«Ο αχώρητος παντί, πώς εχωρήθη εν γαστρί;»
Ο υμνολογικός θησαυρός της εκκλησίας μας, οι φωταγωγημένοι δρόμοι των πόλεων, οι διαφημίσεις και ο έντονος ανταγωνισμός για το ψηλότερο και καλύτερα στολισμένο δέντρο συνθέτουν το σκηνικό του οδοιπορικού μας προς τα Χριστούγεννα. Ο καθένας μας προετοιμάζεται να βιώσει με τον δικό του τρόπο το “παράδοξο” γεγονός της ενανθρώπισης του Θεού.
Ο συμβολισμός των Χριστουγέννων είναι πολυεπίπεδος και έντονα χαραγμένος στην μνήμη μας. Η γέννηση του Θεανθρώπου δεν συνιστά απλά ένα θρησκευτικό γεγονός ή ένα φαινόμενο επιστημονικής και κοινωνιολογικής μελέτης, αλλά έχει διαποτίσει και την παράδοσή μας που διαμορφώνει τόσο το ατομικό μας “είναι” όσο και το συλλογικό μας ασυνείδητο.
Για τους περισσότερους το “πνεύμα” των Χριστουγέννων είναι ταυτισμένο με υλικά αντικείμενα-αγαθά που τείνουν να αλλοιώσουν το βαθύτερο νόημα της ενσάρκωσης του Θείου Λόγου. Στο οξύμωρο αυτό σχήμα-πλαίσιο όλοι προσπαθούν να «χωρέσουν» την ανάγκη για συντροφιά, αγάπη, ταπεινότητα, μετάνοια και ελπίδα με τα δώρα, τα γλυκίσματα, την γαλοπούλα, το δέντρο και οτιδήποτε άλλο που επιβεβαιώνει την ύπαρξή του.
Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο το είπε καθαρά: “ Ζούμε για να κατέχουμε, όχι για να είμαστε”.
Ωστόσο, υπάρχoυν και ελάχιστοι που αντιμετωπίζουν με αδιαφορία το όλο σκηνικό των Χριστουγέννων θεωρώντας πως όλα τα παραπάνω ενέχουν μία υποκρισία ή συνιστούν τεκμήρια μιας ασύγγνωστης άγνοιας και πλάνης. Άγνοια και πλάνη που σχετίζονται με το γεγονός πως τα Χριστούγεννα ως γιορτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία αντιγραφή- με τις αναγκαίες προσαρμογές- των τελετών προς τιμήν του θεού Σατούρνους (Κρόνος), τα γνωστά Σατουρνάλια. Τα Σατουρνάλια ήταν μία ειδωλολατρική γιορτή των Ρωμαίων και πραγματοποιούνταν κάθε χρόνο μεταξύ 17-23 Δεκεμβρίου(χειμερινό ηλιοστάσιο). Ο ορισμός του θρησκευτικού συγκρητισμού.
Οι ομοιότητες σε ορισμένες εκδηλώσεις και ο χρόνος εορτασμού αποκαλύπτουν και την έντονη επίδραση των Σατουρναλίων στην εορτή των Χριστουγέννων. Ανάλογες ομοιότητες ανιχνεύονται και στα Κρόνια (προς τιμήν του Κρόνου) των Ελλήνων.
Ένας από τους εκπροσώπους όλων εκείνων που αδιαφορούν ή δυσπιστούν με το πνεύμα και το τελετουργικό των Χριστουγέννων μπορεί να θεωρείται και ο Μπουκόφσκι που παλιότερα απαντώντας στο ερώτημα “γιατί βρισκόμαστε εδώ;” (1980) είχε πει:
“Για όσους πιστεύουν στον Θεό, τα περισσότερα από τα ερωτήματα έχουν απαντηθεί. Για εκείνους από εμάς, όμως, που δεν μπορούν να αποδεχτούν πρόθυμα την φόρμουλα του Θεού, οι μεγάλες απαντήσεις δεν είναι χαραγμένες σε πέτρα. Προσαρμοζόμαστε στις νέες αποκαλύψεις και συνθήκες. Είμαστε εύκαμπτοι. Δεν είναι ανάγκη η αγάπη να είναι εντολή, ούτε ρητό η πίστη. Είμαι ο δικός μου Θεός”.
