Ο Περικλής Λιακάκης είναι συνθέτης που έχει εγκατασταθεί εδώ και χρόνια στη Βιέννη όπου εργάζεται αλλά και διδάσκει στο εκεί μουσικό πανεπιστήμιο. Οχι απλά καταξιωμένος αλλά διακεκριμένος δημιουργός, στην Αυστρία μα και στη Γερμανία, πριν λίγα χρόνια του ανατέθηκε να γράψει μιαν όπερα πάνω σε ένα λιμπρέτο με τίτλο «Χοντορκόφσκι». Θέμα της η άνοδος και η πτώση του Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, μιας από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις ολιγάρχη της μετασοβιετικής Ρωσίας που από φτωχός και άσημος έγινε μέσα σε λίγα χρόνια πανίσχυρος τραπεζίτης και στη συνέχεια πρόεδρος της τεράστιας πετρελαϊκής εταιρείας Yukos για να καταλήξει όμως σχεδόν εξίσου σύντομα, όταν υπέπεσε στη δυσμένεια του Πούτιν, στην φυλακή όπου και βρίσκεται ακόμα.
Το «Χοντορκόφσκι» παρουσιάστηκε το ’15 στη Βιέννη, στο ατελιέ της Ακαδημίας Εικαστικών Τεχνών, σε σκηνοθεσία της εξειδικευμένης στο μουσικό θέατρο Κριστίνε Τόρνκβιστ η οποία είχε γράψει και το λιμπρέτο και το ’17 τιμήθηκε στα Αυστριακά Βραβεία Μουσικού Θεάτρου ως η Καλύτερη Ανεξάρτητη Παραγωγή Όπερας. Τώρα η ίδια ακριβώς παράσταση με όλους τους συντελεστές της παραγωγής της (μόνο το ενδεκαμελές συνοδευτικό σύνολο αποτελείται από Έλληνες/ίδες μουσικούς) έρχεται στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ για τρεις μόνο παραστάσεις, από την Πέμπτη 27 μέχρι και το Σάββατο 29 Φεβρουαρίου.
Συνομίλησα με τον Περικλή Λιακάκη για το τι είναι και πως αντιλαμβάνεται ο ίδιος την όπερα στον εικοστό πρώτο αιώνα αλλά και για την πολύ λεπτή γραμμή που η υπέρβαση της κάνει τα γεγονότα μιας ανθρώπινης ζωής να αποκτούν πολιτική – και μάλιστα υπερεθνική – διάσταση.
Το θέμα της όπερας ήταν δική σας ιδέα ή σας δόθηκε στο πλαίσιο µιας ανάθεσης;
Το έργο ήταν ανάθεση από το Sirene Operntheater, έναν ανεξάρτητο οργανισμό όπερας της Βιέννης που δραστηριοποιείται στον χώρο περίπου είκοσι χρόνια.
Όπως και αν έχει τι είναι αυτό που µπορεί να κάνει έναν σύγχρονο δηµιουργό να ενδιαφερθεί και πολύ περισσότερο να εµπνευστεί από µια πολιτική προσωπικότητα µιας χώρας που δεν είναι η δική του, δεν έχει καν ζήσει σε αυτήν και όταν µάλιστα η εν λόγω προσωπικότητα δεν είναι ηγετική όπως εκείνη του Πούτιν αλλά θα έλεγα περιφερειακή της ευρύτερης πολιτικής σκηνής; Πιστεύετε ότι η περίπτωση Χοντορκόφσκι έχει σηµασία που υπερβαίνει τα όρια της Ρωσίας και αφορά όλη την Ευρώπη ή την θεωρείτε ενδεικτική και εν πολλοίς συµβολική;
Εδώ θα ήθελα να επισημάνω πως ένας από τους λόγους που βρήκα ενδιαφέρον το λιµπρέτο της όπερας είναι ότι ο Πούτιν υπάρχει ως ρόλος και µάλιστα σαν ανταγωνιστής του Χοντορκόφσκι. Οταν διάβασα την υπόθεση κατάλαβα ότι ο ίδιος ο Χοντορκόφσκι ήταν ένας από αυτούς που κινούν τα νήµατα, πίσω και πέρα από αυτούς που έχουµε µάθει να ακούµε στα µέσα ενηµέρωσης και ακριβώς αυτό ήταν που µε έκανε να συνδεθώ άµεσα µε το θέµα της όπερας. Πέραν από αυτό όµως η ιδιαιτερότητα του θέµατος (δεν γράφονται κάθε ηµέρα πολιτικές όπερες) και κυρίως οι παραλληλισµοί που είδα µε την Ελλάδα της δεκαετίας του ’10 στο εν λόγω θέµα µε έκαναν να δεχτώ αµέσως την πρόταση η οποία µου έγινε από το Sirene Operntheater.
