Πόσους ανθρώπους συναντάμε στη ζωή που από την πρώτη κιόλας επαφή αισθανόμαστε οικεία και η κουβέντα μαζί τους εξελίσσεται τόσο ενδιαφέρουσα και ευχάριστη που δεν θέλουμε να τερματίσει; Πόσοι έχουν την ικανότητα να διηγούνται ιστορίες, άξιες ακούσματος, με πρωταγωνιστές τους ίδιους και τελικά πόσες κορυφές μπορεί να κατακτήσει κάποιος χωρίς να αλλοιωθεί η προσωπικότητα του; Ο σχεδιαστής Δημήτρης Ντάσσιος, πολυπολιτισμικός, ταλαντούχος και πολυπράγμων ανήκει σε αυτή τη χρυσή κατηγορία ανθρώπων. Αν και η ζωή τον οδήγησε σε πολλά κακοτράχαλα μονοπάτια, δίνοντας του σκληρά μαθήματα κοινωνικού και επαγγελματικού ήθους, παράλληλα του πρόσφερε απλόχερα αυτά που ο ίδιος δεν είχε καν τολμήσει να ονειρευτεί…
Το ραντεβού μας έγινε νωρίς το μεσημέρι στο ατελιέ του στο Κολωνάκι. Ένας χώρος γεμάτος έργα τέχνης που σε ταξιδεύουν στην Ανατολή… Ο γάτος, ο Πρου-Πρου, θρονιάστηκε μαζί μας στον καναπέ για να παρακολουθήσει την κουβέντα, γρήγορα όμως «εκδιώχθηκε» για να μπορέσουμε να επικεντρωθούμε σε αυτά που έπρεπε… στη ζωή και στη δουλειά του Δημήτρη Ντάσσιου.
- Ξεκινήσατε σπουδάζοντας πολιτικές επιστήμες, ασχοληθήκατε με τη μουσική, μετά με το μουσικό θέατρο, παίξατε σε παραστάσεις, υποδυόμενος δυνατούς ρόλους δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη Τζένη Καρέζη, εργαστήκατε στη Λυρική Σκηνή για μια δεκαετία, είχατε δική σας εκπομπή στην κρατική τηλεόραση με τον τίτλο «Λέξεις», δημιουργήσατε σειρές κοσμημάτων που φιλοξενήθηκαν σε γνωστές γκαλερί και σήμερα σχεδιάζετε εντυπωσιακές συλλογές ρούχων… και καθώς χαράζατε τα περάσματα σας από όλους αυτούς τους χώρους, αφήνατε πίσω, στον κάθε τομέα ξεχωριστά, ένα λιθαράκι επιτυχίας. Πως από τις πολιτικές επιστήμες διανύσατε όλη αυτή τη διαδρομή και τελικά καταλήξατε να ασχοληθείτε με τον χώρο της μόδας;
Η μόδα υπήρχε πάντα στη ζωή μου. Η μητέρα μου υπήρξε μια πολύ όμορφη γυναίκα με εξαιρετική αισθητική, που μου την πέρασε κι εμένα. Θυμάμαι τον εαυτό μου από μικρό να πηγαίνω και να αγοράζω όλα τα ξένα περιοδικά μόδας και να τα χαζεύω. Θαύμαζα την Σάρλοτ Ράμπλινγκ και την Ρόμι Σνάιντερ. Η εφηβεία μου υπήρξε εκρηκτική μέσα στη σιωπή της. Αν της έβαζα τίτλο θα ήταν «Μια έκρηξη στην εφηβεία των τεχνών». Διάβαζα ασταμάτητα λογοτεχνία, πήγαινα μόνος μου σε μουσεία και γκαλερί, αναζητούσα έργα που θα με συγκλονίσουν. Από την άλλη, αναφέρομαι σε σιωπή γιατί πήγαινα σε ένα πολύ αυστηρό ιδιωτικό σχολείο που δεν μου επέτρεπε να εκφράσω τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες. Δεν σκεφτόμουν τη μόδα τότε σαν επάγγελμα. Έτσι έδωσα εξετάσεις και πέρασα στις πολιτικές επιστήμες. Ο στόχος μου ήταν το διπλωματικό σώμα… ήρθε όμως η μουσική και το θέατρο στη ζωή μου κι όλα ανατράπηκαν.
