«Περισσότερος συμβολισμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει: η Ρωσία εκλέγει τον επόμενο χρόνο νέο πρόεδρο και νικητής δεν θα είναι άλλος από τον νυν πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν, που βρίσκεται στο αξίωμα αυτό επί 18 χρόνια με μια μικρή διακοπή. Οι εκλογές θα γίνουν στις 18 Μαρτίου, μια επίσης συμβολική ημέρα. Γιατί εκείνη την ημέρα του 2014 η Ρωσία επισφράγισε την προσάρτηση της Κριμαίας και την επιστροφή του Πούτιν στην παγκόσμια πολιτική σκηνή» αναφέρει σε δημοσίευμά της Deutsche Welle εστιάζοντας στις προκλήσεις που φέρνει η νέα χρονιά για τη Ρωσία και τον πρόεδρο της.
Βάρος στην εσωτερική πολιτική
Όπως αναφέρεται, η εκτίμηση που υπάρχει είναι πως το 2018 ο Πούτιν θέλει να ρίξει το βάρος του στην εσωτερική πολιτική δεδομένου και του προεδρικού προεκλογικού αγώνα αλλά και της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με τον Στέφαν Μάιστερ, επικεφαλής του Κέντρου Ρόμπερτ Μπος για την Εγγύς και Μέση Ανατολή, τη Ρωσία και την Κεντρική Ασία στη Γερμανική Εταιρεία Εξωτερικής πολιτικής DGAP στο Βερολίνο. Σύμφωνα με τον γερμανό εμπειρογνώμονα ο ρώσος ηγέτης θα συνεχίσει να αποπροσανατολίζει τον λαό του με θέματα εξωτερικής πολιτικής, αλλά δεν θα είναι πια τόσο εύκολο. «Οι Ρώσοι είναι κουρασμένοι και λένε ότι τα μεγαλεία είναι καλά, αλλά θα μπορούσαν να ήταν και λιγότερα». Βέβαια ο ίδιος ο ρώσος πρόεδρος ισχυρίζεται ότι κατάφερε να ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, που προκλήθηκαν μεταξύ άλλων από τις δυτικές κυρώσεις και τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Στις αρχές Δεκεμβρίου το ποσοστό δημοτικότητάς του σύμφωνα με το ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Κέντρο Λεβάντα κυμαίνονταν στο 78%, δηλαδή πέντε ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες από τον περασμένο Αύγουστο. Αλλά και ο Ιβάν Τιμοφέγεφ από το Ρωσικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής RSMD προβλέπει ότι η επικέντρωση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής θα εξασθενήσει. «Η επιχείρηση στη Συρία ήταν μεν μια επιτυχία, αλλά τα εσωτερικοπολιτικά προβλήματα παραμένουν και κατά πρώτο λόγο είναι απαραίτητος ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας και της τεχνολογίας», λέει ο Τιμοφέγεφ από τη δεξαμενή σκέψης της Μόσχας. Η Τατιάνα Καστούεβα Ζαν, επικεφαλής του Κέντρου Ρωσία-Ρωσική Συνομοσπονδία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Εξωτερικών Σχέσεων, υποστήριξε ότι ο Πούτιν ξεκίνησε ηδη την προεκλογική του εκστρατεία με τη μερική αποχώρηση των ρώσων στρατιωτών από τη Συρία.
Ενώπιον νέων αμερικανικών κυρώσεων
Στην Ουκρανία, όπου η Ρωσία βρίσκεται στρατιωτικά στο πλευρό των αυτονομιστών, οι εμπειρογνώμονες προβλέπουν για το 2018 ότι θα μείνει κι άλλο στη ναφθαλίνη η υλοποίηση της συμφωνίας του Μινσκ. Αντίθετα, το Κίεβο, που έχει κατατάξει τη Ρωσία ως χώρα κατοχής του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ, φοβάται κλιμάκωση. Για τον Τιμοφέγεβ πάντως το μεγαλύτερο ρίσκο για τη Ρωσία βρίσκεται στη σχέση της με τις ΗΠΑ. «Έχουμε χάσει τον έλεγχο και η κατάσταση το 2017 έχει εμφανώς κλιμακωθεί», υποστηρίζει. Την επόμενη χρονιά θα εμφανιστεί μια νέα πρόκληση. Τέλος Ιανουαρίου η αμερικανική κυβέρνηση θα καταθέσει στο Κογκρέσο τη λεγόμενη «λίστα του Κρεμλίνου», μια λεπτομερή έκθεση με πολιτικούς και επιχειρηματίες με επιρροή στο Κρεμλίνο. Είναι τμήμα των νέων κυρώσεων που αποφάσισε το Κογκρέσο το καλοκαίρι σε βάρος της Μόσχας, με τις οποίες προσπαθεί η Ουάσιγκτον να αντιδράσει στις φερόμενες προσπάθειες της Ρωσίας να παρέμβει στον προεκλογικό αγώνα. Η Ρωσία βέβαια απορρίπτει κάθε παρέμβαση. Σε περίπτωση, η λίστα περιλαμβάνει πολύ αυστηρές κυρώσεις και η υπομονή της Μόσχας απέναντι στη νέα αμερικανική κυβέρνηση μάλλον θα φτάσει στο τέλος της. Μέχρι σήμερα πάντως η Ρωσία έδειξε αυτοσυγκράτηση.
«Παρατηρώ μεγάλη ανησυχία στη Ρωσία εξαιτίας των νέων αμερικανικών κυρώσεων», λέει ο Στήβεν Πίφερ από το Brookings. «Οι σχέσεις έχουν φτάσει σε τόσο χαμηλό σημείο, ώστε είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως θα μπορούσαν να επιδεινωθούν κι άλλο». Ο αμερικανός επιστήμονας υποστηρίζει ότι ο Πούτιν ήλπιζε ότι υπό τον Τραμπ η κατάσταση θα ήταν καλύτερη. Όμως οι κατηγορίες για μυστικές συμφωνίες με τη Μόσχα στον προεκλογικό αγώνα «έχουν δέσει τα χέρια του αμερικανού προέδρου», πιστεύει ο Πίφερ. «Η αίσθησή μου είναι ότι η Μόσχα έχει εγκαταλείψει την ιδέα συνεργασίας με τον Τραμπ», εκτιμά ο Στέφαν Μάιστερ από το DGAP.
Πηγή: DW