Με τον Χάρη Φραγκούλη θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αποκλειστικά για τον «Οθέλλο» που ανεβάζει στο ιστορικό θέατρο του Κουν. Είναι από τα πιο δημοφιλή έργα του Σαίξπηρ, ένα κείμενο εμβληματικό που θεωρείται η πιό διαυγής παρουσίαση της ερωτικής ζήλιας. Ωστόσο, η σκηνοθετική οπτική του Φραγκούλη δεν περιορίζεται στην περιγραφή της ζηλοτυπίας· εκείνο που, κυρίως, τον ενδιαφέρει, είναι η θέση του Άλλου, η αιώνια επιθυμία να είμαστε κάποιος άλλος. Και παρόλο που περιγράφει το ανέβασμα της παράστασης ως ένα πράγμα “τερατικό”, το απολαμβάνει με το πηγαίο αίσθημα ενός παιδιού.
Έτσι μοιάζει και στην κουβέντα του ο Φραγκούλης. Πρώτα ζητά να μάθει για σένα, τη δική σου ιστορία και μετά αποκαλύπτεται, χωρίς να μετρά τα λόγια του, ανεπιτήδευτος, σαν το είδος του παιδιού που ανασαίνει την καθημερινότητα με ευαισθησία και αποφασιστικότητα. Και κάνει θέατρο, όπως ομολογεί, για να γνωρίσει, να συναντηθεί με πρόσωπα και κείμενα. Στο ξεκίνημα της φετινής σεζόν, αναμετριέται ως ηθοποιός στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας με ένα άλλο μεγάλο μέγεθος, τον Τενεσί Ουίλιαμς. Στον “Γυάλινο κόσμο”, ένα έργο έντονα αυτοβιογραφικό του Αμερικανού συγγραφέα, έργο που φανερώνει ξεσκίζοντας την πραγματικότητα της ζωής χωρίς προοπτικές, ο Φραγκούλης γίνεται ο Τενεσί – ο Τομ στην παράσταση - και δέχεται, όπως λέει, «μια πολύ ισχυρή μαχαιριά”.
“Την οδύνη από την ηδονή δεν τα διαχωρίζω και δεν πιστεύω ότι πάνε χώρια. Μπορείς να ερωτευθείς χωρίς να τρομάξεις;”
“Για να τον συναντήσω – και δεν το λέω καθόλου βαρύγδουπα, αλλά έτσι μου συνέβη -, έπρεπε να δω και ν’ αντιμετωπίσω ένα τραύμα. Κάτι ανάλογο με αυτό που έκανε ο Τενεσί Ουίλιαμς: στάθηκε απέναντι στην πληγή του. Για μένα ο Γυάλινος κόσμος είναι μια πληγή, που την άφησε για πάντα ανοιχτή. Και μ’ ένα τρόπο, το έργο γίνεται βαθιά πολιτικό. Γιατί έζησε έτσι κι ο Ουίλιαμς. Πέθανε μόνος από αλκοόλ σε ένα ξενοδοχείο, όπως έλεγε ότι θα φύγει η Μπλανς (στο Λεωφορείο ο Πόθος). Ούτε γέρος, μα ούτε βολεμένος. Διατήρησε αυτό το φάντασμα, δεν το απώθησε. Η συνάντηση λοιπόν με τον Τομ συνιστά μια παραδοχή ότι δεν έχει πληγή∙ είναι η πληγή. Και για να γίνει η παράσταση πρέπει να συναντηθούν το κόστος του συγγραφέα με το κόστος του ηθοποιού».
Ποιο είναι, λοιπόν, το κόστος του 33χρονου ηθοποιού;
«Η δική μου ανημπόρια ν’ αγαπήσω. Και πραγματικά, δεν το λέω βαρύγδουπα, βλέπεις ότι δεν μπορείς ν’ αγαπήσεις, όχι σαν νομοτέλεια, σαν κάτι αμετακίνητο, αλλά σαν αμφιβολία. Μπορεί να συναντηθεί κάποιος με αυτό; Είναι σαν πληγή που τρέχει ακατάπαυστα. Απαραίτητη προϋπόθεση ο «χώρος» για να μπορέσει να σε «πληγώσει» το κείμενο, κι εννοώ το συγκεκριμένο θέατρο, οι συγκεκριμένοι συνεργάτες. Στ’ αλήθεια, η παράσταση είναι τα αίματα από ένα κείμενο και είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχει καλή και κακή παράσταση. Τα αίματα δεν τα εννοώ μονάχα σαν κάτι κακό, μπορεί να είναι εξίσου καλό, ή καλύτερα, απελευθερωτικό».
Κι εδώ ο Φραγκούλης περιγράφει μία διαδικασία ενσυναίσθησης που μοιάζει με άσκηση.