- Πότε σχεδιάσατε τις πρώτες σας δημιουργίες;
Μια φίλη μου είχε φτιάξει έναν μικρό θεατρικό θίασο. Ήξερε ότι εγώ καταπιανόμουν με πολλά πράγματα και με παρακάλεσε να σχεδιάσω τα κοστούμια για μια θεατρική παράσταση. Έτσι κι έγινε. Όταν ολοκληρώθηκαν οι παραστάσεις μου ζήτησε να φτιάξουμε μαζί κοσμήματα. Σε πολύ πρώιμο στάδιο όλα αυτά για εμένα. Το έκανα για χαρτζιλίκι. Μετά τους πρώτους πειραματισμούς, είχα έμπνευση να κάνω μια σειρά κοσμημάτων μόνος μου. Από τη μια μέρα στην άλλη έγινε πάταγος με εκείνα τα κοσμήματα κι όλες οι διάσημες σταρ της εποχής φωτογραφίζονταν στα εξώφυλλα των περιοδικών φορώντας τα. Με πλησίασε τότε η σχεδιάστρια Λουκία για να συνεργαστούμε. Ακολούθησε η συνεργασία στη Γκαλερί Ελένη Μαρνέρη και λίγο αργότερα, το 2004 η αείμνηστη κυρία του Μουσείου Μπενάκη, Δέσποινα Γερουλάνου, με καλεί να συνεργαστούμε. Είχε δει τα πλισέ κοσμήματα που είχα φτιάξει και ήθελε να έχω παρουσία στη μεγαλειώδη έκθεση που είχε γίνει τότε με τίτλο «πτυχώσεις». Η επόμενη πόρτα που μου άνοιξε ήταν στη Γκαλερί Σκουφά, όπου είχα δώσει μια συλλογή υπερπαραγωγή, η οποία γρήγορα εξαντλήθηκε…. H μεγάλη αποδοχή όμως για τη δουλειά μου, πάντα μέχρι εκείνη τη στιγμή σε ό,τι αφορούσε το κόσμημα, ήρθε όταν έλαβα μέρος στην πρώτη εβδομάδα μόδας που είχε γίνει στην Αθήνα, το 2004. Η δουλειά μου είχε μπει εξώφυλλο στο Κ της Καθημερινής με τον τίτλο «H Αθήνα έγινε Παρίσι». Έρχεται τότε η Μαρία Λουίζα Πομαγιού, μια από τις μεγαλύτερες μπάιερς σε όλο τον κόσμο ( η ίδια ανακάλυψε και τον Γκοτιέ) και αρχίζει να δοκιμάζει τα κομμάτια μου, ένα - ένα και να φωνάζει «Zαντόρ! Zαντόρ!» (j’ adore) δηλαδή τα λατρεύω. Αγόρασε όλη τη συλλογή και την πήγε στο Παρίσι.
- Η επαφή σας με το ρούχο στον ρόλο του σχεδιαστή πότε ξεκινάει;
Αποφάσισα να ασχοληθώ με το ρούχο μετά από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη. Έκανα βόλτες στα παζάρια της Πόλης και χάζευα όλα αυτά τα ανατολίτικα στοιχεία… Μια σκέψη ήταν που ήρθε ξαφνικά και ρίζωσε. Είπα αυτά τα παραδοσιακά κομμάτια αξίζει να «δέσουν» με ένα μοντέρνο ύφασμα όπως είναι το ντένιμ. Αργότερα τα «έδεσα» και με το δέρμα. Εκείνο το ταξίδι υπήρξε σταθμός. Με χιουμοριστική, αλλά πάντα δημιουργική διάθεση, μόλις επέστρεψα από την Κωνσταντινούπολη άρχισα να ετοιμάζω τη συλλογή «Τούρκ μπαρόκ». Μια κατεξοχήν τζιν σειρά με χαρακτηριστικά τα έθνικ στοιχεία και τους εντυπωσιακούς πλισέ γιακάδες.
- Πότε έγινε η μεγάλη έκρηξη του ονόματός σας στον χώρο;
Τη χρονιά του 2007 μου ζήτησαν να έχω παρουσία σε μια έκθεση στο Παρίσι. Αυτό ήταν. Τα έθνικ τζιν τζάκετ μου έγιναν περιζήτητα μέσα σε λίγες μέρες. Εκείνη την χρονιά έκλεισα συνεργασίες με τις πενήντα καλύτερες μπουτίκ όλου του κόσμου. Η δουλειά μου βρισκόταν στη βιτρίνα του Ριτζ στην πλατεία Βαντόμ στο Παρίσι.
- Όταν συμβαίνει κάτι τόσο δυνατό και δημοφιλές κινδυνεύει από τους αντιγραφείς;
Γεγονός, αλλά πιστεύω ότι το αυθεντικό βελτιώνεται και εξελίσσεται συνεχώς γιατί υπάρχει από πίσω η ρίζα της αρχικής ιδέας. Για να απαντήσω στην ερώτηση σας, την επόμενη χρονιά μετά τη δική μου παρουσίαση στο Παρίσι, δηλαδή το 2008, ο Φίλιπ Πλέιν παρουσίασε τζιν τζάκετ με τη δική μου σχεδιαστική φιλοσοφία και μάλιστα έκανε μεγάλη καμπάνια με μοντέλο τη Ναόμι Κάμπελ. Λίγα χρόνια μετά, ενώ είχα φτιάξει και τσάντες σαν αξεσουάρ με έθνικ στοιχεία, ο Έλιοτ Μαν έφτιαξε τσάντες σαν τις δικές μου. Ο τελευταίος συνεχίζει και ασχολείται με τις τσάντες και έχει υιοθετήσει αυτό το στυλ.
- Ποιο είναι αυτό το μαγικό συστατικό που κάνει τις δημιουργίες σας τόσο ξεχωριστές και ιδιαίτερες;
Δεν υπάρχει μαγικό συστατικό. Είναι η αλήθεια που βγαίνει από τις ρίζες μας και ακολουθεί τον δρόμο της εξέλιξης. Για τις συλλογές μου χρησιμοποιώ στοιχεία με αναφορές στις παραδόσεις. Βγαίνουν από τα σεντούκια πράγματα και δένουν με σύγχρονα υφάσματα και υλικά. Δεν θεωρώ τις συλλογές μου απλά έθνικ, αλλά ένα καθημερινό στυλ στο πιο εξεζητημένο.
- Τι είναι για εσάς η δημιουργία;
Είναι η πετριά μου. Μέσα από τη δημιουργικότητα εκφράζομαι. Σχεδιάζω συνεχώς, όπου κι αν βρίσκομαι. Το μυαλό μου γεννά συνεχώς ιδέες. Κάθε χρονιά ξεπερνάει την προηγούμενη σε δημιουργικότητα κι αυτό μου δίνει τεράστια χαρά. Φτιάχνω μόνο όσα θέλω να κάνω, όχι για να τα πουλήσω, αλλά για να ικανοποιήσω αυτό το παιδί που ζει μέσα μου. Συντηρώ αυτή τη συνθήκη αμόλυντη.
- Αν σας ζητούσα να μου πείτε ένα και μόνο ένα αγαπημένο κομμάτι, απ’ όλα αυτά που έχετε σχεδιάσει, ποιο θα ήταν αυτό;
Τα πουκάμισα με τα βολάν. Τα θεωρώ απίστευτα θηλυκά, εντυπωσιακά και πιστεύω ότι κάνουν κάθε γυναίκα να ξεχωρίζει.
- Αναφέρατε ότι όταν ήσασταν μικρός θαυμάζατε πολύ την Σάρλοτ Ράμπλινγκ και τη Ρόμι Σνάιντερ. Ποια σύγχρονη γυναίκα θεωρείτε άξια θαυμασμού και γιατί;
Θεωρώ εξαιρετική την Κέιτ Μπλάνσετ. Εκπέμπει δυναμισμό και παράλληλα ερωτισμό. Μου αρέσει να βλέπω γυναίκες δυναμικές, καλλιεργημένες, που τολμούν, έχουν άποψη και ταυτόχρονα είναι αέρινες, θηλυκές, σεξουαλικές και δεν διστάζουν να επιλέξουν ενδυματολογικά αυτό που τις εκφράζει.
- Οι Ελληνίδες έχουν αυτά τα στοιχεία;
Οι Ελληνίδες στην πλειοψηφία τους χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Η μια κατηγορία ασπάζεται το στυλ της Οντρει Χέπμπορν και η άλλη κατηγορία το στυλ της Πάμελα Άντερσον. Θεωρώ ότι οι Ελληνίδες μαζί με την ελληνική μόδα είναι αρκετά κατευθυνόμενες.
- Θεωρείτε ότι η ελληνική μόδα είναι περιορισμένη, έχει στεγανά;
Όχι δεν αναφέρομαι στους σχεδιαστές, αλλά στον περιορισμό που θέτουν πολλές Ελληνίδες στον ενδυματολογικό τους κώδικα. Σε ό,τι αφορά τους σχεδιαστές θεωρώ ότι έχουμε ταλαντούχους δημιουργούς. Το πρόβλημα μας είναι ότι κινούμαστε σε μια μικρή αγορά. Πιστεύω ότι για να καταξιωθεί ένας Έλληνας σχεδιαστής θα πρέπει να υπάρξει εξωστρέφεια προς τη διεθνή αγορά, ώστε να απευθυνθεί σε ένα μεγαλύτερο κοινό.
- Είναι καταφανές, από τα αντικείμενα που έχετε στο ατελιέ σας, ότι ταξιδεύετε πολύ. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας προορισμοί;
Ταξιδεύω πολύ στο Παρίσι λόγω δουλειάς, αλλά και λόγω κουλτούρας και ερεθισμάτων. Μια χώρα όμως που αγαπώ πολύ είναι η Ιταλία. Κάνω πολλά ταξίδια για τη δουλειά στο Μιλάνο, αλλά έχω ξεχωρίσει και τη Ματέρα, μια πολύ ιδιαίτερη αμφιθεατρική πόλη, από τις αρχαιότερες που υπάρχουν. Επίσης, το Μαρακές είναι αγαπημένος προορισμός.
- Στην Ελλάδα σε ποια μέρη αγαπάτε να βρίσκεστε;
Επισκέπτομαι πολύ τα νησιά στα οποία έχω καταστήματα, δηλαδή Μύκονο, Σίφνο και Σέριφο. Η Σέριφος είναι για μένα έρωτας, που ξεκίνησε εδώ και 20 χρόνια και καλά κρατεί. Το καλοκαίρι δεν την αλλάζω την Ελλάδα με κανένα άλλο μέρος.
- Εκτός από τα νησιά που αναφέρατε που αλλού έχετε καταστήματα και σημεία πώλησης;
Υπάρχει το αποκλειστικό ομώνυμο κατάστημα στο Κολωνάκι και δίνω σε άλλα 100 εμπορικά σημεία σε 18 χώρες συνολικά.
- Ποιος είναι ο επόμενος επαγγελματικός σας στόχος;
Nα ανοίξω κατάστημα στο Παρίσι.
- Ο προσωπικός στόχος;
Να είμαι καλά εγώ και οι άνθρωποι που αγαπώ και θεωρώ οικογένεια μου.
- Ποιος είναι ο πιο κοντινός σας άνθρωπος;
Είναι ο Γιάννης Λεμπέσης. Είναι ο άνθρωπος μου, το στήριγμα μου, η οικογένεια μου στη δουλειά και στη ζωή. Συμβιώνουμε εδώ και 25 χρόνια με επιτυχία. Είναι ένας συναισθηματικός ορθολογιστής όπως τον χαρακτηρίζω, που δεν διστάζει να μου πει ανοιχτά τη γνώμη του εκεί που χρειάζεται, αν και τις περισσότερες φορές συμφωνούμε απόλυτα.
- Είστε ένας χείμαρρος. Με ποιους άλλους χαρακτηρισμούς θα προσδιορίζατε τον εαυτό σας;
Είμαι έξυπνος, όμορφος, ταλαντούχος… (γελάει και ξεπηδάει το παιδί που κρύβει μέσα του) Είμαι ένας χαρούμενος άνθρωπος, γενναιόδωρος από τη φύση μου σε όλους τους τομείς, εξαιρετικά οργανωτικός και έντονα οξυδερκής. Είμαι ανήσυχος και θέλω συνεχώς να δημιουργώ. Προσπαθώ να διατηρώ ένα ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον για τους ανθρώπους που έχω κοντά μου, αλλά παράλληλα είμαι απαιτητικός και αυστηρός στα θέματα της δουλειάς. Αν κάποιος με εξωθήσει στα άκρα μπορεί να φτάσω στα δυσδιάκριτα όρια του αυταρχισμού, αλλά δεν γίνομαι ποτέ αγενής. Θα έλεγα ότι δεν έχω έπαρση, αλλά επίγνωση.
- Ένα όνειρο για το μέλλον με την προσδοκία να γίνει πραγματικότητα;
Να αγγίξω τον πήχη της δημιουργικότητας όσο πιο ψηλά γίνεται και να είμαι καλά εγώ και οι δικοί μου άνθρωποι.