Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος…», σαν τις εκθέσεις που γράφαμε κάποτε στο Δημοτικό… Έτσι και φέτος λοιπόν οι πυρκαγιές βρέθηκαν στο επίκεντρο, τόσο ως γεγονός όσο και ως πεδίο διαλόγου και προβληματισμού όπως τον έχουμε συνηθίσει στο ελληνικό γίγνεσθαι:
Από την συνωμοσιοπλογική συνιστώσα που ισχυρίζεται ότι για τις φωτιές ενέχονται οι … ανεμογεννήτριες της ΤΕΡΝΑ[1], ή αυτό είναι το αποτέλεσμα της άρνησης να πάρουμε τα BERIEV του Πούτιν, από το στερεότυπο «δεν μας φτάνουν τα μέσα», από το φταίει ο Μητσοτάκης, και αντίστροφα, από την επικοινωνιακή διαχείριση του πρωθυπουργού που «χτυπάει κάρτα» καθημερινά στο κτίριο της Λ. Κηφισίας.
Ακούμε για την κλιματική αλλαγή, για τις αντικειμενικές δυσκολίες των ελληνικών δασών (ανάγλυφο, είδος βλάστησης), για τις καιρικές συνθήκες (ξηρασία, άνεμοι, ζέστη). Υπάρχει παράλληλα και η εγκατάλειψη της υπαίθρου από ανθρώπινες δραστηριότητες ευεργετικές για το δάσος, κυρίως το περιαστικό. Όλα αυτά ισχύουν βέβαια, αλλά το θέμα είναι τι κάνει μια οργανωμένη πολιτεία και κοινωνία στο δεδομένο πλαίσιο. Η μείωση του κινδύνου η / και των συνεπειών των πυρκαγιών είναι αποτέλεσμα της πρόληψης, της έγκαιρης παρέμβασης και της αποτελεσματικής καταστολής.
Όλα αυτά προϋποθέτουν αντίστοιχες πολιτικές αλλά και διαδικασίες και μέσα για της εφαρμογή τους.
Η πολιτική που επιλέχθηκε από τις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, από το 1998 που η δασοπυρόσβεση αφαιρέθηκε από την Δασική Υπηρεσία και ανατέθηκε στην Πυροσβεστική, έδωσε βάρος στην καταστολή της πυρκαγιάς μα την χρήση κατασβεστικών μέσων, επίγειων ή εναέριων. Τα Δασαρχεία είχαν επικριθεί για έλλειψη αποτελεσματικότητας, όμως το Πυροσβεστικό Σώμα δεν αποδείχθηκε πιο αποτελεσματικό. Του έλλειπε η γνώση του πεδίου, ενώ δεν είχε καμία εξοικείωση με τον γρίφο που αποτελεί πάντα η εξέλιξη μιας δασικής πυρκαγιάς. Το τίμημα ήταν 22 νεκροί από το προσωπικό κατάσβεσης.
Ακόμη περισσότερο, τα Δασαρχεία είχαν αρμοδιότητα για όλο το φάσμα (καθαρισμός, επιτήρηση, πρόληψη, καταστολή) οπότε ο κατακερματισμός αρμοδιοτήτων μεγάλωσε την πολυπλοκότητα και την μετάθεση ευθυνών.
Ο Καλλικράτης και η συνένωση των τοπικών αυτοδιοικήσεων σε υπερτροφικές δομές που μοιραία απώλεσαν την σύνδεση τους με την Κοινότητα και τον τόπο αύξησε ακόμη περισσότερο την πολυπλοκότητα και επί πλέον αποξένωσαν τις τοπικές κοινωνίες οδηγώντας τις σε μια στάση μετάθεσης ευθυνών στο Κράτος – Δήμο.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα μια πολιτική ένταξης του ΥΠΑΡΚΤΟΥ εθελοντισμού στον σχεδιασμό πολιτικής προστασίας για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών.[2] Ένας κατακερματισμένος γαλαξίας εθελοντικών ή ημι- εθελοντικών ομάδων και οργανώσεων περιδινείται μέσα στην απουσία ένταξης τους στον αντιπυρικό σχεδιασμό και την έλλειψη μέσων, εκπαίδευσης ή πιστοποίησης[3]. Κι όμως στην Εύβοια το 2021 πολλοί οικισμοί σώθηκαν από εθελοντές και κατοίκους που απούσης της Πυροσβεστικής έδωσαν και κέρδισαν πολλές μάχες με την φωτιά.
