Με την αναμενόμενη υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τους πολίτες της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Δημοκρατίας στο δημοψήφισμα της Κυριακής, παρά τη μεγάλη αποχή, αλλά και την προσχώρηση μερίδας έστω του εθνικιστικού VMRO στην αναθεωρητική πλειοψηφία των 2/3 στη βουλή, το μπαλάκι έρχεται στην ελληνική πλευρά, πυροδοτώντας πολιτικές εξελίξεις, η αλληλουχία των οποίων είναι δύσκολα προβλέψιμη, αν και η κατάληξή τους δεν μπορεί να είναι άλλη από τις εκλογές.
Η υπογραφή από ελληνικής πλευράς της Συμφωνίας συνοδεύτηκε από ένα κακόγουστο θέατρο από την εθνικιστική πτέρυγα της κυβέρνησης, η οποία μάταια επιχείρησε να έχει και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη. Ο Πάνος Καμμένος επιθυμεί το αδύνατο: να είναι και κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Οι θεατρινισμοί όλου αυτού του διαστήματος όχι μόνο ευτελίζουν την ήδη καταπονημένη πολιτική ζωή του τόπου αλλά επιβεβαιώνουν, για μια ακόμα φορά, τον αμοραλισμό όλων όσων κάναν στο παρελθόν καριέρα επενδύοντας στην πατριδοκαπηλία.
Μερίδα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης θα αντιμετωπίσει ένα κρίσιμο δίλημμα: πως να στηρίξει μια Συμφωνία χωρίς να στηρίξει την κυβέρνηση που τη φέρνει προς ψήφιση στη βουλή. Ταυτόχρονα, η μείζονα αντιπολίτευση δεν μπορεί παρά να επιθυμεί η καυτή πατάτα να παραμείνει στα χέρια της παρούσας κυβέρνησης και να μην κληρονομήσει κι αυτή την εκκρεμότητα. Παρόλο που η μη επικύρωση εξασφαλίζει στη Νέα Δημοκρατία ένα ακόμα αντιπολιτευτικό χαρτί εναντίον της κυβέρνησης προεκλογικά, οι εχέφρονες αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο που διατρέχει η ΝΔ αν κληθεί, στην επόμενη βουλή, η ίδια να στηρίξει μια Συμφωνία, με την οποία διαφωνεί, ή να την απορρίψει, υπονομεύοντας τον ζωτικής σημασίας για τη χώρα δεσμό με τη Δύση, την ώρα που αυτή στερείται ακόμα της πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές.
Η συμφωνία είναι εξαιρετικά προβληματική γιατί ανατρέπει την εδώ και έναν αιώνα αντίθεση της Ελλάδας στον μακεδονισμό, το ιδεολόγημα της μακεδονικής εθνικής ιδέας, με την αποδοχή μακεδονικής γλώσσας και εθνικότητας, δημιουργεί αντί να επιλύει προβλήματα, όπως στις ρυθμίσεις της για τον αλυτρωτισμό, τα εμπορικά σήματα κ.ο.κ. και παραχωρεί την ελληνική συναίνεση εκ των προτέρων σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα, όπως η ένταξη της ΠΓΔΜ στην Ε.Ε. με αντάλλαγμα τη μελλοντική erga omnes χρήση της σύνθετης ονομασίας στο βαθμό που η ΠΓΔΜ εντάσσεται στην Ε.Ε., κάτι που όμως δεν εξαρτάται ούτε από την ΠΓΔΜ ούτε από την Ελλάδα.
Ωστόσο, την ώρα που η κυβέρνηση υποκριτικά κατηγορεί κάθε διαφωνούντα με τη Συμφωνία ως ακροδεξιό, παρόλο που εκείνος που παριστάνει ότι διαφωνεί όχι απλώς με τη Συμφωνία αλλά με κάθε συμβιβασμό σύνθετης ονομασίας είναι ο κυβερνητικός εταίρος, χρήσιμο είναι να υπογραμμιστεί ότι η ΠΓΔΜ είναι μια μικρή, φτωχή και ευάλωτη χώρα η οποία θέλει να ξεφύγει, κατά το δυνατόν, από τα φαντάσματα της βαλκανικής καθυστέρησης και η οποία προσβλέπει στην Ελλάδα ως στρατηγικό σύμμαχο και υποστηρικτή στην πορεία της προς την Ευρώπη. Το αν η ελληνική κυβέρνηση δεν διαπραγματεύτηκε όπως έπρεπε και κατέληξε σε μια κακή συμφωνία που ανοίγει ζητήματα στο μέλλον δεν αλλάζει την πραγματικότητα αυτή.