Ευαίσθητος, εργατικός και παθιασμένος με τη δουλειά του. Με αυτές τις λέξεις περιγράφουν τον Δημήτρη Καμπανάρο συνάδελφοί του, που ακόμα δεν έχουν συνειδητοποιήσει πώς από τη μία στιγμή στην άλλη έχασαν έναν φίλο και άριστο επαγγελματία του κλάδου τους.
Ο 41χρονος, ιδιοκτήτης της Μονάδας Φροντίδας Ηλικιωμένων «Νέα Θάλπη» στον Άγιο Στέφανο, έβαλε σήμερα Τετάρτη τέλος στη ζωή του μέσα στο σπίτι του. Η HuffPost επικοινώνησε με συναδέλφους του που μίλησαν σε για εκείνον. Όλοι τον γνώριζαν ως έναν σπάνιο άνθρωπο που από νεαρή ηλικία ήξερε το επάγγελμα που θα ακολουθήσει. Ο Δημήτρης Καμπανάρος ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος και παρακολουθούσε την εξέλιξη της πανδημίας, πριν ακόμα εμφανιστεί ο ιός στην Ελλάδα.
Το περασμένο Μάρτιο κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά, διαβάζοντας για τις εξελίξεις στη γειτονική Ιταλία, όπου ο ιός προσέβαλε σφόδρα οίκους ευγηρίας. Από τότε ήξερε ότι η εμφάνιση του κορονοϊού στους οίκους ευγηρίας γίνεται συνήθως μέσω των εργαζομένων.
Έτσι, πήρε μόνος του μία τολμηρή απόφαση και έγινε ο πρώτος –και πιθανότατα ο μοναδικός- ιδιοκτήτης στην Ελλάδα, που παρέμεινε επί μακρόν έγκλειστος σε «καραντίνα» μέσα στη μονάδα του στον Άγιο Στέφανο, μαζί με τους εργαζομένους του. Για 65 ημέρες δεν βγήκε έξω από τη μονάδα φροντίδας για να είναι σίγουρος ότι θα προστατεύσει τους ηλικιωμένους. Στις 24 Μαρτίου ξεκίνησε την «καραντίνα», που ολοκληρώθηκε τη Δευτέρα 1 Ιουνίου.
Ο Δημήτρης Καμπανάρος έκανε Πάσχα και Ανάσταση δίπλα στους ανθρώπους της μονάδας. Οι συνάδελφοί του τον θαύμαζαν μετά από εκείνη την απόφαση. Ο 41χρονος δεν είχε παντρευτεί και δεν είχε παιδιά. Περιγράφεται ως ένας άνθρωπος ιδιαίτερα ευαίσθητος με τεράστια αγάπη για τους ηλικιωμένους. Όπως όλοι οι συνάδελφοί του, έτσι και εκείνος, είχε επιβαρυνθεί ψυχολογικά από τη μεγάλη ευθύνη που ανέλαβε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
«Ήταν ένας άνθρωπος άψογος στη δουλειά του. Ο Δημήτρης έπαιρνε πάρα πολλά και αυστηρά μέτρα για τον κορονοϊό, με αποκορύφωμα τον αυτοπεριορισμό του τον περασμένο Μάρτιο. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ ευαίσθητος που δινόταν με όλη του τη ψυχή στη δουλειά του. Σπούδασε το αντικείμενο στο εξωτερικό, προέρχεται από μία εξαιρετική οικογένεια και πάντα ήθελε οι άνθρωποι που έχει στη μονάδα φροντίδας να είναι ικανοποιημένοι. Όλοι μας έχουμε επιβαρυνθεί μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Σηκώνουμε μεγαλύτερο βάρος και ευθύνη από αυτό που μας αναλογεί. Είμαστε πιεσμένοι. Ξέρετε τι είναι να ζεις με το άγχος, μήπως ξεσπάσει κάποιο κρούσμα στη μονάδα σου; Καταλυτικό ρόλο έπαιξαν το τελευταίο διάστημα και τα ΜΜΕ, τα οποία ήταν ιδιαίτερα αυστηρά απέναντι στους οίκους ευγηρίας. Ξέρετε ότι πληρώνουμε από την τσέπη μας πάρα πολλά χρήματα για το πρόσθετο υγειονομικό υλικό που χρειαζόμαστε λογω πανδημίας αλλά και για τεστ; Η κάλυψη από τον ΕΟΔΥ για τα τεστ δεν επαρκεί. Το κράτος δεν μας βοηθάει όσο θα έπρεπε και έτσι νιώθουμε αφόρητη πίεση καθημερινά και άγχος για το μέλλον των ηλικιωμένων», λέει στη HuffPost συνάδελφος του Δημήτρη Καμπανάρου.
Ο 41χρονος, ο οποίος αυτοκτόνησε στο σπίτι του, τηρούσε τα πρωτόκολλα του ΕΟΔΥ και της Περιφέρειας. Στον οίκο του εντοπίστηκαν τρία κρούσματα. Θετικοί βρέθηκαν μία 33χρονη εργαζόμενη, μία 47χρονη εργαζόμενη και μία 87χρονη. Όλοι τους είναι ασυμπτωματικοί.
Ο Δημήτρης Καμπανάρος τόνιζε σε δημόσιες δηλώσεις του τη σημασία των τεστ. Ανέφερε ότι τα τεστ πρέπει να γίνονται στους οίκους ευγηρίας από τον ΕΟΔΥ κάθε εβδομάδα (στη χειρότερη περίπτωση δύο φορές τον μήνα), κάτι που δεν γινόταν.
Στις 16 Σεπτεμβρίου είχε κάνει τεστ ο ΕΟΔΥ στη μονάδα του και ήταν όλοι αρνητικοί. Ο 41χρονος κάλεσε ο ίδιος τον ΕΟΔΥ ξανά για τεστ στις 6 Οκτωβρίου, ενδεικτικό της σημασίας που έδινε στο θέμα. Στις 15 Οκτωβρίου έγιναν τελικά τα τεστ από τον ΕΟΔΥ και βρέθηκε θετική μία 33χρονη εργαζόμενη, που ήταν ασυμπτωματική.
Με δική του πρωτοβουλία και με δικά του έξοδα έγιναν εκ νέου τεστ λίγες ημέρες αργότερα, όταν και βρέθηκαν θετικοί ακόμα μία εργαζόμενη, 47 ετών, και η 87χρονη ηλικιωμένη.