Δημήτρης Παπαδημητρίου: Πώς αλλιώς ακούμε τη μουσική εάν όχι ενεργά;

Με αφορμή τις δύο interactive συναυλίες στη Στέγη.

«... Συγγνώμη, το λέμε σαν να είναι κάτι πρωτότυπο, αλλά πώς αλλιώς ακούμε; Εάν δεν ακούμε έτσι, να μην ακούμε. Ο ακροατής είναι πάντα ενεργός. Η άποψη περί της φύσης της μουσικής ως αποσμητικό χώρου είναι καταστροφή. Δηλαδή, αυτό που παίζει μουσική παντού -εμείς μιλάμε και παίζει κάποια μουσική χωρίς να απαιτεί προσοχή- δεν είναι μουσική. Είναι αποσμητικό χώρου για να υπερκαλύπτονται οι άσκημες φωνές και οι θόρυβοι του δρόμου. Πρέπει λοιπόν, να ξαναξεκινήσουμε την ακρόαση. Γιατί μόνο τότε θα πετάξουμε και τα σκουπίδια. Όσο έχουμε τη μουσική σαν ταπετσαρία, δεν έχει κανένα νόημα να την έχουμε. Η σιωπή είναι πολύ πιο σημαντική από αυτή τη μουσική...»

Μία interactive συναυλία, για την ακρίβεια δύο, στις 15 και 16 Φεβρουαρίου, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης.

Ένα νέο συμφωνικό έργο σε σπονδυλωτή μορφή από ανεξάρτητα μέρη, υπό τον τίτλο «Οι Πλανόδιοι των Ονείρων» ή, αλλιώς 14 Συμφωνικές Μινιατούρες που συνοδεύονται από μία παιχνιδιάρικη πρό(σ)κληση:

«... Οι θεατές µε βάση τον τίτλο του έργου αλλά και τους τίτλους των μουσικών μερών μπορούν να γράψουν µιαν ιστορία και να µας στείλουν. Η πιο τρελή και πιο πρόσφορη θα προσαρτηθεί σαν λιμπρέτο στην έκδοση του έργου! Κριτική επιτροπή θα είναι ο συνθέτης του έργου, δηλαδή εγώ. Ζητούμε την ιστορία ή απλά το setup που τα δένει. Δεν µας νοιάζει πόσο λεπτομερής θα είναι η ιδέα. Αρκεί να είναι ικανή να δέσει λογικά τα μέρη σε µία περαιτέρω επεξεργασία. Κάτι δηλαδή που ούτως ή άλλως ένας ακροατής μουσικής κάνει κρυφά και ανεπίσημα να το κάνει και επισήμως! Την επόμενη φορά παρακαλώ να έρθετε διαβασμένοι, γιατί θα γράψετε και νότες!».

Ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου μιλά στη HuffPost Greece με αφορμή τη μουσική.

-Δεκατέσσερις Συμφωνικές Μινιατούρες που προέκυψαν, όπως γράφετε «... από στιγμές απειθαρχίας, αναρχίας και αντίστασης του μυαλού στη διαδικασία ενός άσχετου, μεγαλύτερου και χρονοβόρου έργου». Κάτι «σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει»;

Ακριβώς. Γράφω μουσική στο κουμπιούτερ. Και υπάρχουν ώρες που «δεν ακούω» καθόλου τι γράφω -εννοείται ότι, δεν μπορώ να παίξω αυτά που γράφω εφόσον είναι συμφωνικά, αλλά υπάρχει μία εσωτερική ροή (και μετά από κάποιον καιρό αυτό ισούται με την ακοή, μην πω ότι είναι καλύτερο, γιατί με το μυαλό δεν κάνεις λάθος, ενώ με την prima vista υπάρχει η πιθανότητα λάθους). Γράφω λοιπόν, και πλάι μου, από την άλλη μεριά, είναι το πιάνο. Οπότε γυρίζω και παίζω. Και αυτό που παίζω δεν έχει καμία σχέση με αυτό που γράφω. Είναι μια βαθιά ανάσα σε ένα άλλο context. Την ίδια εποχή που έγραψα το «Σατυρικόν» έγραψα και την «Άννα της Κοκκινιάς», ένα τραγούδι που λέει ο Γιώργος Μαργαρίτης. Είναι μία ισορροπία την οποία απαιτεί και επιβάλλει ο ίδιος μου ο εαυτός.

Και αυτό, κατά κάποιον τρόπο, συμβαίνει σε όλα στη ζωή μου. Δηλαδή, οι φίλοι μου είναι οι μέγιστοι των ποιητών, των μαέστρων και των ζωγράφων και ταυτόχρονα είναι άνθρωποι οι οποίοι δουλεύουν σε μαγαζιά της νύχτας, πολύ λαϊκοί άνθρωποι, τους οποίους εκτιμώ πάρα πολύ, διότι έχουν ήθος και νόμους και με ξεκουράζει η παρέα μαζί τους. (Όπως έχουν και παραδόσεις, ενώ οι άλλοι τις έχουν καταστρατηγήσει. Οι παραδόσεις είναι κώδικες ευγενείας. Και αυτούς τους κώδικες εάν δεν τους αντικαταστήσεις με καλύτερους και απλά τους καταργήσεις επειδή είσαι «σύγχρονος άνθρωπος» δεν κάνεις κάτι καλό, κάνεις κάτι κακό. Έτσι λοιπόν, άνθρωποι από την επαρχία μπορεί να μεταφέρουν πολύ σπουδαία στοιχεία σε μία φιλική σχέση). Βέβαια, δεν είναι να κάνεις απολυτότητες, γιατί και οι άλλοι έχουν -βαθύτερη σκέψη, ποίηση, εξέλιξη, συνεργασίες- πολύ σημαντικά στοιχεία. Αλλά δεν μπορώ να κάνω το ένα από τα δύο.

-Άρα, αυτές οι 14 συμφωνικές «στιγμές» πόσο χρονικό διάστημα αφορούν;

Όχι ιδιαίτερα μεγάλο. Έγραψα τον «Μόμπι Ντικ», που θα παιχτεί του χρόνου. Ένα έργο τεσσάρων ωρών -στην παράσταση δεν θα είναι τέσσερις ώρες, αλλά μουσικά είναι. Στο διάστημα κατά το οποίο έγραφα αυτό το τεράστιο έργο, συνέθεσα επιπλέον και άλλα πράγματα. Αυτά τα breaks ήταν σαν ανακούφιση, ένα «ουφ» από το συνέχεια και συνέχεια «Μόμπι Ντικ». Ή, μου δημιουργούνταν μία ιδέα, ένα κομμάτι, το οποίο δεν είχε καμία επαφή και σχέση με το ο,τιδήποτε, ήταν ανεξάρτητο, μόνο του. Και το οποίο δεν έγραφα σε νότες, απλά το σημείωνα και πολλές φορές το έπαιζα στο κινητό μου. Σε επίπεδο ιδέας και μόνο.

-Ένα πρωτόλειο.

Ένα πρωτόλειο. Ένα τίποτα, ένα σχέδιο. Για να μην το ξεχάσω. Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών μου έκανε παραγγελία ένα 10λεπτο έργο, το οποίο και έγραψα, γιατί με ρώτησαν, έχεις ένα θέμα αυτής της έκτασης, 10 - 12 λεπτά; Έργο έχω, αλλά είναι 60, 70 λεπτά -όμως, ένα 70 λεπτο έργο είναι όλη η συναυλία. Άρα, ως ένα σημείο είμαι ασύμφορος, εννοώ, ως προς να εντάσσονται έργα μου σε προγράμματα.

“Η μουσική έχει ένα αντικειμενικό περιεχόμενο. Ενώ ανήκει στον χώρο της αφαίρεσης, το κάθε μουσικό κομμάτι έχει ένα αντικειμενικό μουσικό περιεχόμενο”

