Για τέταρτη συνεχόμενη ημέρα σήμερα τα πολεμικά αεροσκάφη των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων βομβαρδίζουν αδιάκοπα τον θύλακα των ανταρτών της ανατολικής Γούτα, κοντά στην Δαμασκό, παρά τις διεθνείς διαμαρτυρίες και τις εκκλήσεις να σταματήσει το λουτρό αίματος.
Από την Κυριακή 296 άμαχοι, εκ των οποίων 71 παιδιά και 42 γυναίκες, έχουν χάσει τη ζωή τους από τους βομβαρδισμούς αυτούς και 1.400 έχουν τραυματιστεί στον θύλακα αυτόν στον οποίο σήμερα ζουν υπό την ασφυκτική πολιορκία των κυβερνητικών δυνάμεων ―που άρχισε το 2013― περίπου 400.000 άνθρωποι, οι οποίοι βρίσκονται όπως ήταν επόμενο αντιμέτωποι με μια οξεία ανθρωπιστική κρίση, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αυτό επισήμανε ότι οι νεκροί από τους σημερινούς βομβαρδισμούς ανήλθαν σε 24, μεταξύ των οποίων βρίσκονται 3 παιδιά, ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 200.
Πριν από την ανατολική Γούτα, πολλές ζώνες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών συνεθλίβησαν από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς και την ασφυκτική πολιορκία των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων με στόχο να αναγκαστούν οι αντάρτες να καταθέσουν τα όπλα και οι κάτοικοι να τραπούν σε φυγή.
Χομς
Η παλιά πόλη της Χομς πολιορκείτο για δύο χρόνια από το 2012. Ο σφοδρός βομβαρδισμός της και οι μάχες που μαίνονταν παράλληλα κατέστρεψαν τον ιστορικό αυτόν τομέα.
Η Χομς ήταν μια από τις πρώτες πόλεις που ξεσηκώθηκαν όταν άρχισε η εξέγερση κατά του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ στα μέσα Μαρτίου του 2011 και ήταν, όπως και η περιοχή της, στόχος πολλών επιχειρήσεων του στρατού.
Τον Μάιο του 2014, η πλειοψηφία των ανταρτών αποχώρησε από την πόλη κατόπιν συμφωνίας, έπειτα από δύο χρόνια σφοδρών βομβαρδισμών και ασφυκτικής πολιορκίας που είχαν επιβάλει οι κυβερνητικές δυνάμεις. Αυτή ήταν η πρώτη συμφωνία που συνήφθη από τότε που άρχισε ο πόλεμος μεταξύ της κυβέρνησης και των ανταρτών για την απόσυρση των δεύτερων.
Υπολογίζεται ότι κατά τα δύο αυτά χρόνια της πολιορκίας, στην παλιά πόλη έχασαν τη ζωή τους σχεδόν 2.200 άνθρωποι, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στο ιστορικό της κέντρο, που ήταν πλέον ερείπια, οι κάτοικοι που είχαν απομείνει δεν είχαν πια σχεδόν τίποτε να φάνε, εκτός από αγριόχορτα και ξηρά τροφή.
Μεταξύ του Μαρτίου και του Μαΐου του 2017, χιλιάδες αντάρτες και άμαχοι εγκατέλειψαν την Ουαέρ, την τελευταία συνοικία της τρίτης μεγαλύτερης πόλης της χώρας που ήλεγχαν οι αντάρτες.
Χαλέπι
Την 1η Φεβρουαρίου του 2016, οι κυβερνητικές δυνάμεις, υποστηριζόμενες από τους μαχητές της Χεζμπολάχ και τα ρωσικά βομβαρδιστικά, εξαπέλυσαν επίθεση στην επαρχία του Χαλεπιού, στη βόρεια Συρία.
Τον Ιούλιο οι κυβερνητικές δυνάμεις έκοψαν τον τελευταίο άξονα ανεφοδιασμού των ανταρτών, την αρτηρία του Καστέλο. Πλέον πολιορκούσαν το σύνολο των συνοικιών στις οποίες οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν μεγάλες ελλείψεις, ενώ οι τιμές είχαν εκτοξευτεί στα ύψη.