Η πίστη στο παράλογο
Παρά τον σκεπτικισμό πολλών και τον ψυχρό ορθολογισμό –τεχνοκρατικό πνεύμα της εποχής μας και του Homo digitalis είναι δύσκολο για κάποιον να μην υποταγεί στην τέχνη των υμνωδών και υμνογράφων των Χριστουγέννων. Περισσότερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζουν εκείνα τα λόγια των Ευαγγελιστών και των υμνογράφων που αποδίδουν-ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο το γεγονός της γέννησης του Χριστού.
Όλοι , δηλαδή, συγκλίνουν στο ασυνήθιστο και μυστηριώδες γεγονός της γέννησης θέτοντας έτσι σε δοκιμασία την ανθρώπινη λογική και τα παραδοσιακά σχήματα σκέψης. Ταυτόχρονα τονίζεται εμφαντικά ο ρόλος της πίστης στην κατανόηση και αποδοχή του ακατάληπτου γεγονότος της γέννησης του Χριστού.
“Credo quia absurdum” (Τερτυλιανός, Το πιστεύω, επειδή είναι παράλογο).
Η πίστη στο παράλογο και η αποδοχή του συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για να κατανοήσουμε το μυστήριο της γέννησης και να βιώσουμε το κρυμμένο νόημα της ενσάρκωσης του Θείου Λόγου. Οδηγός μας στην προσπάθεια αυτή θα είναι κάποια αποσπάσματα από την εκκλησιαστική υμνογραφία.
Η έκπληξη-απορία
“Τι θαυμάζεις Μαριάμ; Τι εκθαμβείσαι το εν σοι; Ότι άχρονον Υιόν, χρόνω εγέννησα, του τικτομένου μη διδαχθείσα” (Γιατί απορείς , Μαριάμ; Γιατί μένεις έκπληκτη με αυτό που συμβαίνει σε σένα; Επειδή τον άχρονο υιό στο χρόνο γέννησα ).(Υμνολογικά του Όρθρου της εορτής της Γέννησης ,Απολυτίκιον .Ήχος δ).
Ο Υμνογράφος δια στόματος Παναγίας εκφράζει και εξωτερικεύει την απορία πολλών ανθρώπων για την μοναδικότητα της γέννησης του Χριστού αλλά και την έκπληξή τους μπροστά στο “ακατανόητο” και μυστηριώδες αυτό γεγονός. Κύριο στοιχείο της έκπληξης το “άχρονον” του Χριστού που “υποτάχτηκε” στον συμβατικό χρόνο της γέννησης ”χρόνω εγέννησα”.
Τα ακατανόητο της γέννησης του Χριστού από την Παρθένο Παναγία ο υμνογράφος το αποδίδει με την ίδια την απορία της Θεομήτορος.
“ Άνανδρος ειμί, και πώς τέξω Υιόν; άσπορον τις εώρακεν; όπου Θεός δε βούλεται, ηττάται φύσεως τάξις, ως γέγραπται”.(Άνδρα δεν γνωρίζω ,και πώς θα γεννήσω υιό; Γέννηση χωρίς σπορά ποιος έχει δει ποτέ; Αλλά όπου βούλεται ο Θεός, νικιέται της φύσεως η τάξη, όπως έχει γραφεί).
Ωστόσο, δηλώνεται πως η θέληση του Πατέρα-Θεού είναι η κοσμοποιός δύναμη στην οποία υποτάσσεται και η “τάξη” του σύμπαντος.
Η Σάρκωση του Θείου Λόγου
Την σάρκωση του Θείου Λόγου την ανιχνεύουμε ως επισήμανση σε πολλούς υμνογράφους που τονίζουν έμμεσα την διπλή φύση του Χριστού, την Θεϊκή και την ανθρώπινη. Τα παραδείγματα που ακολουθούν επικυρώνουν αλλά και αναδεικνύουν όχι μόνον τον διττό χαρακτήρα της φύσης του Θεανθρώπου, αλλά και την απόφασή του να συμπάσχει με τους ανθρώπους ως άνθρωπος για την σωτηρία τους.
“Άσαρκος γαρ ων, ενσαρκώθη εκών” // “Ήλθες σαρκωθείς εξ απειράνδρου” // “Άυλος ων το πρόσθεν, αλλ επ εσχάτων Λόγος παχυνθείς, σαρκί τον πεπτωκότα”(κι ενώ πριν ήταν άυλος και άσαρκος, στους έσχατους χρόνους έλαβε σάρκα και ντύθηκε τον πεσμένο άνθρωπο).
