Δεύτερο μέρος: Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και η τελετουργία της φλόγας

Η ιδέα της αναβίωσης των αγώνων
via Associated Press

Η όλη διαδικασία της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 βασιζόταν σε μια σπουδαία σύλληψη: Με μια απλή έρευνα στο διαδίκτυο μπορεί κάποιος να βρει ότι κατά τον 17ο αιώνα γινόταν κάποιες γιορτές οι οποίες έφεραν το όνομα ”Ολυμπιακοί Αγώνες” στην Αγγλία. Παρόμοιες εκδηλώσεις έλαβαν χώρα και στους επόμενους αιώνες σε Γαλλία και Ελλάδα οι οποίες όμως ήταν μικρής έκτασης και σίγουρα όχι διεθνείς. Το ενδιαφέρον για τους Ολυμπιακούς μεγάλωσε όταν ανακαλύφθηκαν τα ερείπια της αρχαίας Ολυμπίας από Γερμανούς αρχαιολόγους στα μέσα του 19ου αιώνα.

Ο Εδεσσαίος λόγιος Μηνάς Μηνωίδης, που εκείνη την εποχή δίδασκε αρχαία ελληνικά σε πανεπιστήμιο του Παρισιού, μετέφρασε και δημοσίευσε στη γαλλική το ”Γυμναστικό” του Φιλόστρατου το 1858, και τη συνόδευσε με κείμενό του, περί της ανάγκης αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο βαρόνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν, ο οποίος ήταν Γενικός Γραμματέας των γαλλικών αθλητικών σωματείων, πίστευε ότι ο λόγος της ήττας των συμπατριωτών του στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο των ετών 1870-1871 ήταν επειδή οι Γάλλοι δεν είχαν αρκετή φυσική διαπαιδαγώγηση και ήθελε να τη βελτιώσει. Ο Κουμπερτέν ήθελε επίσης να ενώσει της εθνότητες και να φέρει τη νεολαία στον αθλητισμό ως αντίδοτο στους πολέμους. Πίστευε ότι η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων θα πετύχαινε και τους δύο σκοπούς του!

Αυτό που έγινε λοιπόν το 1896 ήταν αυτό που λέμε ένα «αντιδάνειο». Είχαμε μια ελληνική ιδέα, που την δανείστηκαν οι ευρωπαίοι και μετά την επέστρεψα σε εμάς αναβαθμισμένη, κάνοντας την διεθνή!

Ήταν μια επωφελής συμφωνία και για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος αλλά και για τον δυτικό πολιτισμό. Από την πλευρά μας, ήταν ευκαιρία να συγκροτήσουμε εθνική ταυτότητα μέσα από την αρχαιότητα (με ό,τι θετικό αλλά και αρνητικό εμπεριέχει αυτό). Ήταν όμως και η ευκαιρία των μεγάλων δυνάμεων της εποχής να γίνουν μέρος μιας παράδοσης που τόσο χρειάζονταν για να προωθήσουν την ιδέα της συμφιλίωσης των λαών μέσα από μια «ιερή εκεχειρία».

Αυτή η ιδέα όμως, δεν ήταν μονοσήμαντη. Αφορούσε όπως είδαμε, πρώτον: Την αντικατάσταση –σε ένα βαθμό- των πολεμικών αντιπαραθέσεων και δεύτερον: τη σωματική διαπαιδαγώγηση.

Αυτοί οι σκοποί είναι πολύ σημαντικότεροι από αυτό που εισπράττουμε σήμερα. Είναι κρίμα που από όλη την μαγεία του αθλητισμού η ανθρωπότητα αρκείται συνήθως μόνο στην κατανάλωση αθλητικού θεάματος.

Κατά τη γνώμη μου η αληθινή προσφορά ενός πρωταθλητή δεν είναι το πόσο περήφανοι θα νιώσουμε με το μετάλλιο του, αλλά το πόσο το παράδειγμα του θα μας δώσει κίνητρο για τις δικές μας επιδιώξεις και πόσο θα μας εμπνεύσει να αθληθούμε εμείς και τα παιδιά μας.

Προσωπικά, όταν θέλω να πάρω δύναμη για ένα δύσκολο εγχείρημα ή αντίστοιχα να δώσω κίνητρο στα παιδιά μου, στρέφομαι πάντα στον αθλητισμό, στα λεγόμενα και την ρουτίνα των μεγάλων αθλητών.

Δεν νομίζω λοιπόν, ότι καθήμενοι στον καναπέ με πατατάκια και υμνώντας το μεγαλείο της φυλής μας στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου συμμετέχουμε στην ιδέα του Ολυμπισμού. Θέλει πολύ περισσότερη προσπάθεια!

Πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες 1896
Πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες 1896
Print Collector via Getty Images

Ο τρόπος και η τελετουργία της αφής της φλόγας. Η τελετή, η δάδα, τα κοστούμια

Πέραν από τους ίδιους τους αγώνες και καλλιτεχνικά μιλώντας, πέραν από τις τελετές έναρξης, ένα σημαντικό κομμάτι, ειδικά για εμάς τους έλληνες είναι η αφή της ολυμπιακής φλόγας. Εκεί, σε μια σχετικά προκαθορισμένη τελετουργία, καλούμαστε να δείξουμε σε όλο τον κόσμο πως οι αγώνες συνδέονται με την χώρα που τους γέννησε. Στην πραγματικότητα καλούμαστε να φτιάξουμε μια «χρονογέφυρα» από το παρελθόν στο παρόν και με προβολή στο μέλλον. Δείχνουμε με έναν τρόπο το πώς αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν και πως θέλουμε να το εντάξουμε στο παρόν και το μέλλον μας. Αυτή λοιπόν η συνθήκη είναι και από τις πιο δύσκολες πολιτισμικά.

Ας δούμε όμως τι είναι αυτή η τελετή, πως γεννήθηκε, τι εξυπηρετεί και σημαντικότερο από όλα· πως μέσω αυτής της σχετικά στιλιζαρισμένης «θεατρικής διαδικασίας» μπορούμε να μιλήσουμε όχι μόνο για το παρελθόν μας αλλά και για το πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας στο τώρα. Όχι μόνο ως κληρονόμους μιας πάγιας περιουσίας που απλά την «ξοδεύουμε» αλλά ως κοινότητα που προστατεύει και αναδημιουργεί.

Ας δούμε λοιπόν δύο - τρεις βασικές πληροφορίες για την φλόγα:

Η Ολυμπιακή Φλόγα είναι ένα από τα σύμβολα του Ολυμπιακού κινήματος με οικουμενική απήχηση και σημασία. Η τελετή αφής και η λαμπαδηδρομία που ακολουθεί είναι σύγχρονη προσθήκη αφού κατά την αρχαιότητα γίνονταν λαμπαδηδρομίες σε ορισμένες γιορτές αλλά όχι κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Κατά τη διάρκεια των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων η φλόγα καίει μέρα και νύχτα σε ειδικό βωμό μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο της πόλης που τους φιλοξενεί.

Η παρουσία της σε περίοπτη θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες θυμίζει σε όλους τον αρχαίο ελληνικό μύθο του Προμηθέα και της κλοπής της φωτιάς από τον Δία, με την οποία οι άνθρωποι, λαμβάνοντάς την ως δώρο και ύψιστη ευεργεσία, μπόρεσαν να ελέγξουν την Φύση και να δημιουργήσουν Πολιτισμό. Συν τοις άλλοις, η Ολυμπιακή Φλόγα αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους σύγχρονους και τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες, παραπέμποντας στην ιερή φλόγα της θεάς Εστίας που έκαιγε άσβεστη στο Πρυτανείο της Ολυμπίας, στον κοινό βωμό όλων των Ελλήνων η οποία, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, άναβε και στους βωμούς των ναών της Ήρας και του Δία.

Η σύγχρονη Ολυμπιακή Φλόγα εμφανίστηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Άμστερνταμ το 1928 όταν άναψε στον πύργο του Μαραθώνα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Άμστερνταμ.

Η τελετή όμως της αφής και η λαμπαδηδρομία εισήχθησαν κατά τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936

Ο Carl Diem είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις με Έλληνες αθλητικούς παράγοντες όπως ο Ιωάννης Κετσέας. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν το επόμενο έτος με την παρέμβαση του αρχαιολάτρη συγγραφέα Αλέξανδρου Φιλαδελφέα. Σε εκδήλωση του Ροταριανού Ομίλου Αθηνών εισηγήθηκε την ιδέα της Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας σε ανώτατο Γερμανό παράγοντα που παρευρέθηκε στην εκδήλωση. Επεσήμανε ότι «…θα είχε πολύ βαθύτερον συμβολισμόν… εάν αντί το φως… ν’ αναφθή δια θερμαντικού μέσου, ελαμβάνετο απ’ ευθείας από τον Ήλιον, τον ίδιον δηλαδή θεόν του Φωτός Απόλλωνα…».

Η ιδέα του μεταφέρθηκε και υιοθετήθηκε από τους Γερμανούς διοργανωτές που έσπευσαν να ενημερώσουν και γραπτά για την αποδοχή της. Μάλιστα το 1937 τίμησαν τον Αλέξανδρο Φιλαδελφέα για την πρότασή με παράσημο και δίπλωμα που έφερε την υπογραφή του Χίτλερ.

Απογοητευμένος όμως ο Φιλαδελφεύς από τις εξελίξεις που ακολούθησαν έγραψε ένα μνημειώδες κείμενο. Σ’ αυτό τόνιζε ότι ο Χίτλερ μετέτρεψε το ιερό σύμβολο σε εμπρηστικό δαυλό σπέρνοντας τον θάνατο, πυρπολώντας, ερημώνοντας, κατακρεουργώντας και μεταβάλλοντας τη γη σε απέραντο ερειπιώνα. Ο Έλληνας αρχαιολόγος χαρακτήρισε τον Χίτλερ ως νεκροθάφτη του Βερολίνου και προέβλεψε πως θα τιμωρηθεί για τα εγκλήματά του.

