Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ ίδρυσε το Facebook όταν ήταν ακόμα φοιτητής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Αρχικά δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνο οι φοιτητές του Χάρβαρντ ενώ αργότερα επεκτάθηκε για την Ivy League (χαρακτηρισμός μιας ομάδας οκτώ ελίτ πανεπιστημίων των ΗΠΑ). Tο 2005 το δικαίωμα πρόσβασης επεκτάθηκε σε μαθητές συγκεκριμένων λυκείων και μέλη ορισμένων μαθητικών κοινοτήτων, ενώ το 2006 η υπηρεσία έγινε προσβάσιμη σε κάθε άνθρωπο του πλανήτη που η ηλικία του ξεπερνούσε τα 13 χρόνια.
Δεκαπέντε χρόνια μετά τη γέννησή του, το Facebook βρίσκεται στην κορυφή του διαδικτύου με 2,2 δισεκατομμύρια χρήστες, ο Ζάκενμπεργκ έχει πια περιουσία που αγγίζει τα $ 55 δις και η εταιρεία σημείωσε ρεκόρ ύψους 6,88 δισ. Δολάρια για τους τελευταίους τρεις μήνες του 2018.
Μέχρι το φθινόπωρο του 2005, περισσότεροι από το 85% των φοιτητών στις ΗΠΑ χρησιμοποιύσαν το Facebook και πάνω από 60% των μαθητών το επισκεπτόταν καθημερινά. Σταδιακά, άρχισε να εμφανίζεται το λεγόμενο «Facebook Effect», εξηγεί ο Ντέιβιντ Κιρκπάτρικ, o δημοσιογράφος που έγραψε το ομώνυμο βιβλίο κι ένας από τους πρώτους χρήστες του που θυμάται το άνοιγμά του. «Με τον καιρό, σε ωθούσε να επιλέγεις την καλύτερη φωτογραφία προφίλ για να γίνεσαι πιο ελκυστικός και να σου στέλνουν αιτήματα φιλίας άλλοι φοιτητές», εξηγεί. Στην πραγματικότητα, λέει ο Κιρκπάτρικ, η εφαρμογή σύντομα έγινε καθημερινή ανάγκη και άρχισε να επηρεάζει τις επιλογές των ανθρώπων στον πραγματικό κόσμο.
Στο παρελθόν, μπορούσαμε να κάνουμε ένα διάλειμμα από την ανάληψη δράσης και να επανέλθουμε σε κάποια έκδοση του αυθεντικού εαυτού μας. Τώρα, καθώς κουβαλάμε συνεχώς τα smartphones μας και αισθανόμαστε την έλξη των εθιστικών εφαρμογών τους, πότε προλαβαίνουμε να αποδράσουμε;
Μαζί με τις ρωσικές παρεμβάσεις στις εκλογές, τις ψεύτικες ειδήσεις, τη ρητορική μίσους και την ακόρεστη όρεξη για προσωπικά δεδομένα, το Facebook δείχνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα την λανθασμένη παρέμβασή του στην ζωή μας.
Στην νέα εποχή του εποπτικού καπιταλισμού που έχουν δημιουργήσει κυρίως το Facebook και το Google , η Αμερικανίδα ακαδημαϊκός Σουζάνα Ζούμποφ εντοπίζει την καρδιά του προβλήματος κι εξηγεί γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εισβάλλουν στη ζωή μας με τόσο τοξικό τρόπο. «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χαρακτηρίζονται από μια νέα εποχή έντασης, πυκνότητας και κοινωνικής σύγκρισης, ειδικά για τους νεώτερους από εμάς, οι οποίοι είναι συνεχώς συνδεδεμένοι στην πλατφόρμα, ενώ ο χαρακτήρας τους δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα», εξηγεί. «Στην πραγματικότητα, το ψυχολογικό τσουνάμι της κοινωνικής σύγκρισης σε αυτή την ηλικία είναι πρωτόγνωρο». Πρόκειται για «ζωή στην κυψέλη, μένοντας ζωντανός μόνο μέσα από τις ματιές των άλλων».
Σύμφωνα με έρευνα του 2019 από την εταιρεία Ofcom, το 70% των παιδιών ηλικίας 12 έως 15 ετών έχει τουλάχιστον ένα προφίλ κοινωνικών μέσων ενημέρωσης. Μεταξύ των ατόμων ηλικίας 8 έως 11 ετών, το ποσοστό κυμαίνεται στο 18%. Η εταιρεία επισημαίνει ότι οι λογαριασμοί τους είναι υπερβολικά επιμελημένοι δείχνοντας έναν «τέλειο» εαυτό. Η συγκεκριμένη επισήμανση συνδέεται με την κατάθλιψη και το άγχος, κάτι που συνήθως εντοπίζεται στον ηλεκτρονικό εκφοβισμό και την αρνητική αυτοεκτίμηση που προκαλείται από τα σχόλια άλλων ανθρώπων. Ακόμη, σύμφωνα με μελέτη από το Ινστιτούτο Εκπαίδευσης του Λονδίνου (το οποίο παρατήρησε τη διάδραση 19.000 παιδιών που γεννήθηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα), σχεδόν το 40% των κοριτσιών που περνούν περισσότερο από πέντε ώρες την ημέρα στο Facebook , έχουν συμπτώματα κατάθλιψης.
Σε απάντηση, οι υπερασπιστές του Facebook ενδέχεται να υποστηρίζουν ότι η δημοτικότητά του μειώνεται στους νεότερους χρήστες, οι οποίοι προτιμούν τώρα τα Snapchat και Instagram. Ωστόσο, το Facebook χρησιμοποιείται ακόμα από εκατομμύρια νέους. Επίσης το Instagram αποτελεί «θυγατρική» του Facebook. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι οι έφηβοι δεν επηρεάζονται περισσότερο από τους υπόλοιπους χρήστες και πως τα προβλήματα δημιουργούνται από τον εθισμό μας και όχι από την ίδια την πλατφόρμα.
Με άλλα λόγια η συνεχής αναζήτηση της έγκρισης και η ανησυχία για το τι σκέφτονται οι άλλοι για εμάς είναι το πρόβλημα των καιρών μας. Και σε αυτό το πλαίσιο, η 15η επέτειος της εφεύρεσης του Μαρκ Ζάκενμπεργκ μπορεί να είναι μια καλή στιγμή να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να εξετάσουμε εάν υποφέρουμε από στρουθοκαμηλισμό, με όλες τις επιπτώσεις του που συνεπάγονται.
Ο γίγαντας των social media αναδιαμόρφωσε τις κοινωνίες μέσα σε 15 χρόνια. Το ερώτημα τώρα είναι αν η επιρροή του Facebook μπορεί να παραμείνει τόσο ισχυρή και τα επόμενα 15 χρόνια. O Economist, λαμβάνοντας υπόψη και μετρήσεις διαφόρων εταιρειών, εκτιμά πως όχι.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η επιρροή του Facebook έχει ήδη υπάρξει εξαιρετικά έντονη και εκτιμάται πως έπιασε ταβάνι. Επίσης, ύστερα από τόσα σκάνδαλα, αυξάνεται η δυσαρέσκεια του κόσμου με τη συγκεκριμένη πλατφόρμα, ενώ οι έφηβοι δεν τη βρίσκουν ιδιαίτερα ελκυστική όσο οι ηλικιακά μεγαλύτεροι.
Οι δε επικρίσεις ακούγονται όλο και πιο έντονα: κυρίως ότι είναι εθιστικό, επιβλαβές για τη δημοκρατία και υπερβολικά ισχυρό στο να αποφασίζει τι περιεχόμενο και τι ειδήσεις θα βλέπει ο χρήστης.
Ήδη ο χρόνος που περνούν οι χρήστες στο Facebook ελαττώνεται. Στην Αμερική οι ενήλικοι αφιερώνουν πλέον στο Facebook μόνο το 11,5% του συνολικού χρόνου κατά τον οποίο βρίσκονται online, ποσοστό μικρότερο κατά 20% συγκριτικά με μόλις δυο χρόνια πριν, σύμφωνα με την Pivotal Research.
Η χρήση του Instagram ανεβαίνει μεν, αλλά όχι αρκετά ώστε να αντισταθμίσει την πτώση του δημοφιλέστερου κοινωνικού δικτύου. Με άλλα λόγια η σχέση με το Facebook μπορεί να συνεχίζεται, αλλά ο έρωτας έχει πια τελειώσει.
(Mε πληροφορίες από Guardian)