Συχνή, επίσης, είναι η αναφορά στην έννοια του “Λόγου” που με την γέννηση του Χριστού έλαβε υλική υπόσταση. Η πολυσημία του όρου “Λόγος” (όπως αυτός παραδόθηκε κι από τον Ηράκλειτο) μας εμποδίζει να τον μεταφράσουμε γιατί έτσι θα στενέψουμε το περιεχόμενό του. Το εμβληματικό “Εν αρχή ην ο Λόγος” καλύπτει κάθε ερμηνευτική προσπάθεια και δοκιμασία. Τα παραδείγματα που ακολουθούν είναι πάμπολλα και ανευρίσκονται τόσο στις ευαγγελικές περικοπές όσο και στην εκκλησιαστική υμνογραφία:
“Τεκούσα τον προ αιώνων Λόγον” // “Θεόν Λόγον σαρκωθέντα” // “ Σήμερον ο άναρχος άρχεται και ο Λόγος σαρκούται”.
Στις παραπάνω απορίες για τον σαρκωθέντα Λόγο ο Ρωμανός ο Μελωδός δίνει την δική του απάντηση “Τι μείζον άλλο καινόν είδεν η Κτίσις;” (Τι άλλο μεγαλύτερο καινούργιο είδε η πλάση;).
Μπροστά στο αδιανόητο για την ανθρώπινη λογική το φυσιολογικό θα ήταν να μείνουμε άναυδοι και δύσπιστοι .Κι αυτό γιατί ο άχωρος, ο αχώρητος, ο άχρονος, ο αιώνιος, ο αδιάστατος και άπειρος γεννιέται από μία γυναίκα που δεν γνώρισε άνδρα.
“Πώς εξείπω το μέγα μυστήριον; Ο άσαρκος σαρκούται ,ο Λόγος παχύνεται, αόρατος οράται και αναφής ψηλαφάται”. (Πώς να ερμηνεύσω, ότι ο άσαρκος σαρκούται, ότι ο Λόγος λαμβάνει υλική υπόσταση, πώς ο αόρατος βλέπεται, ό αναφής (αυτός που δεν ψηλαφείται) ψηλαφείται;). (Γρηγόριος Θεολόγος).
Ο θαυμασμός, η απορία, η έκπληξη και το δέος των υμνογράφων αποτυπώνουν περίτρανα και τα ανάλογα συναισθήματα των κοινών ανθρώπων που αδυνατούν να ερμηνεύσουν την Γέννηση του Χριστού με τα παραδοσιακά και ανθρώπινα λογικά σχήματα.
“Ο αχώρητος παντί, πώς εχωρήθη εν γαστρί;”(Εσύ που δεν χωράς πουθενά, πώς χώρεσες στην κοιλιά;)
Ο Θεϊκός Λόγος γίνεται εκείνο που δεν ήταν, δηλαδή, άνθρωπος. Εξακολουθεί ,όμως, και μένει αυτό που ήταν, δηλαδή Θεός.. Μπορεί όλα αυτά να είναι ακατάληπτα και να δίνουν τροφή στους σκεπτικιστές και στους αρνητές κάθε θρησκείας και μεταφυσικής.
To ανερμήνευτον
Για τον υμνογράφο, όμως, η απάντηση σε όλα αυτά τα ακατάληπτα και λογικά ασύλληπτα είναι μία : Η πίστη και η άκριτη αποδοχή της Γέννησης ως μυστηρίου. Επιχειρήματα (με την αριστοτελική έννοια του όρου) δεν υπάρχουν για την λογική θεμελίωση του μυστηρίου της Γέννησης του Χριστού.
“Oυ φέρει το μυστήριον έρευναν. Πίστει μόνη τούτο πάντες δοξάζομεν, κράζοντες μετά σού και λέγοντες. Ανερμήνευτε Κύριε, δόξα σοι”.
Εν τω μεταξύ το “Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία” για μία ακόμη φορά διαψεύδεται και μένει ατελέσφορο ως ευχή, αφού ο φαίνεται πως η μόνη σκληρή πραγματικότητα της ανθρώπινης πορείας είναι ο πόλεμος.
Κουράστηκαν κι απογοητεύτηκαν και ο οι Θεοί με τους ανθρώπους και μας εγκατέλειψαν ή ο ανεπανάληπτος και αρχετυπικός Θουκυδίδης το πρόβλεψε πιο καθαρά και διαχρονικά, όταν έλεγε (εννοώντας τον πόλεμο και την ανειρήνευτη συμπαρουσία ανθρώπων και λαών) πως:
“Γιγνόμενα μεν και αιεί εσόμενα, έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η…” (τα πράγματα αυτά γίνονται, και θα γίνονται πάντοτε, εφόσον η φύση των ανθρώπων παραμένει ίδια) .