«Ήρθε η ώρα να εξερευνήσω τη ζωή με έναν διαφορετικό τρόπο» απάντησε στην αρχή της συνέντευξης Τύπου ο Daniel Day Lewis, σχετικά με την απόφασή του να αποσυρθεί από την υποκριτική έπειτα από μια απόλυτα επιτυχημένη καριέρα, που ολοκληρώνεται με τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην «Αόρατη Κλωστή», το ερωτικό δράμα του Paul Thomas Anderson που βγαίνει σήμερα, Πέμπτη στις αίθουσες. Ο παγκοσμίου φήμης ηθοποιός και μοναδικός κάτοχος τριών βραβείων Όσκαρ Α΄ αντρικού ρόλου βρίσκεται στην Αθήνα με αφορμή την αποψινή πρεμιέρα της τελευταίας του ταινίας στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, τα έσοδα της οποίας θα διατεθούν για την στήριξη της Εταιρίας Προστασίας Σπαστικών/ Πόρτα Ανοιχτή.
Απλός και προσιτός ταυτόχρονα, με ένα ζεστό χαμόγελο ο 60χρονος πρωταγωνιστής μίλησε στους Έλληνες δημοσιογράφους για την «Αόρατη Κλωστή» αλλά και για την τέχνη του - το ξεκίνημα του και την απόφαση του να την αφήσει πίσω του.
«Δεν ξέρω γιατί αποφάσισα να σταματήσω. Και να ήξερα την απάντηση και πάλι θα προσπαθούσα ν′ αποφύγω ν′ απαντήσω. Είναι κάτι πολύ προσωπικό. Δεν θα ήθελα να το συζητήσω άλλο. Ηδη, έχω μιλήσει πάρα πολύ για όλο αυτό. Δεν το καταλαβαίνω κι εγώ ο ίδιος. Το ένιωσα, το έκανα, και επέλεξα να προχωρήσω προς τα εμπρός αποδεχόμενος αυτή την ιδέα αντί να την αντιπαλέψω. Και είμαι σίγουρος ότι θα μου είναι πολύ δύσκολο να αποχωριστώ το σινεμά. Γιατί, όταν ήμουν ακόμα παιδί, μου έσωσε τη ζωή. Ήταν το καταφύγιό μου. Εκεί έβρισκα ασφάλεια, αλλά και πρόκληση. Και θα είναι δύσκολο να απομακρυνθώ από αυτό τον κόσμο. Είμαι πραγματικά ευγνώμων για όλα αυτά που μου χάρισε η υποκριτική, όμως πραγματικά πιστεύω, ότι ήρθε η ώρα να εξερευνήσω τον κόσμο μ′ ένα διαφορετικό τρόπο».
Στην «Αόρατη Κλωστή» ο Day Lewis ενσαρκώνει τον σχεδιαστή μόδας Reynolds Woodcock, ο οποίος βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του φτιάχνοντας ρούχα για την υψηλή κοινωνία του Λονδίνου της δεκαετίας του ’50. Σε μια ανύποπτη στιγμή μαγεύεται από την παρουσία μίας νεαρής σερβιτόρας και τη μετατρέπει σε μούσα του. «Η αγάπη είναι τα πάντα στην ταινία. Το έργο μιλάει για τον έρωτα μεταξύ μίας νεαρής γυναίκας και ενός μεγαλύτερου άντρα που αρρωσταίνει. Και τι συμβαίνει με αυτή τη δυναμική στη σχέση τους. Για μένα είναι πάνω από όλα μια ερωτική ιστορία. Μία γυναίκα που παίρνει στα χέρια της την ψυχή ενός ανθρώπου που έχει εμμονή με τη δημιουργία και τον αναγκάζει να ζήσει τον έρωτα. Δε θα το επέτρεπε εκείνος στον εαυτό του. Η δική της αγάπη και το πείσμα της δεν του αφήνουν περιθώρια παρά να αγαπήσει κι αυτός» ανέφερε ο ηθοποιός σημειώνοντας ότι η δεύτερη συνεργασία του με τον Paul Thomas Anderson, ήταν μία μοναδική εμπειρία:
«Αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Συνήθως ο Paul έρχεται σε μένα με έτοιμο το σενάριό του. Και ο Paul είναι από τους δημιουργούς που παραδίδει αξιοθαύμαστα σενάρια. Στο χώρο μας τα καλά σενάρια είναι σπάνια, κυκλοφορούν πολλά μέτρια, και τα περισσότερα είναι άθλια. Υπάρχουν ελάχιστοι σεναριογράφοι όπου το έργο τους έχει αξία. Ο Paul είναι ένας τέτοιος άνθρωπος, γράφει εξαιρετικά. Αυτή τη φορά όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Αποφασίσαμε να το ρισκάρουμε. Να ξεκινήσουμε από το τίποτα και να δούμε που θα μας βγάλει. Επίσης, θέλαμε να γυρίσουμε μία ταινία σε μικρή κλίμακα, όπως παλιά - με ένα σετ με τρεις ανθρώπους. Γιατί όταν δουλεύεις χωρίς καμία άνεση, τότε η ενέργεια που βγαίνει είναι καταπληκτική. Όλοι όσοι ασχολούμαστε με τον κινηματογράφο- και είμαστε κάπως κακομαθημένοι- κάποια στιγμή ονειρευόμαστε να γυρίσουμε πίσω σ′ εκείνες τις πρώτες στιγμές της καριέρας μας. Η φαντασία, η ευρηματικότητά σου, το όποιο ταλέντο σου αναδύονται διαφορετικά όταν δεν έχεις τίποτα, όταν δεν περιτριγυρίζεσαι από όλες αυτές τις συμβάσεις μίας μεγάλης παραγωγής. Τότε μόνο έχεις την απόλυτη ελευθερία».
Στην αρχή της προετοιμασίας της ταινίας δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο σκόρπιες σελίδες, ένα σύντομο διήγημα. «Θέλαμε η «Αόρατη Κλωστή» να είναι έργο μουσικής δωματίου, όχι έργο για συμφωνική ορχήστρα. Για τον κεντρικό ήρωα θέλαμε να βρούμε ένα επάγγελμα δημιουργικό, αλλά οι τέχνες - όπως η ζωγραφική- είναι πολύ δύσκολο να αποτυπωθούν κινηματογραφικά. Όποτε επιλέξαμε να τον κάνουμε μόδιστρο, διότι σκεφτήκαμε ότι αυτό θα μας έδινε ένα περιθώριο δράσης. Μετά συνειδητοποιήσαμε το μέγεθος του βουνού που βρισκόταν μπροστά μας , καθώς η υψηλή ραπτική είναι μία πολύ πολύπλοκη και εξαιρετικά δύσκολη τέχνη».
Ο Day Lewis δεν πιστεύει ότι ο ήρωάς του ανήκει στο κλισέ: «κάθε ευφυής δημιουργός είναι παλιοχαρακτήρας»: «Λυπάμαι πολύ που ανακαλύπτω ότι ο κόσμος τον αντιλαμβάνεται έτσι. Καθόλου δεν πιστεύω σε αυτό το κλισέ. Μπορεί να είσαι εξαιρετικά ταλαντούχος και υπέροχος άνθρωπος επίσης. Μπήκα στο ρόλο για να αναδείξω την εμμονή του ήρωα με τη δημιουργία. Οι εμμονές συνήθως μας κάνουν εγωπαθείς. Αποκλείουμε τους ανθρώπους γύρω μας. Αυτό ήθελα να δείξω. Λυπάμαι που τον έκανα τόσο ασυγχώρητο».
Το ταξίδι του στην υποκριτική ξεκίνησε όταν ήταν τεσσάρων ετών και έπαιζε έναν από τους Τρεις Μάγους με τα δώρα στη προσχολική χριστουγεννιάτικη παράσταση. «Θυμάμαι ακόμα τη μητέρα μου να πλαντάζει στο κλάμα στην πρώτη σειρά. Είναι περίεργη η δουλειά μας. Στην ουσία είναι ένα παιχνίδι. Όλοι έχουμε παίξει τέτοια παιχνίδια ως παιδιά. Οι περισσότεροι σταματούν να παίζουν κάποια στιγμή, εγώ και οι συνάδελφοί μου συνεχίσαμε. Κι όσοι ήμασταν τυχεροί, χτίσαμε τη ζωή μας μέσα από αυτά τα παιχνίδια».
’Όπως ομολόγησε ο ίδιος δεν μετανιώνει για πράγματα που δεν έχει κάνει. «Στάθηκα εξαιρετικά τυχερός για πολύ καιρό, επέλεξα αυτά που ήθελα να κάνω και τα κατάφερα» δήλωσε ο ηθοποιός και παραδέχτηκε ότι πολλές φορές ονειρεύεται τους ήρωες που υποδύεται. «Συνήθως αυτό συμβαίνει κατά τη διάρκεια του γυρίσματος ή πριν. Σπάνια, μετά. Τα όνειρα ξεκίνησαν με το «Αριστερό μου Πόδι». Ξυπνούσα απότομα και έβλεπα το σώμα μου. Δεν ήταν το δικό μου. Ηταν του Christy, του ήρωά μου. Ονειρευόμουν πολύ κατά τη διάρκεια του «Lincoln» επίσης. Κι αυτό ήταν ιδιαίτερα περίεργο γιατί κι ο ίδιος είχε πολύ έντονα όνειρα , μάλιστα είχε ονειρευτεί το θάνατό του».
Που πάνε οι ήρωες του, όταν τελειώνει μια ταινία; «Μάλλον επιστρέφουν μέσα μου. Υποχωρούν στο υποσυνείδητο. Γνωρίζω πολύ καλά ότι ο κόσμος θεωρεί ότι είμαι τρελός. Με εξυπηρετεί αυτό γιατί δημιουργεί το τέλειο άλλοθι, κι εγώ πίσω του μπορώ να ζω την κανονική ζωή μου. Η αλήθεια είναι ότι κάποια μέρα το γύρισμα τελειώνει. Παίρνεις ένα εισιτήριο κι επιστρέφεις σπίτι σου. Ωστόσο οι ήρωες μου δεν παύουν ποτέ να με απασχολούν. Δίνω σε αυτούς όλη μου την αγάπη, και βιώνω πολλές φορές το τέλος τους ως απώλεια. Και ο αποχωρισμός είναι το δυσκολότερο κομμάτι».
Σε ερώτηση για την συμβολή της τέχνης σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, απάντησε πως σε κάθε δουλειά νομίζουμε ότι μπορούμε να συμβάλλουμε προς το καλύτερο. «Όμως, ανήκω στους καλλιτέχνες που αναγνωρίζουν ότι όλη η δημιουργία είναι, αρχικά, κάτι ιδιαίτερα εγωιστικό. Ελπίζεις μόνο ότι αυτό που σημαίνει τόσα πολλά για σένα θα βρει στη διαδρομή του κι άλλους ανθρώπους και θα καταλήξει να σημαίνει πολλά και γι′ αυτούς».
Σχετικά με την απονομή των βραβείων Όσκαρ, ο ηθοποιός δήλωσε πως δεν αγωνιά για το αν θα κερδίσει με αυτή την τελευταία του ερμηνεία: «Είμαι έτοιμος να χειροκροτήσω τον Gary Oldman. Είναι υπέροχος ηθοποιός. Μεγαλώσαμε και οι δύο σε κοντινή απόσταση στο Νότιο Λονδίνο, αν και τότε δεν γνωριζόμασταν. Υπήρξαμε χούλιγκανς της ίδιας ομάδας, έχουμε κοινούς φίλους. Είναι χαρά μου να μην ανησυχώ καθόλου για το Όσκαρ!».
Στο τέλος της συνέντευξης Τύπου, η πρόεδρος της Εταιρίας Προστασίας Σπαστικών, Δάφνη Οικονόμου, είπε πως το μεγαλύτερο ταλέντο του Day Lewis δεν είναι η υποκριτική. «Είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Όμως το μεγαλύτερο ταλέντο του είναι ότι είναι καλός άνθρωπος κι ακόμα καλύτερος φίλος. Στηρίζει πάντα αυτά τα παιδιά. Γιατί, σήμερα μπορεί να είναι μια λαμπερή πρεμιέρα, από αύριο όμως εμείς θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε μαζί με αυτά τα παιδιά».
(Με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ)