Τη Δευτέρα (18/10/2021), δέκα Πρέσβεις ισχυρών κρατών προχώρησαν σε κοινή ανακοίνωση-διαμαρτυρία, ζητώντας την αποφυλάκιση του Τούρκου ακτιβιστή, Οσμάν Καβάλα. Αίσθηση, ωστόσο, προκάλεσε ότι από τις υπογραφές αυτές, και μάλιστα ειπώθηκε τόσο στα ΜΜΕ όσο και στα κοινωνικά δίκτυα, ότι εξέλειπαν αυτές του Ιταλού και Ισπανού Πρέσβη, θεωρώντας πολλοί εν πολλοίς σε ένα νέο άνοιγμα των χωρών αυτών προς τον Ερντογάν... Είναι, όμως έτσι;
Φυσικά, τόσο η Ιταλία όσο και η Ισπανία διατηρούν εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με την Τουρκία, μία πολύ σοβαρή παράμετρος που, κυρίως όσον αφορά την Ισπανία, φαίνεται και από τον τρόπο που αξιωματούχοι της σε μεγάλους Θεσμούς, όπως ο κ. Μπορέλ, έχουν υιοθετήσει μία πιο κατευναστική πολιτική απέναντι στο τουρκικό κράτος.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί, ότι στην κοινή ανακοίνωση των πρέσβεων, εκτός από τη Γαλλία, έλειπαν όλες οι χώρες του Νότου της ΕΕ....Καθώς η Ελλάδα και η Κύπρος δέχονται την προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας και εκ των πραγμάτων είναι φυσικό να κινούνται σε πολύ διαφορετικό πλαίσιο διαχείρισης όσον αφορά ζητήματα κοινωνικά σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες εταίρους και συμμάχους, ένας λόγος που τα υπόλοιπα κράτη του Νότου απείχαν, είναι το μεταναστευτικό.
Αν και η Λιβύη ”ζει” σε άλλους ρυθμούς πλέον, ωστόσο δεν παύει ακόμα να υφίσταται έντονη μισθοφορική παρουσία της Τουρκίας και όλο αυτό το τουρκικό δίκτυο που συνεχίζει να κινεί τα νήματα της παράνομης μετανάστευσης, παρόλο που πρέπει να πούμε ότι υφίσταται ήδη μία ευρωπαϊκή, στρατιωτική επιχείρηση στην ευρύτερη περιοχή σε εξέλιξη, η οποία αν και έχει διαφορετικό ρόλο, ωστόσο θα μπορούσε να φέρει ανασταλτικό πρόσημο σε όλη αυτήν την παράνομη δραστηριότητα της Τουρκίας.
Οπότε, εκ των πραγμάτων, οι ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου, όλη αυτήν την κατάσταση που προκύπτει από το μεταναστευτικό, τη λαμβάνουν ως ένα στοιχείο ”αποτροπής” από τη λήψη κάθε είδους πρωτοβουλίας εναντίον του τουρκικού κράτους.
Ειδικά τώρα όσον αφορά την Ιταλία, εκτός των όσων παραπάνω αναφέραμε, σε λίγες ημέρες στη Ρώμη συγκαλείται η Σύνοδος των G20. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία, έχει εκπέσει από το Θεσμό των 20 μεγαλύτερων και ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη, πριν λίγες εβδομάδες, καταλαμβάνοντας η Ινδονησία τη θέση της, ωστόσο είναι σίγουρο ότι θα συμμετέχει στις εργασίες της Συνόδου μέχρι τυπικά να βγει από το συγκεκριμένο forum.
Ο Ντράγκι είναι ο οικοδεσπότης της Συνόδου, οπότε ακόμα και στα πλαίσια της διπλωματικής αβρότητας (και στη βάση αυτή οφείλουμε να λαμβάνουμε την τηλεφωνική επικοινωνία Ιταλού και Τούρκου Προέδρου πριν λίγες εβδομάδες για πρόσκληση του δεύτερου στο forum), θα ήταν δύσκολο την παρούσα περίοδο να κινηθεί η ιταλική Διπλωματία σε ένα πλαίσιο ευθείας αντιπαράθεσης με το τουρκικό κράτος.