«Τέτοιου είδους κείμενα όπως του Σαίξπηρ, του Ζενέ, του Μπουκόφσκι, ανάλογα με το πόσο “χώρο” έχεις, πόση ευαισθησία, μπορούνε να σε κάνουνε σμπαράλια. Μερικές φορές με ρωτάνε: τι είναι το ταλέντο; Αυτό είναι το ταλέντο. Όχι γραφικά, σα να σέρνεσαι, αλλά πόσο πόνο μπορείς να χωρέσεις. Γιατί το να δεις έναν άνθρωπο στο δρόμο, αλλά πραγματικά να τον «δεις», μπορεί να σε κάνει να πέσεις κάτω από οδύνη. Και δεν εννοώ μόνο τον πόνο. Την οδύνη από την ηδονή δεν τα διαχωρίζω και δεν πιστεύω ότι πάνε χώρια. Μπορείς να ερωτευθείς χωρίς να τρομάξεις; Οπότε, αυτή η διαδικασία είναι οδυνηρή. Πρακτικά, το στομάχι μου μ’ έπιασε δύο φορές στις πρόβες και δεν μπορούσα να σηκωθώ. Και δεν το λέω θυσιαστικά, αλλά σαν το πιο εύλογο πράγμα που μπορεί να συμβεί από μία τέτοια εμπλοκή».
“Τι σημαίνει αυτή η δίψα να είσαι ο άλλος; Στη δική μας γλώσσα αποδίδεται στη λέξη ζήλεια κι αυτό συμβαίνει με όλα τα πρόσωπα, όχι μόνο στον Οθέλλο. Όλοι θέλουν να είναι οι άλλοι.”
Στην εμπλοκή του με τον «Οθέλλο», τη φορά αυτή από την καρέκλα του σκηνοθέτη, τον ρωτώ πως νιώθει την αναμέτρηση με τον Σαίξπηρ;
«Την τρέμω!» ομολογεί αυτόματα. «Είναι τερατικό πράγμα. Τόσο που γυρνάει σε κάτι βαθιά ανθρώπινο, επειδή ακριβώς πάει στο τέρας. Είμαι σαν ένα παιδάκι από τη χαρά μου κι απ’ τον τρόμο μαζί! Δηλαδή μόνο μ΄ένα παιδικό πράγμα μπορώ να το παρομοιάσω, κι έτσι το φτιάχνω. Σαν παιδί που δεν ξέρει τίποτα και τα ξέρει όλα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ αυτό που φτιάχνω και τα καταλαβαίνω όλα. Είναι σαν λούνα-παρκ, όχι όμως ανέμελο. Αυτή τη στιγμή λοιπόν εκεί βρίσκομαι, σε ένα λούνα-παρκ όπου όλα μπορούν να συμβούν, απόλυτα τρομοκρατημένος κι απόλυτα σαν στο σπίτι μου. Αυτό είναι το αίσθημά μου γι’ αυτό που πάω να κάνω τώρα».
Κάποιος μπορεί να αναρωτιέται, ίσως, γιατί ο Οθέλλος, γιατί όχι ένα σύγχρονο έργο, τον ρωτώ “προβοκατόρικα”.
«Καταρχήν πιο σύγχρονο, πεθαίνεις» απαντά αφοπλιστικά. «Μιλάμε για ένα έργο όπου κανείς δεν κάνει αυτό που θέλει. Ένα έργο που μιλά για το τι μπορεί να συμβεί όταν τα πρόσωπα είναι παράφορα, για πρόσωπα που θέλουν να γίνουν οι άλλοι. Τι σημαίνει αυτή η δίψα να είσαι ο άλλος; Στη δική μας γλώσσα αποδίδεται στη λέξη ζήλεια κι αυτό συμβαίνει με όλα τα πρόσωπα, όχι μόνο στον Οθέλλο. Όλοι θέλουν να είναι οι άλλοι. Αυτό το ψυχικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου που δεν μπορεί να είναι ο άλλος, δεν έχει όρια. Είναι μια τραγική φάρσα και δεν έχει σχέση με μαύρο και άσπρο».
Ο Ιάγος ανέκαθεν προκάλεσε στους σχολιαστές τις μεγαλύτερες δυσκολίες απ’ όλα τα σαιξπηρικά πρόσωπα. “Δεν είναι δύσκολος ρόλος”, μου λέει, “είναι αυτός που δίνει τον τόνο στο έργο και είναι αυτός ο οποίος είναι φορτωμένος με τις πιο πολλές εντυπώσεις, άρα θέλει περισσότερη δουλειά για «ξεφόρτωμα».
“...έχει ιδεολογικοποιηθεί η ανθρωπιά. Το ανθρώπινο όμως δεν είναι αυτό. Το ανθρώπινο είναι το “τέρας”.”
Του επισημαίνω μια τάση της εποχής, τη δήλωση από πολλούς σκηνοθέτες ότι προσεγγίζουν κλασικά έργα με “σημερινά μάτια”.
“Εντελώς γελοίο, απαντά, δεν υπάρχουν σημερινά μάτια. Τα μάτια που έχουμε, τα έχουμε κληρονομήσει από τον πρώτο άνθρωπο, άρα δεν είναι σημερινά. Αυτό όμως είναι το θέμα: τα μάτια, η καρδιά, τα νεφρά μας, εμπεριέχονται σε κάτι και δεν εμπεριέχουμε, όπως νομίζουμε, κάτι. Κι αυτό το χαρακτηριστικό της δίψας, να είσαι ο άλλος, είναι και θα είναι στον αιώνα τον άπαντα. Αυτό είναι που κάνει τον άνθρωπο τέρας, δηλαδή βαθιά ανθρώπινο”.