Και δεν είναι μόνο η ΚΟΑ. Μου έχουν πει πολλές φορές οι ορχήστρες, θέλουμε να παίξουμε έργο σου, αλλά δεν τολμούν γιατί δεν μπορούν να πάρουν απόσπασμα. Μου έλεγαν, γράψε κάτι μικρό. Πώς είναι οι 24 Πολωνέζες (έργα για πιάνο του Σοπέν), έτσι. Και λέω, ωραία, θα κάνω συμφωνικές μινιατούρες. Ξεκίνησα από μία ιδέα, στην πορεία έγιναν τρεις, τέσσερις και μετά ερχόταν κάτι άλλο -τίτλος και ιδέα μαζί. Διαπίστωσα, καθώς το ένα γεννούσε το άλλο ότι είχαν μία εσωτερική συνοχή. Ήταν ανεξάρτητα και δεν ήταν κιόλας. Και σκέφτηκα, μήπως να τα κάνω ένα έργο; Και ενώ δεν είναι «ένα έργο», έχουν εσωτερική συνοχή -είναι πολύ περίεργο. Και σε αυτό το σημείο βάζω και τους θεατές στο παιχνίδι για να μου γράψουν αυτή τη συνοχή με λόγια. Γιατί εάν μπορεί να ειπωθεί, τότε έχουμε και ένα λιμπρέτο.

-Ο τίτλος του έργου -«Οι Πλανόδιοι των Ονείρων»- και οι επιμέρους τίτλους («Ο Ρώσος Μάγος», «Η Χαρτορίχτρα», «Τα Στίλβοντα ποδήλατα», «Η Αεροναυτική Επίδειξη των Εντόµων» ....) θυμίζουν, άλλη μία φορά, τη σχέση σας με την ποίηση και τη λογοτεχνία.

.... Ο πατέρας μου είχε λογοτεχνική φλέβα και έγραφε πολύ ωραία... Έγινε δικηγόρος -πιο πολύ. Όμως, ανακαλύψαμε ποιήματα του, τα οποία μας είχε πει ότι είχε πετάξει. Κάποια τα είχε κρατήσει και τα βρήκαμε και είναι πολύ ωραία. Εν πάση περιπτώσει, μου έλεγε ότι θα γινόμουν καλύτερος λογοτέχνης από ότι συνθέτης. Είναι αλήθεια ότι κατοικεί μέσα ταυτόχρονα και αυτό -ο λογοτέχνης, ο σιαμαίος αδελφός που τον έχω απορροφήσει...

Αλλά, όπως δεν είμαι μαέστρος και είμαι συνθέτης, όπως δεν είμαι σολίστας, σημασία έχει τι κάνεις τελικά. Μου λένε διάφοροι μουσικοί ότι θα έπρεπε να διευθύνω εγώ τα έργα μου. Δεν είμαι όμως μαέστρος. Το ξέρω, θα μπορούσα να έχω γίνει -έχω σπουδάσει διεύθυνση ορχήστρας, άλλωστε, ο μαέστρος είναι ένα όργανο της ορχήστρας, είναι κι αυτός μέσα στην παρτιτούρα. Παρ′ όλα αυτά δεν είμαι λογοτέχνης, απλά και μόνο επειδή δεν έγινα λογοτέχνης.

Όμως, δεν μπορείτε να φανταστείτε με πόσο μεγάλη χαρά, ηδονή και ευκολία γράφω ο,τιδήποτε που να αφορά στη μουσική που έγραψα ή που θα γράψω. Είναι αυτόματη γραφή, σχεδόν δεν τα διορθώνω. Και μου αρέσει σε ό,τι γράφω να υπάρχει ο παράγοντας πρόσβασης του λόγου. Σέβομαι πάρα πολύ και εκτιμώ, αλλά δεν μπορώ να φτάσω στο σημείο που θα πω «Συμφωνία αρ. 3... Γειά σας». Δεν μπορώ να το πω γιατί χαρίζω μία τεράστια ελευθερία στον άλλον, μία ελευθερία που στερούμαι εγώ. Υπάρχει ένα εξομολογητικό στοιχείο όταν γράφεις, το οποίο κάποιες φορές για να πιάσει και τόπο πρέπει να έχει διευθύνσεις και ονόματα. Αλλιώς είναι γενικότητες. Το να πεις, ας πούμε «πρελούδιο αρ. 3» και αυτό να σου είναι αρκετό, πρέπει να το έχεις γράψει και ως πρελούδιο αρ. 3.

-Για τον μη μυημένο ακροατή ο τίτλος είναι και ένα είδος οδικού χάρτη.

Η μουσική έχει ένα αντικειμενικό περιεχόμενο. Ενώ ανήκει στον χώρο της αφαίρεσης, το κάθε μουσικό κομμάτι έχει ένα αντικειμενικό μουσικό περιεχόμενο, το οποίο στην πραγματικότητα είναι η αφηρημένη πεμπτουσία όλων των συγκεκριμένων εννοιών οι οποίες προέρχονται από αυτήν.

Όταν δίδασκα Μουσική στο Σινεμά, έπρεπε να απαντήσω στο πρώτο μάθημα, σε μία θεμελιώδη ερώτηση: Εάν η μουσική έχει αντικειμενικό περιεχόμενο ή όχι. Που απαντά στην άποψη ότι είναι υποκειμενική η ακρόαση και καθένας φαντάζεται ό,τι θέλει. Εάν είναι έτσι, τότε για τη μουσική στο θέατρο και στο σινεμά, θα βάζαμε λοταρία. Σε κάποιον θα αρέσει και θα ταιριάζει, για κάποιον άλλον δεν θα ταιριάζει καθόλου.

“Δεν είναι κακό να ταυτίσουμε την προσωπική μας ζωή και προσωπικότητα με αυτό που ακούμε, απλά πρέπει να υπάρχει και ταυτόχρονη συνείδηση ότι αποκλείεται ο Μότσαρτ να έγραψε έχοντας υπόψιν του εμάς”

Έχω γράψει μουσική για 35 ταινίες. Όποτε πήγαινα ένα κομμάτι, πρώτος εγώ καταλάβαινα ότι δεν πάει στη σκηνή -κι έβλεπα και τους άλλους να με κοιτούν περίεργα. Και είχαν δίκιο. Άλλες φορές έπαιρνε το ίδιο κομμάτι ο μοντέρ -ο Γιάννης Τσιτσόπουλος, μέγας μοντέρ και μέγας δάσκαλος- και χωρίς να μου πει δεν κάνει για τη σκηνή που το έδωσες, έλεγε, μαέστρο, σκέφτηκα αυτό. Και έβαζε τη μουσική σε άλλη σκηνή. Και λέγανε όλοι, α! εδώ πάει πάρα πολύ. Άρα, λοιπόν, τι είναι αυτό που κάνει να ταιριάζει ή να μην ταιριάζει; Δεν είναι καθόλου η συνταύτιση του χρόνου και του ρυθμού, όπως θέλουμε να πιστεύουμε απλοϊκά. Δηλαδή, περπατάει κάποιος και η μουσική ακολουθεί τα βήματα του. Θα ήταν και γελοίο. Είναι ότι το περιεχόμενο της μουσικής, το υπαρκτό, αντικειμενικό της περιεχόμενο, αυτό που είναι η ίδια η μουσική εν τέλει, βρίσκεται στο κέντρο των νοημάτων που παράγονται από την κινηματογραφική γλώσσα.

Έτσι λοιπόν, κατέληξα ότι σαφώς υπάρχει ένα αντικειμενικό περιεχόμενο που μου λέει «ναι» και «όχι». Στο Ωδείο, το πρώτο μάθημα ήταν για το ταλέντο και το δεύτερο ήταν αυτό. Τους έβαζα ένα κομμάτι στο οποίο ο συνθέτης είχε δώσει τίτλο και υπότιτλο (τον οποίον δεν τους έλεγα). Ήταν από τα κομμάτια που δεν γνωρίζει το ευρύ κοινό -παρόλο που τα παιδιά είχαν τελειώσει Σύνθεση και το μάθημα μου ήταν ειδίκευση στο σινεμά και το θέατρο. Και έλεγα, κάθε λεπτό θα γράφετε μία αντίδραση -μία λέξη, μία φράση, μία αναφορά, τίποτα (παύλα)- για να μπορούμε να συγκρίνουμε τα λεπτά. Αλλά δεν θα ακούτε παθητικά, θα ακούτε.

Και έγραφαν στον πίνακα τις λέξεις ανά λεπτό. Και υπήρχε θυμηδία, γιατί οι λέξεις ήταν τελείως άσχετες η μία από την άλλη. Και αντίθετες πολλές φορές. Και τους έλεγα, εάν μέναμε σε αυτήν την παρατήρηση, θα λέγαμε ότι η μουσική είναι για τον καθένα ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Όμως, ακούσατε όλοι το ίδιο έργο. Το οποίο είναι πού; Χάθηκε; Ή, υπάρχει ακόμη μέσα σας, απλώς εσείς αντιδράσατε υποκειμενικά σε αυτό; Το έργο είναι αντικειμενικό, εσείς είστε υποκειμενικοί και για να γίνετε αντικειμενικοί πρέπει να εκπαιδευτείτε.

