχει εμμονικά στο μυαλό του όλος αυτός ο μαυροφορεμένος στρατός με το ράσο που ντύθηκε το αγγελικό σχήμα. Αυτή είναι είναι η αγαπημένη τους, σ′ αυτήν έχουν δώσει όρκο αιώνιας αφοσίωσης και αγνείας. Αν δεν είναι αυτό έρωτας, διερωτώμαι τι άλλο θα μπορούσε να είναι.
Η Παναγία έτσι γίνεται το παθιασμένο πρότυπο και μοιάζει πάρα πολύ με τις εξίσου έγκλειστες προς τους ρασοφόρους, δεσποσύνες του γοτθικού Μεσαίωνα, τις άμωμες και ανέγγιχτες παρθένες οι οποίες περίμεναν τον ιππότη που θα τις απελευθερώσει από το κάστρο του εγκλεισμού (τη φυλακή του σώματος) και συμβολικά και ρεαλιστικά.
Ολοκληρώνουμε κι εμείς σήμερα φίλτατοι την πρώτη εβδομάδα του συλλογικού μας εγκλεισμού αλλά και τους τρίτους Χαιρετισμούς. Αφορμή ούτως ή άλλως και για ενδοσκόπηση, για γνωριμία του εσώτερου εαυτού και για περαιτέρω δημιουργικό στοχασμό...
ΥΓ. Ιδού τώρα και η άλλη πλευρά, altera pars: ”... Αυτή η βαθύτατη ανάγκη να υπερνικηθεί το τραγικό στοιχείο στις σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο και να ενοποιηθεί ο κόσμος όχι πια μέσω ενός στυλ όπως στο Βυζάντιο, στους Γοτθικούς ή την Ανατολή που αρνείται κάθε φυσικότητα, αλλά με την παντοδύναμη παρουσία της ομορφιάς που μέσα της αίρεται κάθε διαζύγιο ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μορφή. Αυτή η ανάγκη να επιβεβαιωθεί ο άνθρωπος μέσα στην ομορφιά, μέσα στην ικανότητά του να ωραιοποιεί τον κόσμο, ήταν εκείνη που έκανε δυνατή την συνάντηση της αρχαίας Ελλάδας με την Δύση και τη δημιουργία της Αναγέννησης...”
Κώστας Παπαϊωάννου:
Ο άνθρωπος και ο ίσκιος του, Ιστορική συνείδηση και ανθρωπολογία στον 20ο αιώνα, Παρίσι, 1951.