Δυστυχώς η τραγική εμπειρία από το Μάτι και των ανθρώπινων απωλειών έχει μεταβάλλει την (ορθή) προτεραιότητα της προστασίας της ανθρώπινης ζωής σε μονοκαλλιέργεια των εκκενώσεων του 112. Αντί να υπάρξει εκπαίδευση, υποστήριξη και καθοδήγηση σε κατοίκους που θέλουν να συμβάλλουν στην προστασία της δικής τους περιουσίας η εκκένωση παίρνει διαστάσεις αστυνομικών μέτρων, οδηγώντας ακόμη και σε συμπλοκές!
Στην πατρίδα μας τελικά, όταν ξεσπάσει φωτιά τα μάτια στρέφονται στον ουρανό, προσδοκώντας όχι την θεϊκή παρέμβαση αλλά τους αγγέλους των αεροπορικών μέσων, που ποτέ δεν φτάνουν για να κάνουν ρίψη σε κάθε οικόπεδο και κάθε σπίτι. Είναι λίγα;
Όχι, δεν είναι λίγα αν μπορούν να επιχειρούν στα πλαίσια ενός σχεδιασμού που θα περιλαμβάνει επίγεια μέσα, όχι μόνο πυροσβεστικά αλλά και μηχανήματα, όχι μόνο κατά μέτωπο γιουρούσια στις φλόγες αλλά και αντιπυρικές, ζώνες ανάσχεσης και όσες άλλες τεχνικές μπορούν να αποδώσουν, και στις οποίες πρέπει να εκπαιδευτεί το προσωπικό.
Συνεχίζοντας για τα διαθέσιμα μέσα έχει ενδιαφέρον η σύγκριση με την Γαλλία, μια χώρα με αρκετές ομοιότητες στο είδος της δασοκάλυψης, ποιοτικά και ποσοτικά [5]
Αυτό που γίνεται φανερό είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη προσωπικού και μέσων αλλά η έλλειψη αποτελεσματικών σχεδίων δράσης και διαχείρισης των μέσων. Γνώμη του γράφοντος είναι ότι, παρά τις διακηρύξεις και τα ωραία λόγια, η αναποτελεσματικότητα αυτή διαρκώς διευρύνεται. Στις πρόσφατες πυρκαγιές η αποτυχία κατάσβεσης δεν ήταν αποτυχία των μέσων και η επίκληση της συνδρομής ευρωπαϊκής βοήθειας μοιάζει μια επιλογή περισσότερο υποστήριξης της ιδέας της ευρωπαϊκής πολιτικής ολοκλήρωσης παρά μια ανάγκη των συνθηκών του πεδίου.
Συμπερασματικά:
1. Η ανεπάρκεια των πολιτικών προστασίας των δασών και ιδιαίτερα των περιαστικών κοστίζει σε περιβαλλοντικό επίπεδο, σε οικονομικό επίπεδο, σε επίπεδο ποιότητας ζωής.
2. Υπάρχει ανάγκη έμφασης στη πρόληψη. Αυτό συνεπάγεται διάθεση πόρων για μείωση της καύσιμης ύλης μέσω καθαρισμών και ενίσχυσης ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο δάσος, συμβατών βέβαια με την φύλαξη και την διατήρηση του[6]. Πολλοί λένε ότι το δάσος καίγεται τον χειμώνα, το καλοκαίρι απλά υπογράφεται η ληξιαρχική πράξη θανάτου του.
