Γεννήθηκε στο Βέλγιο, κέρδισε τη διάκριση του European Shooting Star από το efp (European Film Promotion) πριν δύο χρόνια, και έχει ήδη γυρίσει ταινίες με τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη και τον Αλέξανδρο Βούλγαρη. Συνάντησα τη Δάφνη Πατακιά με αφορμή την ταινία «Μποέμικη Ψυχή (Djam)» στο πλαίσιο του 19ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Το Djam παίζεται αυτές τις μέρες στους κινηματογράφους, ενώ ήταν επίσημη επιλογή του περσινού Φεστιβάλ των Καννών. Η σκηνοθεσία είναι του Tony Gatlif, και πλάι στην Δάφνη Πατακιά παίζουν ο Σάιμον Αμπκαριάν και η Μαρίν Καιγιόν.
Η υπόθεση έχει ως εξής: Η Τζαμ, μια νεαρή Ελληνίδα, αποστέλλεται στην Κωνσταντινούπολη από τον θείο της Κακούργο, πρώην ναυτικό και παθιασμένο θαυμαστή του Ρεμπέτικου, σε μια αποστολή να βρει ένα κομμάτι του κινητήρα του σκάφους τους. Εκεί συναντά την Αβρίλ, 18 ετών από τη Γαλλία που βρίσκεται σε εθελοντική αποστολή για τους μετανάστες και έχασε τα χρήματά της, ενώ δεν γνωρίζει κανέναν στην Τουρκία. Η Τζαμ, παίρνει υπό την προστασία της την Αβρίλ και κατευθύνονται προς την Μυτιλήνη.
- Πες μας λίγα λόγια για τον ρόλο σου.
Αυτό που μου αρέσει σε αυτό το ρόλο είναι ότι είναι μια κοπέλα ελεύθερη - με το σώμα της, με το πνεύμα της, με τις σκέψεις της - ελεύθερη γιατί είναι πιστή στον εαυτό της. Επίσης, είναι μια κοπέλα κοινωνικά και πολιτικά ευαισθητοποιημένη.
- Εσένα τι σε απασχολεί κοινωνικά;
Η αλληλεγγύη - γούσταρα πάρα πολύ που δούλεψα ένα μήνα στη Γαλλία σε ένα κέντρο με πρόσφυγες οπού κάναμε μαθήματα. Εγώ ήμουν εκεί ως εθελόντρια για μαθήματα θεάτρου και τώρα που θα επιστρέψω, θα συνεχίσω.
- Πως ήταν η επικοινωνία αφού υπήρχε γλωσσική απόσταση;
Αυτό είναι το φανταστικό, γιατί εκεί βλέπεις πως η δύναμη της τέχνης φέρνει τον κόσμο κοντά. Ακόμη κι αν ο άλλος μιλήσει στη γλώσσα του, εντάξει, όλοι θα καταλάβουμε τι εννοεί. Σίγουρα δημιουργούμε κάτι όλοι μαζί κάτι κι αυτό είναι εντυπωσιακό.
- Πως είναι η ζωή στη Γαλλία;
Το Παρίσι μου αρέσει, έχω φίλους και παρέες. Μου λείπει και η Ελλάδα πολύ. Νιώθω ο,τί βράζει, ότι συμβαίνουν πάρα πολλά πράγματα.
- Πως σου φάνηκε η εμπειρία των φεστιβάλ;
Μου αρέσει να πηγαίνω σε φεστιβάλ γιατί έχουν διαφορετικές αντιδράσεις σε διαφορετικές χώρες. Στην Ινδία τους άρεσε πάρα πολύ γιατί είπαν ότι είναι σαν τον Raj Kapoor που είναι ο δικός τους Τσάρλι Τσάπλιν, αλλά της δεκαετίας του ’50 και του ’60 – κατάλαβα γιατί το είπαν.
- Πες μας λίγα πράγματα για τη συνεργασία με τον Tony Gatlif.
Όταν κάναμε το πρώτο κάστινγκ με ρωτάει: «Ξέρεις να χορεύεις χορό της κοιλιάς;» και του απαντάω, «όχι». «Ξέρεις να τραγουδάς ρεμπέτικα;» «Όχι», «Ξέρεις να παίζεις μπαγλαμά;», «Όχι». «Μπορείς να περπατήσεις;», «Αυτό μπορώ να το κάνω». Κι έτσι περπάτησα σε ένα διάδρομο και μου έδωσε το ρόλο - αργότερα μου είπε ότι το έκανε επειδή λέει ότι περπατάω σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν. Τελικά χρειάστηκε να τα δουλέψω όλα τα υπόλοιπα - έμαθα χορό της κοιλιάς και μπαγλαμά παρακολουθώντας tutorials στο Youtube.
- Πως σου φάνηκε;
Μου άρεσε τόσο πολύ που θα το συνεχίσω να παίζω.
- Έναν ηθοποιό τον βοηθά ο ρυθμός άλλωστε.
Ειδικά στις ταινίες του Tony επειδή υπάρχει πάντα μουσική, υπάρχει πάντα και μια αίσθηση του ρυθμού. Ακόμα και στις στιγμές που δεν είναι μουσικές. Ο ίδιος λέει ότι τον φοβίζει που στη σύγχρονη εποχή όλα πάνε τόσο γρήγορα πιακαι δεν προλαβαίνει - αλλά λέει ότι η μουσική έχει ένα ρυθμό και δεν μπορεί να πάει πιο ταχύτερα από αυτό που «είναι».
- Τι άλλο έμαθες από αυτόν;
Μου έμαθε να μη φοβάμαι το κοινό. Γιατί είναι τρομακτικό μερικές φορές να πηγαίνεις στο πλατό και να μην ξέρεις τι σκηνή θα γυρίσεις και τι θα γίνει. Μου έμαθε να μου αρέσει αυτό - και τον εμπιστευόμουν, αφηνόμουν σε οτιδήποτε συνέβαινε. Είναι σαν το bungee jumping, ξεκινάς και δεν ξέρεις τι θα συμβεί και αυτό μπορεί να είναι τρομακτικό, αλλά μερικές φορές είναι και πολύ απελευθερωτικό.
- Πως προσέγγισες τον ρόλο;
Αυτό που ήταν ενδιαφέρον ήταν ότι δεν είχα δει ποτέ το σενάριο και όλα εκείνη τη στιγμή τα ανακάλυπτα. Ο Tony μου είπε τι συμβαίνει, αλλά ήταν κάτι που δημιουργούνταν εκείνη τη στιγμή – ίσως να μου έδινε τις σκηνές μια μέρα νωρίτερα και έτσι να προχωρούσαμε.
- Ήταν δηλαδή αυτοσχεδιασμός;
Δεν ήταν αυτοσχεδιαστικό, απλά δεν ήθελε να το αναλύσω πολύ, άρα μου έδινε το σενάριο μια μέρα νωρίτερα. Ακόμα και στις φάσεις που δεν είχα, αυτός μου έλεγε αναλυτικά τι να κάνω και τι να πω - το κείμενο, δηλαδή, είναι όλο δικό του.
- Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία;
Μου άρεσε πάρα πολύ το «The Florida Project», με συγκίνησε αυτή η ιστορία φιλίας. Από παλιά όμως μου άρεσε η «Rosetta» των αδελφών Dardennes - την είχα δει αρκετά μικρή παρότι δεν είναι ταινία για παιδιά, αλλά ακόμη θυμάμαι την αίσθηση που είχα, το πως την ακολουθούν, το ότι τη βλέπουμε συνέχεια με την κόκκινη ζακέτα της.
- Αγαπημένο Βιβλίο;
Ο «Φύλακας στη Σίκαλη» - πρώτη φορά που γελάω τόσο πολύ διαβάζοντας ένα βιβλίο. Το έχω διαβάζει από τόσο μικρή και τόσες φορές - αυτός ο τύπος που δεν είναι καθόλου ήρωας, που δεν έχει τίποτε πραγματικά ωραίο, αλλά είναι φανταστικός και τόσο όμορφος
- Αγαπημένος πίνακας ή εικόνα;
Έτσι όπως το είπες αυτόματα μου ήρθε στο μυαλό ο Turner. Κάπως έτσι, όταν βλέπω τη θάλασσά του – είναι πολύ τρομακτικά τα τοπία του γιατί κρύβουν τόσα πολλά μέσα τους. Θέλω να μπω να δω τι κρύβουν, αλλά ταυτόχρονα με τρομάζουν, δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω, νιώθω ένα δέος.
Η συνέντευξη φιλοξενήθηκε στο χώρο του Γαλλικού Ινστιτούτου, στο πλαίσιο του 19ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου.
Μποέμικη Ψυχή (Djam): 19 Απριλίου 2018 στους Κινηματογράφους