Πώς συνυπάρχουν το βαθιά ανθρώπινο με το τέρας;
“Η εποχή μας το ανθρώπινο το εννοεί με την έννοια της ιδεολογίας, όπου έχει ιδεολογικοποιηθεί η ανθρωπιά. Το ανθρώπινο όμως δεν είναι αυτό. Το ανθρώπινο είναι το “τέρας”. Ο Οιδίποδας που βγάζει τα μάτια του, γινόμενος «τέρας» γίνεται περισσότερο ανθρώπινος. Κι εμείς πάμε μέσα από τους καθωσπρεπισμούς, τα σφιγμένα χέρια, τις σαμπάνιες και λέμε ότι είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι ενώ είμαστε τέρατα! Λέω λοιπόν ότι πρέπει να γίνεις τέρας για να γίνει άνθρωπος. Όπως στις ταινίες του Ζουλάφσκι που παρουσιάζει τους ανθρώπους ως τέρατα, ως αυτό που είναι. Γι′ αυτό οι ταινίες του είναι τόσο μα τόσο ανθρώπινες. Αλλά είδες τι μας κάνουνε; μας κοροϊδεύουνε. Μας λένε ότι αυτό είναι ο άνθρωπος: κούνα χέρια, μίλα ευγενικά, κουρέψου καλά, μην χτυπιέσαι, μην κάνεις μποξ”.Τι λόγο έχουν; συνεχίζω. “Τον φοβούνται τον άνθρωπο, τον τρέμουν. Γι’ αυτό θα σου πούνε και στην παράσταση: τι πράγματα είν’ αυτά, τι εξωφρενικά; Φοβούνται τον άνθρωπο, φοβούνται το άγγιγμα, φοβούνται την ελευθερία. Όχι, σου λένε, μην κάνετε έτσι την παράσταση, είναι υπερβολική, είναι γκροτέσκα! Φαντάζομαι τι θ’ακούσω, γιατί τα ίδια άκουσα και στον Άμλετ (τον υποδύθηκε σε σκηνοθεσία Μαρμαρηνού). Όλοι φοβόμαστε, κι εγώ μαζί. Αλλά το θέμα είναι τι κάνεις; Ιδεολογικοποιείς και λες για παράδειγμα, οι μαύροι είναι κατώτεροι; Γιατί ο ρατσισμός τι είναι; μια ιδεολογικοποίηση του φόβου. Είναι δύσκολη εποχή, δύσκολη και η χώρα”.
Καλά η εποχή, η χώρα γιατί;
“Γιατί δεν παραδέχεται τον επαρχιωτισμό και τον συντηρητισμό της. Δεν είναι δύσκολη η εποχή, επειδή είναι επαρχιώτικη και συντηρητική – που είναι -, αλλά επειδή δεν θέλει να το παραδεχτεί, όπως το παραδέχεται η Τουρκία και κάνει ταινίες τούρκικες. Το Ιράν, αντίστοιχα, κάνει ταινίες Ιρανικές, η Ρουμανία το ίδιο. Πάντα όμως συνέβαινε αυτό με την Ελλάδα: ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Αυτό το ανάμεσα είναι πολύ δύσκολο. Εδώ νομίζουμε ότι είμαστε Βερολίνο ή Λονδίνο, αλλά δεν είμαστε”.
Θα μπορούσε έτσι η χώρα να ξαναβγάλει έναν Κόντογλου ή έναν Πεντζίκη;
“Ο Πεντζίκης είναι τεράστιος και αν το έργο του γινόταν σε άλλη χώρα της Δύσης θα είχε άλλη απήχηση. Θα είχε κυριολεκτικά σαρώσει! Πολύ δύσκολο να βρεις έναν τέτοιο”.
Του αντιτείνω το παράδειγμα του Παπαιωάννου.
“Είναι αληθινά σπουδαίος καλλιτέχνης και φυσικά δεν είναι τυχαίο που, εν πολλοίς, δεν τον έχουν καλοδεχτεί στην Ελλάδα. Ο άνθρωπος κάνει ποίηση, όπως κάνουν όλοι οι σπουδαίοι. Και στο σινεμά έχουμε τον Λάνθιμο. Όταν όμως εδώ παιζόταν η “Κινέττα”, τον κοροϊδεύανε! Ο Άμλετ είναι ένας από εμάς κι όλοι μπορεί να γίνουμε σαν τον Άμλετ γράφει ο Χάζλιτ.
Με τον Οθέλλο τί συμβαίνει;
“Απολύτως το ίδιο! Αυτό είναι το χαρακτηριστικό, η δίψα του να είσαι ο άλλος. Είναι ένα παράφορο πρόσωπο, δηλαδή δεν είναι μέσα του κάτι, αλλά είναι μέσα σε κάτι πιο μεγάλο απ’ αυτόν”.