3. Υπάρχει ανάγκη συνεχούς επιτήρησης τους καλοκαιρινούς μήνες. Στο πεδία αυτό μπορούν να αξιοποιηθούν τόσο εθελοντικές δομές (που είναι δυνατόν να συνδυάσουν και άμεση παρέμβαση στην εκδήλωση μιας φωτιάς) αλλά και τεχνολογικά μέσα όπως drones που έχουν εξαιρετικές δυνατότητες επιτήρησης αλλά και μπορούν να παραχθούν τοπικά.
4. Αυτονόητα η έγκαιρη παρέμβαση είναι κρίσιμη: στο διάστημα 1983-2008, το 60% των δασικών πυρκαγιών αντιμετωπίστηκε σε 7,5 ώρες και λιγότερο κατά μέσο όρο. Η απώλεια από τις πυρκαγιές αυτές ήταν το 11,7% του συνόλου. Αντίθετα το 3,4% των περιστατικών που η αντιμετώπιση υπερέβη τις 72 ώρες σήμαινε συμμετοχή στην συνολικά απώλεια σε ποσοστό 44,3%[7].
5. Ως προς την κατάσβεση, θα πρέπει να επανεξεταστεί η ανάθεση του συντονισμού στο Πυροσβεστικό Σώμα και να αναθεωρηθούν τα σχέδια δράσης στην καταπολέμηση της πυρκαγιάς. Υπάρχει πλούσια διεθνής αλλά και εθνική εμπειρία στις μεθόδους κατάσβεσης και τους συνδυασμούς ανάλογα με την προς αντιμετώπιση φωτιά και πολλοί ειδικότεροι για να τις εισηγηθούν.
6. Τέλος, θα πρέπει να γίνει συνείδηση τόσο στις αρχές όσο και στους πολίτες ότι η πυρκαγιά στο δάσος είναι σαν πόλεμος: αφορά τους πάντες και μόνο μια πανστρατιά μέσων και ανθρώπων, με τον ρόλο του ο καθένας και η κάθε μία μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
[1]Δεν θέλουν να ξέρουν ότι άδεια για εγκατάσταση ανεμογεννητριών με το υπάρχον πλαίσιο μπορεί να δοθεί οπουδήποτε, ακόμα και σε προστατευόμενους βιότοπους, ενώ δεν μπορεί να δοθεί σε αναδασωτέα περιοχή
[2]Έχω προσωπική εμπειρία συμμετοχής σε τέτοιες ομάδες και δράσης σε κατάσβεση δασικών πυρκαγιών και έχω αρκετά βιώματα τόσο των δυνατοτήτων του εθελοντισμού όσο και της έλλειψης πολιτικής αξιοποίησης του. Δυστυχώς ο Νόμος 2612/1998 (ΦΕΚ 112Α΄/25-5-1998) «Ανάθεση της δασοπυρόσβεσης στο Πυροσβεστικό Σώμα και άλλες διατάξεις» δεν έχει μπορέσει να καλύψει το κενό αυτό.
και WWF, Εθελοντισμός: https://www.contentarchive.wwf.gr/images/pdfs/ethelontismos-dasoprostasia.pdf
[4]Protagon, 18/7/2023, www.protagon.gr – 44342761015. Δεν περιλαμβάνει τα ελικόπτερα Σινούκ που περιστασιακά συμμετέχουν (κακώς) στην κατάσβεση
[5]Ελευθέριος Σταματόπουλος, στο https://dasarxeio.com/2023/05/30/125724/
6]Έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε την επιχειρηματολογία του Κων/νου Μητσοτάκη, ο οποίος, προσπαθώντας να περάσει ένα Νομοσχέδιο για την έκδοση οικοδομικών αδειών σε δασικές εκτάσεις είχε ισχυριστεί ότι ο κάτοχος του εξοχικού είναι ο προστάτης του δάσους. Τελικά τα εξοχικά καίγονται μαζί με τα δέντρα και η ύπαρξη τους μάλλον δυσχεραίνει παρά διευκολύνει την πυρόσβεση.
[7]Δασικές Πυρκαγιές 1983-2008, Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, Αθήνα 2011