Το λιµπρέτο γράφτηκε σε συνεννόηση µαζί σας, ίσως και µε την επίβλεψη σας ή η συγγραφέας του εργάστηκε εντελώς ανεπηρέαστη και σας το παρέδωσε;
Αρχικά έλαβα το λιµπρέτο σαν ένα πρώτο σχέδιο από την συγγραφέα και αφού το διάβασα τρεις - τέσσερις φορές για να αποκτήσω πλήρη εικόνα των δραµατουργικών καταστάσεων, των χαρακτήρων κ.λπ. έκανα τις δικές µου προτάσεις µια από τις οποίες ήταν να προσθέσουµε κάποιον γυναικείο χαρακτήρα στην πλοκή καθώς και µια σκηνή µεταξύ Χοντορκόφσκ - Πούτιν, να διαγράψουµε κάποιους µεγάλους µονολόγους κ.λπ. Το λιµπρέτο ξαναδουλεύτηκε δυο - τρεις φορές µέχρι να λάβει την τελική µορφή του.
Το θέµα της όπερας καθόρισε καθόλου την γραφή σας ή κινηθήκατε στο δεδοµένο προσωπικό ύφος σας όπως συνήθως;
Αυτό που καθόρισε την γραφή µου ήταν περισσότερο ο χώρος στον οποίο θα πραγματοποιείτο η πρεµιέρα και τον οποίο γνωρίζαµε από καιρό. Επίσης η ενορχήστρωση καθορίστηκε από το θέµα όχι όμως και η µουσική γλώσσα.
Θα το ονοµάζατε χωρίς δισταγµό πολιτικό έργο ή όχι;
Εξαρτάται από το τι εννοεί κανείς µε τον όρο πολιτικό έργο. Εάν εννοούμε µιαν όπερα η οποία πρωτίστως (και κατά την άποψή µου) υπακούει σε δραματουργικούς νόμους, χωρίς να κάνει πολιτικό ρεπορτάζ ή απόπειρα «διδαχής» του κοινού, κοινώς προπαγάνδα, όμως ασχολείται µε ένα θέµα το οποίο αφορά αληθινούς άνθρωποςπου οι περισσότεροι ακόµα εν ζωή και έπαιξαν και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή µιας χώρας, αν όχι ολόκληρης της Ευρώπης ή µάλλον ολόκληρου του κόσµου, τότε ναι, είναι πολιτικό έργο.
Από µουσικολογικής πλευράς πού θα εντάσσατε το έργο εντός της παράδοσης της όπερας αλλά και του πλαισίου της σύγχρονης µουσικής; Θα λέγατε ότι σε ένα βαθµό έχει και τα χαρακτηριστικά ενός πειραµατικού έργου ή όχι;
Η όπερα µου πιστεύω ότι ανήκει στις γκρίζες περιοχές της λεγόµενης «λόγιας δυτικής µουσικής». Η αρμονική γλώσσα και η µμουσική σκέψη που χρησιμοποιεί αλλά κυρίως η ηχητική αισθητική της την κάνουν να είναι µακριά από οποιονδήποτε «πειραµατισµό» και επίσης πρόθυµη να επικοινωνήσει και να έρθει σε επαφή µε τον ακροατή. Αυτή η επικοινωνία όµως µπορεί να γίνει µόνον αν η µουσική κατορθώσει να µετακινήσει τον ακροατή από τις συνήθειές του και τα µουσικά κλισέ µε τα οποία συνηθίζει να τρέφεται (καθένας µας τρέφεται µε τα δικά του µουσικά κλισέ) και τον κάνει να ανοίξει τις κεραίες του για κάτι που δεν είναι συνηθισµένος/η. Κατά συνέπεια όχι, το έργο δεν είναι πειραµατικό, αλλά χρειάζεται περιέργεια και ενεργητικός τρόπος ακρόασης για να το προσεγγίσει κάποιος, κάτι δηλαδή που απαιτείται κατά κόρον από την σύγχρονη µουσική.