Στις 15 Νοεμβρίου έπειτα από έναν μήνα ηρεμίας, εξαπολύθηκε εκστρατεία πληγμάτων: οι συνοικίες των ανταρτών υπέστησαν τους πιο σφοδρούς βομβαρδισμούς των τελευταίων δύο ετών, με βαρέλια με εκρηκτικά, οβίδες και ρουκέτες. Οι δυτικοί έκαναν λόγο για ”εγκλήματα πολέμου” από τη Ρωσία και τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις.
Η επιχείρηση αυτή επέτρεψε στη Δαμασκό να ξαναθέσει υπό τον έλεγχό της μία-μία τις συνοικίες των ανταρτών.
Στις 22 Δεκεμβρίου, μετά την έξοδο και της τελευταίας αυτοκινητοπομπής ανταρτών και αμάχων από το Ανατολικό Χαλέπι, οι συριακές αρχές ανακοίνωσαν ότι έχουν πλέον τον πλήρη έλεγχο του Χαλεπιού.
Αποχώρηση ή Θάνατος
Η πόλη της Νταράγια, στην επαρχία της Δαμασκού, ήταν μια από τις πρώτες που εξεγέρθηκαν κατά των συριακών αρχών. Αυτή ανακατελήφθη πλήρως στα τέλη του Αυγούστου του 2016 από τον συριακό στρατό μετά την απομάκρυνση χιλιάδων ανταρτών και αμάχων, οι οποίοι είχαν υποστεί για τέσσερα χρόνια μια ανελέητη πολιορκία και αδιάκοπους βομβαρδισμούς.
Το 2017, οι συριακές αρχές ξαναέθεσαν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή Ουάντι Μπαράντα, κοντά στη Δαμασκό, τον οποίο είχαν χάσει το 2012, και στη συνέχεια έθεσαν επίσης υπό τον έλεγχό τους πολλές συνοικίες ανταρτών στη πρωτεύουσα (Μπαρζέ, Καμπούν και Τεχρίν). Πολλές χιλιάδες άμαχοι και μαχητές πήραν το δρόμο για την επαρχία Ιντλίμπ, στη βορειοδυτική Συρία, η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός συνασπισμού οργανώσεων με κυρίαρχη μια πρώην πτέρυγα της Αλ Κάιντα.
Τους τελευταίους μήνες, οι συριακές αρχές έχουν ανακαταλάβει πολλές περιοχές τις οποίες ήλεγχαν οι αντάρτες στα περίχωρα της Δαμασκού, βάσει των λεγόμενων συμφωνιών ”συμφιλίωσης”, οι οποίες καταλήγουν στην απομάκρυνση των μαχητών με αντάλλαγμα τον τερματισμό των βομβαρδισμών και της πολιορκίας.
Σε έκθεσή της με τίτλο ”Αποχώρηση ή Θάνατος”, η Διεθνής Αμνηστία σημείωνε πρόσφατα ότι οι εκτοπισμοί δια της βίας πληθυσμών βάσει των λεγόμενων συμφωνιών ”συμφιλίωσης” προσομοιάζουν με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
″Η συριακή κυβέρνηση και, σε μικρότερο βαθμό, οι ένοπλες οργανώσεις της αντιπολίτευσης έχουν παράνομα πολιορκήσει αμάχους” και ”πραγματοποιήσει παράνομες επιθέσεις σε πυκνοκατοικημένες ζώνες”, αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία.
Το Κρεμλίνο αρνείται την ευθύνη του ρωσικού στρατού για τον θάνατο αμάχων στην ανατολική Γούτα
Στο μεταξύ ο εκπρόσωπος Τύπου του Ρώσου προέδρου Ντμίτρι Πεσκόφ απέρριψε κατηγορηματικά τις κατηγορίες που προσάπτουν στον ρωσικό στρατό, σύμφωνα με τις οποίες ευθύνεται για τους 250 αμάχους που σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς που φέρεται ότι πραγματοποίησε στο ελεγχόμενο από τους αντάρτες προάστιο της Δαμασκού, την Ανατολική Γούτα, όπως είχε μεταδώσει το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
«Πρόκειται για αβάσιμες κατηγορίες. Δεν καταλαβαίνουμε πού στηρίζονται. Επειδή δεν αναφέρονται κάποια συγκεκριμένα στοιχεία γι′ αυτό και αξιολογούμε με αυτόν τον τρόπο τις κατηγορίες αυτές. Με τις οποίες δεν συμφωνούμε», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ.