Ελάχιστοι σύγχρονοι Έλληνες συνθέτες έχουν μια τόσο προσωπική και διακριτή ώστε να καταλήγει αναπόφευκτα μοναχική διαδρομή όσο ο Δημήτρης Καμαρωτός. Πατώντας στερεότατα στις λαμπρές σπουδές του στη Γαλλία (που ανάμεσα στα άλλα περιλάμβαναν σύνθεση με τον Ίάννη Ξενάκη, μουσική για τον κινηματογράφο με τον «μετρ» του ιδιώματος Maurice Jarre αλλά και την χρήση τεχνητής νοημοσύνης, των πρωτόλειων δηλαδή ακόμα τότε υπολογιστών, στην μουσική) ήδη από την επιστροφή του στην Ελλάδα το ΄85 βρίσκεται σταθερά στην μουσική πρωτοπορία της χώρας μας έχοντας όμως αναγνωριστεί και σε αρκετές άλλες εδώ και αρκετά χρόνια.
Σε αμφοτέρους τους μεγάλους τομείς του έργου του, την μουσική για θέατρο, χορό και κινηματογράφο από την μία και τα ηλεκτροακουστικά έργα του από την άλλη, η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού έχει διττή φύση, αφενός πρωτοπορεί συνθετικά και τις περισσότερες φορές και εκτελεστικά και αφετέρου δεν παύει να αναζητεί διαρκώς νέες εκφραστικές οδούς αλλά ναι να ερευνά τις δυνατότητες όχι απλά της μουσικής αλλά του ευρύτερου φαινομένου του ήχου.
Ο εξηντατετράχρονος δημιουργός διανύει όχι μόνον την ωριμότερη αλλά πιθανότατα και την πλέον παραγωγική περίοδο του η οποία σηματοδοτείται μάλιστα αυτές τις ημέρες από την κυκλοφορία μίας από τις καθόλου πολλές δισκογραφικές εργασίες του. Πρόκειται για τον δίσκο βινυλίου «Εlectromagnetic Landscapes (Unreleased Recordings 1983- 2016)» ο οποίος κυκλοφορεί από την νεοσύστατη εταιρεία Intersonik Recordings και, όπως φαίνεται ήδη από τον υπότιτλο του, στην μια πλευρά του περιλαμβάνει ηλεκτροακουστικά έργα του από την δεκαετία του ’80 και στην άλλη ανάλογα της πιο πρόσφατης δημιουργίας. Με αυτή την αφορμή ο Δημήτρης Καμαρωτός μου μίλησε όχι μόνο για τον συγκεκριμένο ξεχωριστό δίσκο αλλά και γενικότερα για την τόσο διαφορετική από την συντριπτική πλειοψηφία των άλλων προσέγγιση του στην μουσική.
Το γεγονός ότι προερχόταν από μια νέα εταιρεία και μάλιστα με τις προϋποθέσεις με τις οποίες ξεκινάει η Intersonik Recordings σε έκανε να δεχτείς την πρόταση της ή θα το έκανες και για οποιαδήποτε άλλη από τις λίγες πλέον υπάρχουσες; Γιατί άφησες την επιλογή του υλικού στους ανθρώπους της εταιρείας και δεν την έκανες ο ίδιος;
Η μουσική που γράφω και παράγω από την δεκαετία του’ 80 μέχρι σήμερα κινείται σε περιοχές που ακόμα και την εποχή που υπήρχε δισκογραφία ήταν περιορισμένης απήχησης. Αν καταφέρνω να συνεχίζω και να με ενδιαφέρει όλα αυτά τα χρόνια είναι λόγω της χρήσης της, είτε σε ηχογραφημένη μορφή είτε ζωντανά, σε παραστάσεις θεάτρου, χορού και στον κινηματογράφο. H Intersonik Recordings μου έκανε μια πλήρη δισκογραφική πρόταση για ένα άλλο τμήμα του έργου μου που είναι η ηλεκτρονική/ηλεκτροακουστική μουσική. Πρότειναν την δημιουργία ενός gatefold βινυλίου (και ψηφιακής έκδοσης) με διανομή και στην Ευρώπη από γνωστές εταιρίες. Με αυτή την αφορμή γνώρισα και τους τρεις ιδρυτές της και από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν έναν εξαιρετικό δρόμο συνεργασίας και εύκολης, εποικοδομητικής συνεννόησης για όλα τα θέματα της παραγωγής. Μπορούσα να επιλέξω ο ίδιος αλλά επειδή πιστεύω ότι δεν είναι εύκολο να κρίνεις τον εαυτό σου εμπιστεύτηκα το δικό τους κριτήριο και είμαι πολύ ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα.
Ο τρόπος που είναι δομημένη κάθε πλευρά αποσκοπεί στο να γίνει μια σύγκριση του χθες και του σήμερα της δουλειάς σου ή αντίθετα στο να τονιστεί η συνέχεια της μέσα στον χρόνο;
Αυτό ήταν η απάντηση των ανθρώπων της εταιρείας στο ερώτημα μου «τι να χωρέσει σε δύο πλευρές ενός βινυλίου;» από όλο το υλικό που τους έδωσα. Βρήκα πραγματικά ενδιαφέρουσα την λύση, επιλεγμένα έργα από δύο απομακρυσμένα χρονικά σημεία, την δεκαετία του ’80 και πρόσφατα, μετά το ’15. Από εκεί και πέρα μπορείς να κάνεις συγκρίσεις, να βρεις ομοιότητες και διαφορές, να διαπιστώσεις την εξέλιξη της τεχνολογίας στην ηλεκτρονική μουσική αλλά και την κοινή βάση που μπορεί να υπάρχει επειδή είναι του ιδίου συνθέτη. Το ερώτημά είναι και δικό μου, αν πράγματι αλλάζω ως συνθέτης, πώς και πόσο μέσα στον χρόνο.
Κωδικοποίησε μου την σχέση της μουσικής σου, τόσο από πλευράς συνθετικής έμπνευσης όσο και από εκείνη της εκτέλεσης, με τους εξής εξωγενείς παράγοντες α) λόγος, δηλαδή γλώσσα και πιο συγκεκριμένα γραπτό κείμενο β) φωνητική εκφορά αυτού του λόγου γ) οπτικά φαινόμενα δ) ακουστικά φαινόμενα, τόσο με την μορφή ερεθισμάτων που δέχεται το αυτί μας από ήχους και θορύβους της καθημερινής ζωής όσο και με αυτή των συγκεκριμένων και οργανωμένων ηχογραφήσεων πεδίου.
Δύσκολη μια απόλυτη επιλογή ή ιεράρχηση σε σχέση με αυτό που αποκαλείς «συνθετική έμπνευση». Εύκολο να πω ότι είναι όλα αυτά και ουσιαστικά να μην απαντήσω. Αν προσπαθήσω, παρά την αδυναμία μου, να το κάνω θα πω ότι καταρχήν φαντάζομαι και με κάποιο τρόπο υλοποιώ - είτε πρόκειται για σύνθεση είτε για ηχογράφηση - μια μορφή των ήχων μέσα στον χρόνο. Όλα τα υπόλοιπα που αναφέρεις για εμένα κινούνται ελεύθερα και ιδανικά με έναν μη ελεγχόμενο και συνειδητό «από κάτω» τρόπο. Αυτό άλλωστε είναι και το κίνητρο μου για να κάνω μουσική!
Μίλησε μου λίγο για το πως λειτούργησε η εικόνα των σωσιβίων στο Αιγαίο όσον αφορά στη σύλληψη του κομματιού σου για τους - νεκρούς σε αυτή την περίπτωση - πρόσφυγες αλλά και για τους τρόπους και τα μέσα με τα οποία εξέφρασες στη συνέχεια αυτή την εικόνα στη σύνθεση.
Είναι τμήμα μιας σειράς πέντε μερών καθαρά ηλεκτρονικού ήχου που σε μια άλλη μορφή της, ηχητικά και κυρίως χρονικά γιατί έχει μια διάρκεια μεγαλύτερη από αυτήν μιας πλευράς δίσκου, γράφτηκε για μια χοροθεατρική παράσταση και σε αυτή την εκδοχή της (η μουσική μαζί με κάποιες εικόνες που υπήρχαν στο νου μου όταν την έγραφα) υπάρχει ως βίντεο ανεβασμένο στο Internet. Έπρεπε κάτι να κάνω για να μπορέσω προσωπικά να διαχειριστώ αυτή την συγκλονιστική πραγματικότητα που δυστυχώς εξακολουθεί να αναπαράγεται. Η θάλασσα που αγαπώ, σέβομαι και μου έχει δώσει χαρά και όμορφες εμπειρίες «ματωμένη» από τα υπολείμματα μιας προσπάθειας ανθρώπων να την διασχίσουν για να σωθούν.
Οποιοσδήποτε άλλος θα θεωρούσε έργο ζωής την σύμπραξη του στην όπερα που θα ανεβάσει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στην Κίνα και θα το είχε δημοσιοποιήσει με κάθε δυνατό τρόπο αλλά εσύ, όπως το συνηθίζεις άλλωστε, έχεις μιλήσει μόνο σε ελάχιστους ανθρώπους οι οποίοι σε γνωρίζουν προσωπικά. Τι είναι λοιπόν αυτό ακριβώς το project και ποιο είναι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αλλά και οι κυριότερες δυσκολίες που παρουσιάζει για εσένα από δημιουργικής πλευράς;
Κυρίως ο Μιχαήλ Μααρμαρινός αλλά και μαζί μερικές φορές, όπως με την παράσταση της τραγωδίας «Αγαμέμνων» του Αισχύλου που κάναμε στην Κορέα πριν δέκα χρόνια, έχει αρκετά μεγάλη επικοινωνία με το θεατρικό γίγνεσθαι των χωρών της Άπω Ανατολής. Όταν λοιπόν ήρθε μια πρόταση από τον κρατικό θεατρικό οργανισμό της Σαγκάης απευθύνθηκε σε εμένα και αμέσως αποφασίσαμε ότι θα κάναμε την - τραγωδία με την παράσταση της οποίας με πρωταγωνίστρια την Αμαλία Μουτούση - στην Επίδαυρο ξεκίνησε η συνεργασία μας στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Δεν θα το έλεγα ακριβώς όπερα αφού εργαζόμαστε πάνω στην «Ηλέκτρα», ολόκληρο το κείμενο του Σοφοκλή σε μετάφραση το οποίο, όπως και κάθε αρχαία τραγωδία, προφανώς περιλαμβάνει και το εξαιρετικά ενδιαφέρον μέρος του χορού. Ενδιαφέρον τουλάχιστον για εμένα γιατί σε κάθε απόπειρα που κάνουμε με τον Μιχαήλ υπάρχει μια κρίσιμη και ανοιχτή διερεύνηση. Ο χορός ψάχνει να βρει τον κρίσιμο λόγο ύπαρξής του με τρόπο που να τον καταλαβαίνουμε εμείς σήμερα, να βρει λειτουργίες μουσικής που δεν διακοσμούν αλλά επιτρέπουν την πρόσβαση στον πυρήνα του λόγου και επομένως να ενεργοποιήσουν τα συναισθήματα του σημερινού ανθρώπου. Τώρα, αν βάλεις μαζί με τα δυόμισυ χιλιάδες χρόνια που μας χωρίζουν από τον τραγικό ποιητή και την τεράστια γεωγραφική απόσταση της Ελλάδας από την Κίνα, καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο είναι! Τόσο που δεν τολμώ να πω τίποτα άλλο για αυτό…
Γνωρίζω ότι, με αφορμή αυτό το project - και αφού έχεις μελετήσει επί χρόνια το μοναδικό σωζόμενο στο Βρετανικό Μουσείο δείγμα - αυτή τη στιγμή ένας οργανοποιός κατασκευάζει για εσένα ένα πιστό αντίγραφο του αρχαίου ελληνικού οργάνου δίαυλος. Πέραν από το «εγκυκλοπαιδικό» ας πούμε ενδιαφέρον τι σε έκανε να ασχοληθείς τόσο εκτεταμένα μαζί του και γιατί αποφάσισες να το «αναβιώσεις» ειδικά για αυτή το έργο στην Κίνα; Οι λόγοι είναι μόνο δημιουργικοί/αισθητικοί ή προσπαθείς, έστω έμμεσα, να επιτύχεις μια κάποια προσέγγιση δύο από τους παλαιότερους πολιτισμούς στον πλανήτη;
Από την αρχή έψαχνα να βρω έναν τρόπο να «μεταφέρω» κάτι από τον τόπο μου στους εξαίρετους ηθοποιούς και μουσικούς με τους οποίους συνεργαζόμαστε στην Σαγκάη, κάτι σαν να προβάλλεις slides σε κάποιον προσπαθώντας να τον κάνεις να φανταστεί την εμπειρία του να είσαι εδώ στην Ελλάδα και να ασχολείσαι με την αρχαία τραγωδία. Ναι, είναι αλήθεια ότι εμείς εύκολα χάνουμε την πραγματική διάστασή του, τι είναι δηλαδή να κάνεις παράσταση και να παίζεις μουσική με βάση αυτή την αρχαία ποίηση κάτω από τον Όλυμπο ή στην Επίδαυρο; Και άλλα, όχι τόσο εμβληματικά, αλλά που μπορούν να σου γεννήσουν τέτοιες σκέψεις...Επειδή λοιπόν ένα slide show δεν φτάνει αποφάσισα να φέρω κάτι πιο «συμπυκνωμένο» και το οποίο να αφορά πιο άμεσα στην δημιουργική διαδικασία. Το κατασκευάζω με την πολύτιμη βοήθεια και πείρα ενός εξαιρετικού οργανοποιού, του Γιώργου Αποστολάκη, ο οποίος ειδικεύεται κυρίως στο νέι. Η ανακατασκευή που επιχειρούμε είναι ενός συγκεκριμένου αρχαιολογικού ευρήματος που είναι γνωστό σαν «Αυλοί του Ελγίνου» και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Είναι του πέμπτου π. Χ. αιώνα, θαυμάσια διατηρημένο και έχουν γίνει αξιοσημείωτες έρευνες για αυτό από πολλές ανάλογες ομάδες τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Τέτοια έρευνα είχα κάνει και εγώ για δικούς μου λόγους και γνωρίζω όλη την σχετική βιβλιογραφία. Θα ακουστεί μαζί με ένα εξίσου αρχαίο κινεζικό όργανο που λέγεται sheng, δηλαδή στη σημερινή εποχή στην Σαγκάη θα γίνει μια μοναδική συνάντηση ενός αρχαίου ελληνικού και ενός παραδοσιακού κινεζικού οργάνου για να συνοδεύουν τον χορό της «Ηλέκτρας» και βέβαια τις φωνές των Κινέζων ηθοποιών.
Εκτός από αυτό το τόσο σημαντικό αλλά και ογκώδες project για το οποίο θα χρειαστεί να ξανάπατε τον Αύγουστο στην Κίνα για αρκετά μεγάλο διάστημα ποια άλλα θα σε απασχολήσουν μέχρι το τέλος της χρονιάς;
Αυτό που με έκανε να πάω πρόσφατα στην Επίδαυρο για να κάνω δοκιμές ήχου σε ένα χώρο που δεν έχω ξαναπαίξει, μία παράσταση της τραγωδίας του Αισχύλου «Ευμενίδες» με την Στεφανία Γουλιώτη. Στο Αρχαίο Στάδιο της Επιδαύρου στις 14 και 15 Ιουλίου, στις 6 το πρωί και με τον ήλιο να ανατέλλει, η Στεφανία θα αφηγηθεί πολύ πυκνά και με το τοπίο να είναι ενεργό στο δρώμενο και όχι μόνον ως σκηνικό ολόκληρη την τραγωδία με την συνοδεία προσωδιακής μουσικής την οποία θα παίζω ζωντανά.
Προτιμάς αλήθεια να συνθέτεις αυτόνομα έργα ή εκείνα που συνδέονται/συνοδεύουν άλλες μορφές έκφρασης; Και στη μια περίπτωση και στην άλλη βάλε σε σειρά προτίμησης, υποκειμενικά και φυσικά με βάση το τι ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση σου, τις επενδύσεις σου για θέατρο, χορό, κινηματογράφο και video art.
Πάντα στον σχεδιασμό τους, ακόμα και στο θέατρο και τον χορό, σκέφτομαι αυτόνομα αλλά όχι ανεξάρτητα, έργα. Μερικές φορές ίσως και να το επιτυγχάνω...Για εμένα η μουσική μιας παράστασης μπορεί να έχει μιαν αυτόνομη (αλλά όχι ασύνδετη ή μη συμπληρωματική) δραματουργία. Αυτό που με προσέλκυσε και με ενδιαφέρει ακόμα στην σκηνική (θέατρο, χορός, εικαστικές εγκαταστάσεις) μουσική είναι ότι δεν βασανίζεται από υφολογικά κριτήρια και αισθητικά όρια. Αυτό είναι για εμένα το πιο σημαντικό συστατικό της μουσικής και παράδοξα το πλέον σπάνιο στις όποιες συνεργασίες.
Τέλος πες μου με δυο λόγια για την παρουσίαση του δίσκου, πότε, πού και πώς θα πραγματοποιηθεί και τι θα παίξεις ζωντανά ως κατάληξη της.
Θα γίνει την Τρίτη 24 Απριλίου στο «Ρομάντσο» όπου, μετά από μιαν εισαγωγική συζήτηση με μερικούς συνεργάτες και φίλους, θα παίξω δύο από τα κομμάτια του δίσκου. Το ένα είναι από την πρώτη πλευρά, δηλαδή της δεκαετίας του ’80 και θα το παίξω με modular analog synthesizers και μαγνητοταινίες. Το άλλο είναι από την δεύτερη πλευρά, πιο πρόσφατο δηλαδή, γραμμένο σε full digital 96 kHz ήχο με πολλαπλό σύστημα ηχείων και συμμετοχή του σολίστ του κοντραμπάσου Βασίλη Παπαβασιλείου. Αμφότερα θα ακουστούν στις αρχικές συναυλιακές εκδοχές τους, διάρκειας περίπου μισής ώρα το καθένα. Ισως να παίξουμε και ένα ακόμα αν αντέχουμε (!) καθώς τέτοιο υλικό, εκτός από full range, απαιτεί και μεγάλες δυναμικές οι οποίες συντονίζουν τους χώρους όπου παίζεται.
Εγώ θα έλεγα απλά ότι «ο τολμών νικά», στην περίπτωση αυτή να γράψει και να παίξει αλλά και αντίστοιχα να ακούσει μουσικές οι οποίες προκαλούν με τον ιδανικότερο τρόπο, ερεθίζοντας όλες τις αισθήσεις και όχι μόνο την ακοή και οξύνοντας το μυαλό ώστε, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, να φέρουν όχι μεν μιαν απατηλή και εντέλει μάλλον και αφύσικη νηνεμία αλλά μιαν ισορροπημένη - ανάμεσα στις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της ύπαρξης - γαλήνη στην ψυχή.