Στην αυλή δεν έπεφτε καρφίτσα και τα μαχαιροπίρουνα έμοιαζε να δίνουν μια φάλτσα συναυλία. Αλλά και μέσα στην κουζίνα δεν υπήρχε ησυχία, ο μάγειρας αναστέναζε πάνω απ΄τα καφτερά τηγάνια κι οι σερβιτόροι έγραφαν χιλιόμετρα, με πρωταγωνιστές τους φρέσκους θαλασσινούς μεζέδες, να παλεύουν, πρώτα με τα μάτια κι ύστερα μέσα στα στομάχια των πελατών.
Ψαροταβέρνα, σε μια άκρη της Κάσου, δίπλα στο κύμα, σχεδόν μέσα στη θάλασσα, σε μια μικρούτσικη παραλία, από κείνες που κρυφο-ζηλεύουν οι λογείς ταξιδιώτες, όταν φθάνουν ιδρωμένοι και χαμογελαστοί απ’ όλο τον πλανήτη και τις αποκαλούν παράδεισο!
Σαν απόφαγαν οι πελάτες και βρήκε ησυχία το προσωπικό, ο καταστηματάρχης με μια άσπρη ποδιά βγήκε να χαιρετήσει τους γνωστούς και τους φίλους.
Ο Γιώργος Κίκης είναι μορφή στη μικρούλα Κάσο, γεννημένος το 1946 από την Άννα Παππακανάκη και πατέρα τον Ιταλό Καίσαρα Κίκη, που από το Abruzzo βρέθηκε φαντάρος στο νησί κι ερωτεύτηκε Κασιώτισα. Όμως με την γερμανική κατοχή δεν άντεξε, πέταξε το όπλο και την κοπάνησε από το 1943 μέχρι το ΄45. Έγινε φυγάς, με κίνδυνο γύριζε τα νησιά και κρυβόταν στην ηπειρωτική Ελλάδα, με τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στη γυναίκα της ζωής του.
Ο γιος του, ο Γιώργος, ήταν ο πρωτογιός, γεννήθηκε το 1946 κι η πρώτη δουλειά που έμαθε να κάνει ήταν να νταραβερίζεται με τη θάλασσα!
Όχι πως τον ενθουσίαζε, άλλωστε δε το κρύβει πως είναι του γλεντιού και της στεριάς, μα σχεδόν όπως όλοι οι Κασιώτες της γενιάς του, πάνω στην άκρη του ορίζοντα έβλεπε να γράφεται η ελπίδα και το μέλλον του. Ήταν δεν ήταν 15 χρονών και έπιασε ναυτάκι σε ένα πελώριο κασιώτικο Λίμπερτυ.
Ο εφοπλιστής Μανώλης Βιντιάδης, δεν ήταν μόνο πανέξυπνος επιχειρηματίας, είχε βαθιά αγάπη για την Κάσο, στα πλοία του έδινε ονόματα από το νησί και από την οικογένεια του, έτσι και το ΜΑΡΟΥΚΛΑ ( το Λίμπερυ βαφτίστηκε ως BEN H. MILLER το ’43, στη συνέχεια έγινε CITY OF SHREWBURRY) ήταν το όνομα της αδελφής του αλλά και της κόρης του.
Ο Βιντιάδης προσέφερε δουλειά στους συντοποίτες του, έτσι πήρε κοντά και τον μικρό Γιώργη. Τότε το ΜΑΡΟΥΚΛΑ, είχε πλοίαρχο τον καπετάν Γιώργη Ντορίγα, έναν Γαλαξιδιώτη που είχε παντρευτεί μια Κασιωτίνα από τη φαμίλια του Γιάνναγα.
- Τίνος είναι αφτουά το παϊ; (ποιανού είναι αυτό το παιδί;)
έλεγε και ξανάλεγε το πλήρωμα, όταν πρωτοδε τον μικροκαμωμένο Γιώργη Κίκη να ανεβαίνει με τα μπογαλάκια του στο πλοίο. Τότε ξεκινούσε μια περιπέτεια ζωής, που όταν τη διηγείτε μέσα από τους κάμπους των ματιών του ξεπηδούν κύματα από θάλασσες-θεριά, τα χέρια του σχεδιάζουν πόλεις κι άγνωστους τόπους, που έβγαλαν ρίζες κι ακόμη σήμερα στοιχειώνουν το μυαλό του.
Εκεί στην αυλή της ταβέρνας, όσοι έτυχε να βρεθούμε κοντά του, σταματήσαμε τη κουβέντα, χαμηλώσαμε την ανάσα και ξεδιπλώσαμε τα αυτιά μας όσο πιο μακριά μπορούσαμε, κρυφακούσαμε την ιστορία του.
Είχε 20 λίρες για μηνιάτικο, τις 15 έστελνε στη μάνα, οι 5 πήγαιναν για τα απομαχικά και στη τσέπη του Γιώργη δε κουδούνιζε ούτε ένα φράγκο, μα δε βαριέσαι, είχε τόσους τόπους να δει, δυο χρόνια τριγυρνούσε ολάκερο τον πλανήτη κι έτσι δεν υπήρχε χρόνος για χασομέρι κι ανάγκες για ξοδέματα.