-Ωραίο μάθημα.

Έλεγε ένας -στην πρώτη λέξη- «η μάνα μου». Ο άλλος έλεγε «κατσαρίδες». Ο τρίτος «ένα διαστημόπλοιο». Ο άλλος «ιππότες» και ο επόμενος «καταιγίδα». Ωραία λοιπόν. Ποιές λέξεις είναι οι ακραία αντίθετες; Για παράδειγμα, «κατσαρίδες» και «η μάνα μου». Σύμφωνοι. Πες μου εσύ για τη μάνα σου. Όπου μιλώντας εξηγούσε ότι δεν είχε ιδιαίτερα καλή σχέση μαζί της και ότι, η μητέρα του ήταν μία εικόνα που τον τάραζε. Ανάλογα μίλησε και εκείνος που έγραψε τη λέξη «κατσαρίδες». Πηγαίνοντας πίσω και ψάχνοντας παραπέρα, ζητώντας από τα παιδιά να μου πουν το γένος πίσω από το είδος, μου έδιναν τέσσερις διαφορετικές λέξεις, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους και στο τέλος, μου έλεγαν μόνοι τους τον τίτλο του έργου. Εννοείται ότι, δεν πίστευαν όταν τους έλεγα, ότι ναι, αυτός είναι ο τίτλος και έπαιρναν το cd για να βεβαιωθούν ότι τους λέω αλήθεια.

-Το γεγονός ότι προτρέπετε τους ακροατές / θεατές της συναυλίας να γράψουν μια ιστορία, ακούγεται σαν ένα ωραίο παιχνίδι, αλλά...

... Συγγνώμη, το λέμε σαν να είναι κάτι πρωτότυπο, αλλά πώς αλλιώς ακούμε; Εάν δεν ακούμε έτσι, να μην ακούμε. Ο ακροατής είναι πάντα ενεργός. Η άποψη περί της φύσης της μουσικής ως αποσμητικό χώρου είναι καταστροφή. Δηλαδή, αυτό που παίζει μουσική παντού -εμείς μιλάμε και παίζει κάποια μουσική χωρίς να απαιτεί προσοχή- δεν είναι μουσική. Είναι αποσμητικό χώρου για να υπερκαλύπτονται οι άσκημες φωνές και οι θόρυβοι του δρόμου. Πρέπει λοιπόν, να ξαναξεκινήσουμε την ακρόαση. Γιατί μόνο τότε θα πετάξουμε και τα σκουπίδια. Όσο έχουμε τη μουσική σαν ταπετσαρία, δεν έχει κανένα νόημα να την έχουμε. Η σιωπή είναι πολύ πιο σημαντική από αυτή τη μουσική.

-Άρα, είναι ένας τρόπος παρέμβασης, μία πρωτοβουλία -πολύ παραπάνω από ένα παιχνίδι.

Ναι, είναι.

-Θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς τις ιστορίες.

Ακόμη και εκείνος που δεν θα γράψει, θα τεστάρει τον εαυτό του εάν θα μπορούσε να γράψει. Αν θα έγραφε, τί θα έγραφε. Εγώ δεν θα έγραφα...

-Γιατί;

Ίσως γιατί θέλει πολύ δουλειά, ίσως γιατί θα το έπαιρνα πιο σοβαρά. Δεν είμαι σίγουρος αν θα έγραφα στην περίπτωση που ήμουν ακροατής σε κάποιον που θα έκανε αυτό το παιχνίδι. Όπως δεν συμμετείχα ποτέ στη ζωή μου σε διαγωνισμούς. Πλην του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, δηλαδή. Όπου πήγαινα λόγω ταινιών -όχι προσωπικά- και όταν είχα τη δύναμη να αποσύρω την υποψηφιότητα μου το έκανα. Αυτό δεν με εμπόδισε να κάνω διαγωνισμό τραγουδιού. Μερικές φορές δεν είσαι εσύ το μέτρο για όλα.