Γνωρίζω ότι ασχολείστε και µε την φωτογραφία και µάλιστα µε επίσης εξαιρετικές επιδόσεις και σε αυτήν. Η παράλληλη αυτή δραστηριότητα σας είχε κάποια επίδραση στον τρόπο σύνθεσης αυτής της όπερας ή έστω στο πως οραµατιστήκατε την σκηνική παρουσίαση της;
Η φωτογραφία είναι ένα σημαντικό σχολείο που µε έμαθε να βλέπω πράγματα τα οποία συνήθως δεν πέφτουν στην αντίληψή µας – για παράδειγμα έναν ιδιαίτερο φωτισμό σε ένα πρόσωπο - αλλά στην συγκεκριµένη όπερα δεν επέδρασε. Σε άλλα όµως έργα μου µουσικού θεάτρου ασφαλώς!
Θα λέγατε ότι είναι ένα «δύσκολο» έργο και κατάλληλο για τα αληθινά µυηµένα στην σύγχρονη µουσική ακροατήρια ή όχι;
Θα ήθελα να ελπίζω πως καµία νότα που γράφω δεν είναι για «µυηµένους/εςς» καθώς δεν υπάρχει τίποτα πιο περιοριστικό από το να ακολουθείς, συνειδητά ή και ασυνείδητα, ως δημιουργός αισθητικές εντολές και απαιτήσεις - και εδώ πρέπει να πούµε ότι δυστυχώς γενικότερα η µοντέρνα τέχνη ήταν πάντα ιδιαίτερα αυστηρή στις εντολές της αλλά αυτό είναι µια άλλη, μεγάλη κουβέντα. Τώρα κατά πόσον είναι «δύσκολο έργο» φοβάµαι ότι δεν µπορώ να απαντήσω χωρίς να…µεροληπτήσω. Ελπίζω ότι είναι ένα έργο που σε πείθει πως ο µουσικός κόσµος ο οποίος σου παρουσιάζει είναι έτσι όπως τον περιγράφει. Όπως ένα παραµύθι που το διηγείται ένας καλός παραµυθάς...
Πέραν από το ότι προφανώς σας χαροποιεί τι σηµαίνει για εσάς το ότι αυτή η όπερα, µε το συγκεκριµένο θέµα και βραβευµένη στο εξωτερικό, παρουσιάζεται στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ;
Προφανώς είναι για εµένα πολύ σηµαντικό το ότι η Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ έδειξε ενδιαφέρον για αυτή την παραγωγή καθώς - θα είµαι πολύ ειλικρινής εδώ - κάθε έργο βραβεύεται αληθινά µόνον όταν ξαναπαίζεται. Το να ξαναπαιχτεί µια όπερα είναι ένα σπάνιο φαινόµενο σήµερα, ιδιαίτερα όταν δεν τίθεται θέµα συµπαραγωγής από την αρχή ή συνεργασία µε εκδοτικούς οίκους, ατζέντηδες κ.λπ.
Προφανώς επίσης σας ενδιαφέρει να συνεργαστείτε ξανά µε την ΕΛΣ και µάλιστα µε κάποιο/α έργπ/α γραµµένα ειδικά για αυτήν. Αυτό που ήθελα όµως να σας ρωτήσω είναι αν υπάρχουν στην ελληνική πραγµατικότητα θέµατα τα οποία µπορούν να σας εµπνεύσουν ή µετά από τόσα χρόνια απουσίας σας αφορά πλέον ελάχιστα ως καθόλου.