Συγχρόνως δε, οφείλουμε να έχουμε στο μυαλό μας ότι η Κυβέρνηση Ντράγκι δεν είναι εκλεγμένη Κυβέρνηση, αλλά μία μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας, επομένως θεσμικά φέρει πολύ διαφορετικό ρόλο και εν πολλοίς οι αποφάσεις και οι χειρισμοί της κινούνται πάνω σε πολύ συγκεκριμένα θέματα και φυσικά, δεν μπορεί να έχει ”ελευθερία κινήσεων” (για να το πούμε απλοϊκά)...
Ο Ντράγκι τον Απρίλιο που μας πέρασε, όταν έλαβε τα ηνία της ιταλικής Πολιτείας, και προτού ακόμα σχηματίσει την Κυβέρνηση Συνεργασίας, είχε αποκαλέσει τον Ερντογάν δικτάτορα. Ωστόσο, ήταν μία άποψη που εξέφρασε προτού να φέρει τη θεσμικότητα του ρόλου του, δηλαδή προτού σχηματίσει Κυβέρνηση, και πόσω μάλλον, όταν σε μια τέτοια Κυβέρνηση υφίστανται πολλές κομματικές συνιστώσες.
Από την άλλη, η Ισπανία ”βιώνει” παράλληλους κυβερνητικούς δρόμους με την Ιταλία. Η Κυβέρνηση του Σάντσεθ, αν και προήλθε από εκλογές, ωστόσο μη καταφέρνοντας να πάρει την πλειοψηφία, αναγκάστηκε να σχηματίσει Κυβέρνηση Συνασπισμού.
Η Ισπανία δεν μπόρεσε να βγει από τα δεινά που προκάλεσε η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς καμία μέχρι στιγμής, ισπανική Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα κοινωνικά προβλήματα που δημιούργησε το οικονομικό χάος στην Ευρώπη.
Το ισπανικό κράτος βιώνει μία δυσεπούλωτη, κοινωνική κρίση, με συνέπεια να μην υφίσταται εσωτερική σταθερότητα και ως εκ τούτου οι συχνές εκλογικές διαδικασίες, να οδηγούν όχι μόνο σε αδιέξοδα, αλλά να ροκανίζουν την ασφάλεια της χώρας. Ξεχωριστά που ως κράτος φέρει τα αδιαπέραστα μειονοτικά ζητήματα με τους Βάσκους που γιγαντώνονται μέρα με τη μέρα διαρκώς.
Φυσικά, για να πούμε και για την Πορτογαλία, αν και βεβαίως εν πολλοίς τη συμπεριφορά της προς την Τουρκία, τη βλέπουμε στους χειρισμούς του Γ.Γ του ΟΗΕ, κ. Γκουντέρες, αφενός είναι από τα κράτη της ΕΕ που επιθυμούν διακαώς την ένταξη του τουρκικού κράτους στο ενωσιακό περιβάλλον, αφετέρου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι μία από τις χώρες που η Αριστερά ως ιδεολογία είναι πάρα πολύ ισχυρή. Το τελευταίο ειδικά, είναι μία παράμετρος ώστε να κατανοήσουμε πώς αντιλαμβάνεται και διαχειρίζεται την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία της.
Η κοινή ανακοίνωση των δέκα πρέσβεων και βλέποντας τις χώρες που την υπογράφουν, ουσιαστικά αυτό που αποτυπώνει είναι, όσο παράξενο και να μας φαίνεται, αλλά εν πολλοίς θα φανεί σύντομα, ότι εκτός από τη Σουηδία και τη Νέα Ζηλανδία, όλες οι υπόλοιπες χώρες είναι κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, και μάλιστα από τα πλέον ισχυρά κράτη του Θεσμού.
Αυτό πρέπει να κρατήσουμε κυριότατα, και ίσως αυτήν την ανακοίνωση των δέκα πρέσβεων να πρέπει να την δούμε ως απάντηση απέναντι στην άστοχη δήλωση του φιλότουρκου, Γενς Στόλτενμπεργκ... Εν πολλοίς αποδεικνύει ότι αν και Γενικός Γραμματέας του στρατιωτικού Θεσμού, πλέον τα λόγια του δεν εκφράζουν τον στρατιωτικό Θεσμό.
Μήπως είναι το πρώτο σημάδι της πτώσης, πριν την αποκαθήλωση που εκ των πραγμάτων τον περιμένει το 2022;