-Ο θεατής που επιλέγει μία τέτοιου τύπου συναυλία είναι συνειδητοποιημένος ακροατής.

Ναι, αλλά υπάρχει και η μητέρα του που την έφερε επειδή δεν είχε τι να την κάνει, υπάρχει το παιδί του το οποίο κουβάλησε υποχρεωτικά....

-Δηλαδή;

Το κουβάλησε για το καλό του, για το βάλει σε μία διαδικασία ακροάσεων. Υπάρχει ένα ποσοστό αποκλίσεων μεταξύ των ανθρώπων οι οποίοι κάνουν μία τέτοιου τύπου επιλογή και επίσης, υπάρχει ένα ολόκληρο παιχνίδι, το οποίο διαχέεται έξω από τους τέσσερις τοίχους της αίθουσας.

-Που σημαίνει;

Και μόνο το γεγονός ότι συζητάμε γι αυτό, σημαίνει ότι ακόμη και κάποιος που δεν θα ρθει, θα έχει μάθει ότι έγινε αυτό το παιχνίδι εκεί που δεν πήγε. Και ίσως μπει στη διαδικασία να σκεφτεί: Αυτός παίζει μουσική και ζητάει από το κοινό να γράψει μια ιστορία. Τι είναι αυτό; Την οποία ερώτηση «τι είναι αυτό;» δεν θα τολμούσε να τη θέσει ένας άνθρωπος της δικής μου ηλικίας ή, τη δεκαετία του ’80. Πώς αλλιώς ακούμε τη μουσική εάν δεν την ακούμε ενεργά;

Δεν είναι κακό να ταυτίσουμε την προσωπική μας ζωή και προσωπικότητα με αυτό που ακούμε, απλά πρέπει να υπάρχει και ταυτόχρονη συνείδηση ότι αποκλείεται ο Μότσαρτ να έγραψε έχοντας υπόψιν του εμάς (γέλια).

-Καθένας πάντως οικειοποιείται με τον δικό του τρόπο τη μουσική και τα τραγούδια. Τα γράψατε εσείς, αλλά είναι δικά μας.

Μα άμα έμεναν δικά μου δεν θα τα έγραφα καν.

-Η συμφωνική μουσική είναι σύνθετη, πολυεπίπεδη, συνεπώς απαιτητική υπόθεση. Ενώ ένα τραγούδι;

Το τραγούδι εμπεριέχει τη συνύπαρξη με τη γλώσσα. Αλλά πέραν αυτού, εάν θέλεις να κάνεις ένα τραγούδι το οποίο «να φορεθεί», έχεις μία δυσκολία. Ο μεγαλύτερος οίκος μόδας μπορεί να σχεδιάσει το πιο απίστευτο πουκάμισο από... φτερά παγωνιού, ένα τόσο ιδιαίτερο και προσεγμένο ρούχο που να το δεις και πεις, σπουδαίο! Ποιός θα πάει να το αγοράσει και να το βάλει; Το θαυμάζω, αλλά μήπως πρέπει να θαυμάσω και τα αθλητικά, ένα είδος παπουτσιού που κάνει σε όλους και το φορούν όλοι;

Το τραγούδι έχει άλλες ιδιαιτερότητες, οι οποίες είναι μη μουσικές. Είναι κοινωνικές. Οι περισσότεροι που έγραψαν τραγούδια στην Ελλάδα δεν είχαν ιδιαίτερες μουσικές γνώσεις. Αυτό δεν τους υποτιμά καθόλου. Αντιθέτως υποτιμά τα ωδεία. Διότι στα ωδεία οι ταλαντούχοι στην ελληνική μουσική γλώσσα υποχρεώνονταν να ξεχάσουν τη δίοδο που είχαν μέσα από τη γλώσσα και να μάθουν τη γερμανική μουσική. Έπρεπε να κάνουν διπλή δουλειά. Άρα, δεν είναι καθόλου τυχαίο που στο ελληνικό τραγούδι, οι μεγάλες μας συνθέτες δεν υπήρξαν μεγάλοι συμφωνιστές και οι μεγάλοι συμφωνιστές έγραψαν περίεργα πράγματα σε μία άλλη μουσική γλώσσα. Τι είχαν, τι έχουν ακόμα, οι άνθρωποι οι οποίοι γράφουν ωραία έντεχνα τραγούδια, για παράδειγμα, που δεν το έχει ένας από τους εκατοντάδες, μην πω χιλιάδες, απόφοιτους ωδείου στη σύνθεση; Είναι η ποίηση. Που στο τραγούδι παίρνει σάρκα και οστά και μπορεί να ανακαλεί στον απλό, μη πεπαιδευμένο ακροατή κάτι. Αντιλαμβάνεται τη συνθήκη και επιπλέον έχει την τεχνική να βάλει όλο αυτό σε μία μικρή φόρμα.