Πρέπει να σας οµολογήσω πως ένιωσα σα να διαβάσατε τις σκέψεις µου και για µια στιγµή ένιωσα λίγο άβολα! Ναι, βεβαίως και έχω τεράστο ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο καθώς έχω µιλήσει µε ανθρώπους στον ελληνικό χώρο οι οποίοι θα µπορούσαν, κατά την άποψή µου, να γράψουν ένα εξαιρετικό λιµπρέτο για µιαν επόµενη όπερα. Όσο για το θέµα προφανώς δεν θα ήθελα να πω κάτι συγκεκριµένο πέραν του ότι η Ελλάδα, όπου και αν βρίσκοµαι, θα µε αφορά πάντα γιατί άνθρωποι µε τους οποίους µεγάλωσα µαζί, πόνεσα, γέλασα και ερωτεύτηκα ζουν εδώ. Πέραν τούτου όµως παρακολουθώ ανελλιπώς την ελληνική πραγµατικότητα καθώς αυτή είναι ακόµα, για κάποιο παράξενο λόγο, το µέτρο σύγκρισής µου µε την Αυστρία.
Τέλος τι θα είχατε να πείτε συγκρίνοντας τον τρόπο µε τον οποίο δηµδημιουργούνται σε συνολικό επίπεδο έργα σύγχρονης όπερας στην Ελλάδα και στην Αυστρία/Γερµανία και, ακόµα περισσότερο, για την πρόσληψη τους από τα αντίστοιχα ακροατήρια;
Tο µόνο που έχω να πω είναι ότι ο Αλέξανδρος Ευκλείδης - και ο Γιώργος Κουµεντάκης φυσικά - έχουν κάνει πολύ σημαντική δουλειά στην Εναλλακτική Σκηνή καθώς έχουν ανοίξει τις πόρτες της σε όσους περισσότερους δημιουργούς είναι δυνατόν. Σε ό,τι αφορά στο κοινό και την πρόσληψη της όπερας στην Αθήνα φυσικά µιλάμε για ένα κατακερµατισµένο κοινό. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι πηγαίνουν στην Εναλλακτική Σκηνή ακριβώς λόγω της αγάπης τους για την κλασική όπερα και πολλές φορές ίσως να απογοητεύονται από το έργο που άκουσαν και είδαν καθώς έχει λίγη σχέση µε την τυπική εκδοχή του ιδιώματος. Άλλο µέρος του κοινού ζητάει την μοντέρνα γλώσσα και την έκπληξη χωρίς όµως να έχει κάποια κριτήρια ποιότητας ή αληθινή γνώση και κατανόηση του τι ακούει ή βλέπει. Επίσης υπάρχει και ένα µεγάλο µέρος των φίλων, γνωστών ή οικογενειακών φίλων οι οποίοι πηγαίνουν «για να σε θαυµάσουµε!» καθώς βέβαια και ένα µικρό µέρος από γνώστες που περιµένουν κάθε νέο έργο µε ενδιαφέρον αλλά και κριτική στάση. Στην Βιέννη είναι κάπως διαφορετικά τα πράγµατα καθώς το κοινό της λεγόµενης Εναλλακτικής Σκηνής είναι πολύ πιο οµογενοποιηµένο. Το βιεννέζικο κοινό, χωρίς να ξέρει φυσικά τι ακριβώς θα ακούσει και θα δει κάθε φορά, έχει πολύ µεγαλύτερη εξοικείωση με την όπερα και αυτό φυσικά το κάνει ιδιαίτερα εκλεκτικό. Με άλλα λόγια νοµίζω, ότι το κοινό σύγχρονης όπερας στην Αθήνα (και φυσικά επιµένω στο «Αθήνα» καθώς µόνο για εδώ γνωρίζω) είναι από την µια πιο άπειρο αλλά για αυτό και περισσότερο «ανοιχτό» ενώ της Βιέννης πιο αυστηρό.
Κάτι μου λέει ότι το συγκεκριμένο έργο του Περικλή Λιακάκη θα κερδίσει και το «ανοιχτό» κοινό όπως συνέβη και με το πιο αυστηρό...