Η επιστροφή του 91 ετών Κλιντ Ίστγουντ μπροστά, αλλά και πίσω από την κάμερα δύο χρόνια μετά τη «Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ», ο «Βασιλιάς Όττο», ένα ντοκιμαντέρ - φόρος τιμής στον Όττο Ρεχάγκελ και το καλοκαίρι του 2004, η μεγάλη εισπρακτική επιτυχία στη Γαλλία που απέσπασε επτά βραβεία Σεζάρ «Αντίο, Ηλίθιοι» και τα «Μαθήματα Περσικών», μία αληθινή ιστορία επιβίωσης στην υπό γερμανική κατοχή Γαλλία του 1942.
Αυτές είναι οι τέσσερις ταινίες που κάνουν πρεμιέρα στις αίθουσες από την Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου. Υπενθυμίζεται ότι η είσοδος σε κινηματογράφους 12μηνης λειτουργίας επιτρέπεται με πιστοποιητικό εμβολιασμού/νόσησης ή την επίδειξη rapid τεστ 48 ωρών. Η χρήση μάσκας παραμένει υποχρεωτική.
«Cry Macho»
Ο Μάικ Μίλο (Κλιντ Ίστγουντ), ένας πρώην σταρ του ροντέο και ξοφλημένος εκτροφέας αλόγων αναλαμβάνει μία δουλειά από το πρώην αφεντικό του. Πρέπει να φέρει παράνομα τον μικρό του γιο από το Μεξικό. Αναγκασμένο να ακολουθήσει μία κρυφή διαδρομή επιστρέφοντας στο Τέξας, το αταίριαστο δίδυμο ζει μία απρόσμενη περιπέτεια, καθώς ο Μάικ αναζητά την εξιλέωση.
Ο 4 φορές βραβευμένος με Όσκαρ Κλιντ Ίστγουντ, επιστρέφει στα 91 του χρόνια πίσω και μπροστά στην κάμερα με ένα στιβαρό νέο-γουέστερν, το Cry Macho, που μιλάει για το τι σημαίνει να φέρει κάποιος στους ώμους του τον χαρακτηρισμό μάτσο, για τα θεμέλια και το τίμημα της στερεοτυπικής ανδροπρέπειας.
Η ιστορία διαδραματίζεται το 1979, μία εποχή που ο Ίστγουντ υποδυόταν τον καουμπόι και τον αστυνόμο, ενώ άρχιζε να σκηνοθετεί πίσω από την κάμερα. «Αυτή η ταινία ήρθε πριν 40 χρόνια» θυμάται ο Ίστγουντ. «Αλλά δεν προχώρησε και επανήλθε πριν από 2 χρόνια. Ήταν η κατάλληλη στιγμή».
Η ταινία, που βασίζεται σε νουβέλα του Ρίτσαρντ Νας, γυρίστηκε στα τέλη του 2020, μετά από πολλές αναβολές, στο Νέο Μεξικό.
Όσο για τη μουσική της ταινίας, τις συνθέσεις που ακούγονται στην ταινία παίζει στο πιάνο ο Κλιντ Ίστγουντ.
Μαζί με τον Κλιντ Ίστγουντ παίζουν οι Εντουάρτο Μινέτ, Ναταλία Τραβέν, Ντουάιτ Γιόακαμ, Φερνάντα Ουρεχόλα, Οράσιο Γκαρσία-Ρόχας.
«Αντίο, Ηλίθιοι»
Ο Αλμπέρ Ντιποντέλ, υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία, ενώ υποδύεται έναν από τους δύο πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες που πλαισιώνουν την ηρωίδα (Βιρζινί Εφιρά). Η Εφιρά αποφασίζει να ακολουθήσει τα χνάρια του γιου της, που είχε αναγκαστεί να δώσει για υιοθεσία όταν είχε μείνει έγκυος στην εφηβεία της. Η σαραντατριάχρονη κομμώτρια, θα βρει δυο εντελώς αναπάντεχους συνοδοιπόρους στην έρευνά της: δύο δημόσιους υπάλληλους, που υπηρετούν στην υπηρεσία όπου αρχικά προσφεύγει για να βρει βοήθεια στην αναζήτησή της. Ο ένας, ο Ντιποντέλ, είναι ένας υψηλά ιστάμενος δημόσιος υπάλληλος στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, ο οποίος, καθώς έχει μείνει πίσω στις προαγωγές του τμήματός του λόγω του ιδιόμορφου χαρακτήρα του, γίνεται αυτοκαταστροφικός και επικίνδυνος για τους συναδέλφους του. Ο άλλος, είναι ένας τυφλός άντρας, ο οποίος εργάζεται στα αρχεία της υπηρεσίας, καλύπτοντας στη συγκεκριμένη θέση την ποσόστωση για τα άτομα με ειδικές ανάγκες που προβλέπεται από τη γαλλική νομοθεσία.