-Η επιτυχία είναι μια «καλή στιγμή»;

Η καλή στιγμή για μένα, σε ένα ποσοστό 80% είναι όταν ένας καλός στιχουργός μου έχει στείλει ένα καλό στίχο ή έχω θυμηθεί ή ανακαλύψει τον τρόπο να κάνω τραγούδι ένα σπουδαίο ποίημα. Πολλά τα ξέρω, τα κουβαλάω, αλλά δεν έχω βρει τη μουσική τους. Που μπορεί να έρθει ξαφνικά και να πω, α! αυτό έτσι!

Παρ′ όλα αυτά μπορώ να καταλάβω εάν κάτι ενδιαφέρει και θέλουν να το βάλουν στη ζωή τους ή όχι. Και ποιοί -ποιό είδος ακροατών θα το ενδιέφερε να επικοινωνήσω με αυτό. Πάντως, η εξ ορισμού εμπορικότητα είναι 99% αποτυχία. Όταν πας να επαναλάβεις τη συνταγή που είχε επιτυχία...

-Μιλώντας για τα σίριαλ, να κάνεις άλλη μία «Αναστασία»....

Μα το μεγάλο πρόβλημα όταν έκανα το «Μη φοβάσαι τη φωτιά» -το τραγούδι «Κοίτα κοίτα»- είναι ότι δεν έμοιαζε καθόλου στην «Αναστασία». Όταν έκανα το τρίτο σίριαλ αποφάσισα ότι δεν θα γράψω τραγούδι και έκανα τον «Απόντα» που είχε μουσικό θέμα, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα επιτυχία.

Αλλά επιτυχία έτσι όπως εγώ τη θέλω. Μιλώντας σε ανθρώπους την ευαισθησία των οποίων μπορώ να σκιαγραφήσω.

Info

Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

«Οι Πλανόδιοι των Ονείρων»

Μιά interactive συναυλία

Συµφωνικές Μινιατούρες του Δηµήτρη Παπαδηµητρίου

Tα Στίλβοντα Ποδήλατα

Οι σχοινοβάτες

Η χαρτορίχτρα

Ο σαξοφωνίστας στην πλατεία της εκκλησίας

Λευκές Νύχτες

O Ρώσος Μάγος

Η Αεροναυτική Επίδειξη των Εντόµων

Οι Δεινόσαυροι

Το υπερωκεάνειο

Πελαργοί κουτσαβάκηδες

Μια Καρέτα συναντά έναν Μονόκερω και ένα Ντόντο

Κοσµοναύτες

Ένας Κόκκος Άµµου στην Κλεψύδρα

Incompleteness

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

Κύκλος «Δημιουργία Ρεπερτορίου»

15 και 16 Φεβρουαρίου, Κεντρική Σκηνή

Ώρα: 20:30

Εισιτήρια

Κανονικό: 7, 15, 20, 22 €

Μειωμένο, Φίλος, Παρέα 5-9 άτομα: 12, 16, 18 €

Παρέα 10+ άτομα: 11, 14, 16 €

Κάτοικος Γειτονιάς: 7 €

ΑμεΑ, Ανεργίας: 5 € | Συνοδός ΑμεA: 7, 10 €

Ομαδικές κρατήσεις στο groupsales@sgt.gr

Οι θεατές µε βάση τον τίτλο του έργου αλλά και τους τίτλους των μουσικών µερών μπορούν να γράψουν µια ιστορία και να τη στείλουν στη διεύθυνση: planodioi.oneiron@gmail.com

Δημοφιλή