Η παραλία στην οποία πήγαινα ως παιδί έχει μείνει ανέγγιχτη. Μόνο όταν βρισκόμαστε σε φυσικά τοπία, στα οποία βρεθήκαμε στα παιδικά μας χρόνια, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε σε βάθος την ασημαντότητά μας. Μόνο τότε βλέπουμε ότι σε αυτή τη ζωή είμαστε περαστικοί.
Ο άνθρωπος μεγαλώνει, το σώμα του αλλάζει, τα συναισθήματα, η σκέψη και ο τρόπος ζωής αλλάζουν. Κι όμως αν δεις την ίδια θάλασσα και τα ίδια βράχια, το ίδιο εκκλησάκι και δεν έχουν αλλάξει, κατανοείς ότι ο κόσμος υπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει χωρίς εσένα. Δεν χρειάζεται τη γνώμη σου και τη δράση σου και τελικά πόσο λίγα μπορείς να ελέγξεις σε αυτό που λέγεται ζωή; Αν το συνειδητοποιήσεις αυτό έστω και για λίγο, μπορείς να πάρεις μια ανάσα, να χαρείς την ομορφιά γύρω σου, το νερό, τον ήχο του κύματος και τα τζιτζίκια, το κολύμπι.
Όλα αυτά βέβαια σε μια έρημη παραλία. Έχει ενδιαφέρον να πούμε, όμως, γιατί η παραλία που περιγράφω δεν έχει αλλάξει καθόλου. Γιατί δεν υπάρχουν εκεί ταβέρνα, καφετέρια, καντίνα ή ενοικιαζόμενα δωμάτια; Γιατί δεν υπάρχουν ξαπλώστρες ή εκκωφαντική μουσική; Πώς γλίτωσε άραγε; Δεν ξέρω αν μπορείτε να μαντέψετε την απάντηση.
Απέναντι βρίσκεται ένα νησί το οποίο είχε αγοράσει πριν πολλές δεκαετίες ένας εφοπλιστής. Ο εφοπλιστής αγόρασε όλα τα παραθαλάσσια κτήματα που γειτόνευαν με το νησί του, για να εξασφαλίσει την ησυχία του. Για τους αγρότες τότε ήταν εντελώς άχρηστα τα κτήματα στη θάλασσα, τα πούλησαν με χαρά. Χάρη στην ανάγκη για ησυχία του εφοπλιστή έχουμε τώρα κι εμείς τη δική μας ησυχία… Ουδέν περεταίρω σχόλιο.
Τέλη της δεκαετίας του ’80 και αρχές του ’90, όταν ήμουν παιδί και οι γονείς μου ήταν στην πόλη, ένας θείος μου μας φόρτωνε στο πορτοκαλί αγροτικό του και μας πήγαινε εκεί, στη θάλασσα. Εμένα, την αδερφή μου, μια φίλη μας και τον αδερφό της, τη γειτόνισσα μας, μια μαμά με τα δυο παιδιά της και την κουνιάδα του με τον εγγονό της. Είναι να απορείς πώς χωρούσαμε όλοι αυτοί σε ένα αγροτικό. Αυτά τα μπάνια στη θάλασσα είναι από τις πιο σουρεαλιστικές και πιο όμορφες παιδικές μου αναμνήσεις. Δεν παίρναμε μαζί κουβαδάκια, σανίδες, φουσκωτές πολυθρόνες, μάσκες, φλαμίνγκο, μπάλες, ομπρέλες ή καρέκλες. Μέσα στην απλή χαρά αυτής της αλλόκοτης παρέας έμαθα να κολυμπάω.
Τα παιδιά μας τώρα μεγαλώνουν αποστειρωμένα, χαμένα στην ύλη και ταυτόχρονα αντιμέτωπα με ένα μέλλον που μερικές μέρες δείχνει πολύ ζοφερό. Η επαφή τους με τη φύση είναι όλο και πιο περιορισμένη σε μια εποχή, όπου όλα είναι εμπορεύσιμα.
Οι διακοπές σήμερα για πολλούς είναι κούραση. Κι αυτό γιατί δεν έχουμε μάθει να κάνουμε παύση, να χαλαρώνουμε, να μένουμε σιωπηλοί. Αμάθητοι στην ομορφιά του απλού και στην ηρεμία καταλήξαμε να επιβάλουμε τους φρενήρεις ρυθμούς της πόλης στις παραλίες και στα σοκάκια των νησιών, στη θάλασσα, ακόμη και στην καλοκαιρινή, ξάστερη νύχτα, στην οποία βυθίζεται κανείς ονειρεμένα όταν είναι μόνος και είναι ήσυχα.
Ο Δεκαπενταύγουστος έχει γίνει συνώνυμο του πλήθους, της ασφυξίας, της κίνησης, του αφόρητου. Αποσυνδεδεμένος από τη θρησκευτικότητά του για τους περισσότερους Έλληνες, παραπαίει στο λιοπύρι, μυρίζει ιδρώτα και μπύρα και μπλέκεται ανάμεσα στους καβγατζήδες της παραλίας, που μαλώνουν για τη σκιά ενός δέντρου. Μόνιμα κινδυνεύει να σκοτωθεί σε κάποιο τροχαίο και μόνιμα σώζεται την τελευταία στιγμή.
Έτσι ζαλισμένο, ηττημένο κι εξοντωμένο από τη φασαρία ίσως τον συναντήσουμε στα κλεφτά σε κάποιο λευκό ξωκλήσι. Θα μας κοιτάξει με λαχτάρα μέσα στην ησυχία. Μπορεί να έχει έρθει από έναν καμένο τόπο, με ρούχα σκισμένα και βλέμμα γεμάτο κάπνα. Εμείς τότε θα ανασάνουμε με κάποια ενοχή δροσισμένοι από ένα αεράκι που δραπέτευσε από την κλιματική αλλαγή, μέσα στα δέντρα που δεν κάηκαν. Κι έτσι θα στεκόμαστε για ακόμη ένα καλοκαίρι βουβοί και λυπημένοι, μέσα στην ελπίδα του καλοκαιριού που παλεύουμε να κρατήσουμε.