Οι καταστάσεις που δημιουργούνται είναι σχεδόν σουρεαλιστικές, ενώ το χιούμορ της ταινίας έχει μια αναρχική, μαύρη ποιότητα, που θυμίζει Μόντι Πάιθονς – δεν είναι τυχάιο πως ο Τέρι Γκίλιαμ, του κορυφαίου βρετανικού κωμικού σχήματος, κάνει ένα καμέο πέρασμα στην ταινία. Η ταινία άλλωστε είναι αφιερωμένη στον Τέρι Τζόουνς των Μόντι Πάιθονς, με τον οποίο ο Ντιποντέλ συνεργάστηκε στο παρελθόν σε δύο ταινίες του.
Η ταινία ασκεί μια έμμεση, πλην δριμεία κριτική στον υλισμό, τον καταναλωτισμό και τη σκληρότητα της σύγχρονης γαλλικής, και όχι μόνο, κοινωνίας, που φαίνεται πως μπορεί να λειτουργήσει μόνο με την απίστευτη, κωμική και τραγική μαζί, γραφειοκρατία της.
Η κριτική επιτροπή των φετινών βραβείων Σεζάρ τίμησε τη δουλειά του Ντιποντέλ και των συνεργατών του, με επτά βραβεία –ανάμεσά τους τα Σεζάρ Καλύτερης Ταινίας, Σεναρίου και Σκηνοθεσίας (για τον Ντιποντέλ) και Δεύτερου Ανδρικού Ρόλου (για τον Νικολά Μαριέ).
Η ταινία σημείωσε ρεκόρ εισιτηρίων στη Γαλλία, εν μέσω πανδημίας, και ήταν η πιο αγαπημένη ταινία των Γάλλων για πολλούς μήνες.
Παίζουν Βιρζινί Εφιρά, Αλμπέρ Ντιποντέλ, Νικολά Μαριέ.
«Μαθήματα Περσικών»
Ο Ζιλ, ένας νεαρός Εβραίος από το Βέλγιο, συλλαμβάνεται και οδηγείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Για να σώσει τη ζωή του και να γλιτώσει την εκτέλεση υποκρίνεται ότι είναι Ιρανός. Μέχρι που βρίσκεται υπό την προστασία ενός αξιωματικού των ναζί, ο οποίος θέλει να μάθει περσικά, για να ανοίξει εστιατόριο στην Τεχεράνη όταν τελειώσει ο πόλεμος. Ο Ζιλ, γιος ραβίνου, πρέπει να μάθει στον αξιωματικό φαρσί, χωρίς να γνωρίζει ούτε λέξη από τη γλώσσα και ζει σε συνεχή τρόμο.
Η ταινία του Ουκρανού σκηνοθέτη Βαντίμ Πέρελμαν -που σε κάποιους θθυμίζει την ταινία του Ρομπέρτο Μπενίνι «Η ζωή είναι ωραία»- είναι εμπνευσμένη από αληθινή ιστορία.
Παίζουν Ναουέλ Περέζ Μπισκαγιάρ, Λαρς Έιντινγκερ.
«Βασιλιάς Όττο»
Το καλοκαίρι του 2004, η Ελλάδα μάγεψε την Ευρώπη με την πιο αναπάντεχη νίκη της στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Οι θεατές ανά τον κόσμο παρακολούθησαν με δυσπιστία και δέος τα αουτσάιντερ του θεσμού, μία ομάδα, η οποία χωρίς να έχει καμία απολύτως νίκη σε σημαντική διοργάνωση, κατατρόπωσε τους γίγαντες του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και ανακηρύχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Ο αρχιτέκτονας πίσω από αυτό τον απροσδόκητο θρίαμβο ήταν ο θρυλικός Γερμανός προπονητής, ο ‘Βασιλιάς’ Όττο Ρεχάγκελ. Έχοντας σημειώσει τεράστιες επιτυχίες για την χώρα του, πήρε την παράτολμη απόφαση να εγκαταλείψει την αυτοκρατορία του, για να αναλάβει την αδύναμη Ελληνική ομάδα ποδοσφαίρου.
Αυτή είναι ιστορία για το πως δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κουλτούρες ενώθηκαν, μίλησαν την ίδια γλώσσα και έγραψαν μαζί ένα νέο κεφάλαιο στην Ελληνική μυθολογία.
Ο «Βασιλιάς Όττο» (με τίτλο που επανασυστήνει το όνομα κλείνοντας το μάτι στην βασιλεία του φιλέλληνα Όθωνα) είναι ένα ντοκιμαντέρ - φόρος τιμής στον Όττο Ρεχάγκελ, τον θρυλικό προπονητή που οδήγησε την Εθνική Ελλάδος στον θρίαμβο του Euro 2004.
Η ταινία ξετυλίγει ένα από τα μεγαλύτερα έπη στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού, την κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου το 2004 από τη χώρα μας, στα γήπεδα της Πορτογαλίας.
Σε σκηνοθεσία του Κρίστοφερ Αντρέ Μαρκς, ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη με εμπειρία στα αθλητικά ντοκιμαντέρ, η ταινία μας ξεναγεί στη διαδρομή που εκτόξευσε την Ελλάδα και μας θυμίζει το θαύμα που ένωσε ένα έθνος.