Με πρωτοβουλία της Γερμανίας λοιπόν οργανώθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων η αφή της Ολυμπιακής Φλόγας στην Ολυμπία και η λαμπαδηδρομία μέχρι το Βερολίνο. Το Υπουργείο Προπαγάνδας έστειλε στην Ελλάδα ειδικό όχημα με εξοπλισμό για ραδιοφωνική μετάδοση του γεγονότος και την σκηνοθέτρια Λένι Ρίφενσταλ.

Αλλά για τον ρόλο της Ρίφενσταλ και της προπαγάνδας γενικά θα μιλήσουμε σε επόμενο κείμενο.

Αξίζει πάντως να πούμε ότι σε εκείνη την ολυμπιάδα μέλος της ελληνικής αποστολής ήταν και ο Σπύρος Λούης, μεταφέροντας συμβολικά έναν κότινο από δάφνη και ελιά, τον οποίο προσέφερε στον Χίτλερ κατά την τελετή έναρξης των Αγώνων.

Έγινε δεκτός με ιδιαίτερες τιμές από τον ”Κρατικό Οδηγητή των Σπορ” (Reichssportführer) Χανς φον Τσάμμερ - Όστεν, και του χορηγήθηκε αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις του. Στις δημόσιες εμφανίσεις του (με φουστανέλα) συγκεντρωνόταν πλήθος που του ζητούσε αυτόγραφα.

Στην τελετή έναρξης, η ελληνική ομάδα παρέλασε πρώτη, τιμής ένεκεν. Περνώντας μπροστά από τους επισήμους απέδωσε χαιρετισμό με κλίση της σημαίας και ”δι′ υψώσεως της δεξιάς χειρός προς τα πλάγια και εμπρός”.

Ο Σπύρος Λούης στους Ολυμπιακούς του 1936 στο Βερολίνο
Ο Σπύρος Λούης στους Ολυμπιακούς του 1936 στο Βερολίνο
ullstein bild Dtl. via Getty Images

Πόσα κλισέ μαζεμένα έχουμε λοιπόν εδώ…;

Ας αναρωτηθούμε: Όλο αυτό το τελετουργικό είμαστε εμείς και το παρελθόν μας ή μήπως γινόμαστε καμβάς για να προβάλουν οι άλλοι τις επιδιώξεις τους; Είμαστε δηλαδή πράγματι εμείς ή μήπως αυτό που οι άλλοι θέλουν να είμαστε;

Όταν λοιπόν σχεδιάζουμε τις τελετές της αφής ή όταν κάνουμε τελετές αναβίωσης κατά πόσο έχουμε αυτά τα γεγονότα στο νου μας; Πόσα από τα κομμάτια αυτών των τελετών, της σχεδίασης των κοστουμιών, της χορογραφίας και γενικά της καλλιτεχνικής παρουσίας αυτών των δράσεων είναι κομμάτι του αρχαίου ελληνικού κόσμου και κυρίως, τι έχουμε εμείς ως σύγχρονοι έλληνες να προσθέσουμε σε αυτή την παράδοση;

Κατά τη γνώμη μου, ευχή είναι, να ζεις σε έναν τόπο που το παρελθόν είναι γεμάτο ιστορία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος βέβαια να είσαι υπερήφανος γι’ αυτό εκ των προτέρων· είσαι απλά κληρονόμος και όχι δημιουργός. Με αυτήν όμως την κληρονομιά, αν θες και τα καταφέρνεις, μπορείς να γίνεις συνδημιουργός και διαμορφωτής μιας νέας κληρονομιάς για τους επόμενους· κάτι για να είσαι υπερήφανος!

Κατάρα είναι, κανείς στον υπόλοιπο κόσμο, να μην σου δίνει σημασία για τα τωρινά σου έργα και να σε αντιμετωπίζουν με τα πιο απλουστευτικά στερεότυπα. Σαν η κληρονομιά σου να είναι μια κουρελού που πρέπει να φορέσεις πάνω σου, θες δε θες. Μια κουρελού από απλουστεύσεις και αναφορές, κενές νοήματος: ο κίονας, το συρτάκι, ο «μουζάκα», το κλαρίνο.

Κατάντια είναι, όταν τελικά αυτοπροσδιορίζεσαι μέσα από τις απλουστεύσεις και τις αναπαράγεις ως δημιουργία. Κατάντια είναι, όταν λαχταράς να σε αναγνωρίσει ο υπόλοιπος κόσμος έστω κι έτσι, σαν κουρελού.

Τρίτο μέρος: Οι παγκόσμιες αξίες του Ολυμπισμού: Από την ισότητα, στο γυμνό σώμα και την προπαγάνδα

Δημοφιλή