Τον Οκτώβρη του 1962 γέμισαν τα αμπάρια εμπορεύματα από τη Ρήγα της Ρωσίας, είχαν προορισμό την Αβάνα της Κούβας, όμως εκείνη την περίοδο ξέσπασε ο ψυχρός πόλεμος ανάμεσα στους Σοβιετικούς και τις ΗΠΑ.
Από τις 16 Οκτωβρίου ’62 και για 13 ημέρες, όλος ο πλανήτης έτρεμε στην ιδέα της “Κρίσης των Πυραύλων” ή όπως λένε στη Κούβα ήταν η “κρίση του Οχτώβρη”.
Μήλο της έριδος η κόκκινη Κούβα και η πιθανή βάση πυρηνικών που φαίνεται ότι ετοίμαζε με απόλυτη μυστικότητα ο Φιντέλ Κάστρο, αλλά το νέο έφτασε στον Λευκό Οίκο. Τα Αμερικανικά πολεμικά πλοία περιπολούσαν μέρα-νύχτα στη θαλάσσια περιοχή και σταματούσαν κάθε πλοίο, έφτανε μια μικρή υποψία ότι ήταν πιθανόν να κουβαλούσε πυρηνικά όπλα.
Το κασιώτικο λίμπερτυ με Λιβανέζικη σημαία ΜΑΡΟΥΚΛΑ ήταν ένας από τους στόχους για τα αντιτορπιλικά ΚΕΝΝΕΝΤΙ και ΠΙΡΣ.
Στις 06.50 της 26ης Οκτωβρίου 1962, το ΚΕΝΝΕΝΤΙ μπήκε μπροστά και ανέκοψε την πορεία της ΜΑΡΟΥΚΛΑΣ, αμερικανοί αξιωματούχοι ανέβηκαν στο πλοίο.
Ο Γιώργος Κίκης, ναυτάκι του ΜΑΡΟΥΚΛΑ, αποτύπωσε το στιγμιότυπο:
- Τραβούσαμε για Κούβα, απέξω από το Μαιάμι μας έκανε σήμα το αμερικανικό ναυτικό (όπως είχαμε ακούσει, ήδη είχαν σταματήσει 11 ρωσικά πλοία), όταν στα ξαφνικά μπήκαν μπροστά μας τα Αμερικάνικα πολεμικά μπροστά και έκοψαν το δρόμο. Ήρθαν πάνω με ανεμόσκαλες, ανοίξαν τα αμπάρια και άρχισαν να σκαλίζουν όλο το πλοίο!
Δεν βρέθηκαν πυρηνικά και το ΜΑΡΟΥΚΛΑ ήταν το πρώτο βαπόρι που οι Αμερικάνοι επέτρεψαν να δέσει στην Αβάνα και εκεί όλο το πλήρωμα βρέθηκε μπροστά σε μια ευχάριστη έκπληξη. Οι Κουβανοί έτρεξαν στο λιμάνι και υποδέχτηκαν με χαρές και πανηγύρια τους Έλληνες ναυτικούς, τους χαιρετούσαν και φώναζαν:
- Cuba Si, Yankee No!
Κοντά ενάμισι μήνα έμειναν και ξεφόρτωναν στην Αβάνα, για τον Γιώργο Κίκη η χώρα και οι άνθρωποι έγινε μια ανεπανάληπτη εμπειρία που σφηνώθηκε στη μνήμη του.
Μετά την υπηρεσία του στο ΜΑΡΟΥΚΛΑ ο Κίκης συνέχισε για λίγο διάστημα τα ταξίδια, έγινε στούαρτ (καμαρότος) στο ΝΟΡΤΗ LORT, του Κασιώτη εφοπλιστή Παπαδάκη, έπειτα ξανάφυγε με το DEISER LEDER του Κουλουκουντή, πήγε Αμερική κι εκεί βγήκε σκαστός στη στεριά. Αλλά και το 1965, το ξανάσκασε, αυτή τη φορά στην Αυστραλία που είχε κάποιο συγγενή.
Ο Γιώργος Κίκης δεν ήταν για να γίνει ναυτικός, έγραψε μόνο τρία χρόνια στο φυλλάδιο κι όμως οι εμπειρίες του φτάνουν για να γεμίσουν 2-3 χοντρά βιβλία! Ασχολήθηκε κι έκαμε καλιμέντο στις επιχειρήσεις εστίασης, στην Αμερική και την Κάσο, όμως κάθε φορά που κοιτά τη θάλασσα, επαναλαμβάνει λίγες λέξεις, που με απλότητα αποκαλύπτουν ολάκερη την ανθρώπινη σοφία:
- Μα τι μπορεί να θέλεις άμα γυρίσεις όλο το κόσμο;