Στις 14 Νοεμβρίου δημοσιεύθηκε η απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας για τετραήμερη «απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα». Η στόχευσή της ήταν η αποτροπή της διενέργειας των επετειακών εκδηλώσεων και των δραστηριοτήτων για τον εορτασμό του Πολυτεχνείου. Η απόφαση αυτή κινητοποίησε έναν ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό διάλογο για την τυπική και ουσιαστική νομιμότητά της και συνακόλουθα για το όριο της Δημοκρατίας και τη στάθμιση αγαθών σε συνθήκες κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ απευθύνθηκε σε τέσσερις νομικούς για να διατυπώσουν τη θέση τους για το ζήτημα αυτό της συγκυρίας, που επαναφέρει στο προσκήνιο τη σύγκρουση αντιλήψεων για την ποιότητα, το εύρος και τη διάρκεια των εξαιρέσεων που η κατάσταση της πανδημίας δύναται να επιφέρει στους κεκτημένους τρόπους ρύθμισης του συλλογικού και ατομικού βίου.
Πώς διαμορφώνονται, λοιπόν, οι συσχετισμοί μεταξύ κρατικής εξουσίας και δικαίου σε συνθήκες κρίσης; Ποιο είναι το όριο μεταξύ των περιοριστικών μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας και της περιστολής θεμελιωδών συλλογικών δικαιωμάτων και αγαθών; Ποιες συνταγματολογικές τάσεις διαμορφώνονται στη συγκυρία και σε ποιο βαθμό αναδεικνύεται ένας συνταγματικός αναθεωρητισμός; Πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος οι περιορισμοί που λαμβάνονται στο πλαίσιο της πανδημίας να αφήσουν μόνιμα αποτυπώματα στο δημοκρατικό κράτος δικαίου;
Ο Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, ο Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας Στέργιος Μήτας, ο Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου και Σύμβουλος του ΑΣΕΠ Απόστολος Παπατόλιας και ο Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και πρώην Υπουργός Νίκος Παρασκευόπουλος συζητούν με το ΕΝΑ για τη δημόσια υγεία, την απαγόρευση συναθροίσεων και το όριο της δημοκρατίας.
Περισσότερο κράτος και λιγότερο δίκαιο σε συνθήκες κρίσης;
* Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης
Ο Καρλ Σμιτ έγραφε πριν από έναν αιώνα ότι, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, το κράτος ασφυκτιά από τους περιορισμούς του δικαίου και γι’ αυτό προσπαθεί να απελευθερωθεί από τα δεσμά του. Το μοτίβο αυτό είναι σίγουρα οικείο, καθώς έχει επαναληφθεί ουκ ολίγες φορές στη σύγχρονη ιστορία. Όποτε τίθενται σε κίνδυνο έννομα αγαθά, όπως η δημόσια ασφάλεια ή η δημόσια υγεία, η πολιτική εξουσία προχωρά αναγκαστικά στη λήψη έκτακτων μέτρων για την προάσπισή τους, τα οποία, όμως, συχνά υπερβαίνουν το πλαίσιο της νομιμότητας. Στο σημείο αυτό τίθεται το εξής εύλογο ερώτημα: με ποιον γνώμονα κρίνεται αν το περιεχόμενο ενός εξαιρετικού κανόνα υπηρετεί με νόμιμο τρόπο τον σκοπό για τον οποίο θεσπίζεται; Σύμφωνα με τη συνταγματική θεωρία, ο περιορισμός ενός δικαιώματος θεωρείται νόμιμος, μόνο στην περίπτωση που τεκμηριώνεται επαρκώς ότι δεν ήταν δυνατή η πλήρωση του ίδιου σκοπού, π.χ. η προστασία της δημόσιας υγείας, δια της εφαρμογής ηπιότερων μέσων. Η πρόσφατη απόφαση, λοιπόν, του Αρχηγού της Αστυνομίας κρίνεται δυσανάλογα επαχθής και, άρα, αντισυνταγματική, από τη στιγμή που θα μπορούσε μεν να απαγορευθεί η διεξαγωγή μαζικών διαδηλώσεων, αλλά να επιτραπεί σε ολιγομελείς αντιπροσωπείες πολιτικών κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων να τιμήσουν την επέτειο του Πολυτεχνείου.1
Όταν επικρατούν εξαιρετικές συνθήκες, η κρατική εξουσία μπαίνει συχνά στον πειρασμό να περιστείλει υπέρμετρα τις ελευθερίες των πολιτών, προκειμένου να επιτύχει σκοπούς είτε άμεσα σχετιζόμενους με τη φύση των περιοριστικών μέτρων είτε, ενίοτε, και αλλότριους. Η νομική αξιολόγηση των έκτακτων μέτρων, όμως, ως συνταγματικών ή αντισυνταγματικών, δεν αποτελεί το μόνο δικαιοπολιτικό επίδικο στην παρούσα συγκυρία της υγειονομικής κρίσης. Παρά το γεγονός, δηλαδή, ότι τα περισσότερα από τα περιοριστικά μέτρα είναι νόμιμα, και μάλιστα έχουν ληφθεί με ευρεία συναίνεση, δεν παύουν να θέτουν εξ αντικειμένου σοβαρά εμπόδια στη δυνατότητα της κοινωνίας να εκφράζεται πολιτικά. Η διαμόρφωση της συγκεκριμένης συνθήκης είναι προφανές ότι κομίζει και ένα δεύτερο πλεονέκτημα στην πολιτική εξουσία. Εφόσον συνεχίζεται η παραγωγή του νομοθετικού έργου, και μάλιστα δεν έχουν πάψει να ψηφίζονται μείζονος σημασίας νομοσχέδια, η de facto αδυναμία των ενδιαφερόμενων κοινωνικών ομάδων να ασκήσουν τις ατομικές και πολιτικές τους ελευθερίες απαλλάσσει ουσιαστικά την κυβέρνηση από σημαντικές πιέσεις. Η εκτελεστική εξουσία, συνεπώς, μπορεί μεν να ελέγχεται, ακόμη και σήμερα, από πολιτικά και θεσμικά αντίβαρα, όπως είναι η αντιπολίτευση και τα δικαστήρια, από την άλλη πλευρά όμως διαθέτει την ευχέρεια να χαράσσει και να εφαρμόζει την πολιτική της ουσιαστικά ανενόχλητη από κοινωνικά αντίβαρα.
Συμπερασματικά, η έκτακτη ανάγκη επιφέρει μετατοπίσεις και αναδιατάξεις, οι οποίες αναμφίβολα λειτουργούν προς όφελος της κρατικής εξουσίας. Από τη στιγμή, δηλαδή, που οι συνθήκες επιτάσσουν τον περιορισμό των ελευθεριών και τη θέση της κοινωνίας σε καθεστώς καραντίνας, η κυβέρνηση εισέρχεται, εξ ορισμού, με ισχυρά πλεονεκτήματα στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων. Η ορμή της αυτή, άλλωστε, δεν ανακόπτεται ούτε από το δίκαιο, το οποίο βρίσκεται σε υποχώρηση, ούτε από κάποια έννοια πολιτικής ηθικής, η οποία θα επέτασσε ένα νομοθετικό moratorium, τουλάχιστον για τα μείζονος σημασίας ζητήματα, σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης. Το τοπίο μοιάζει ασφυκτικό και η κοινωνική οργή δείχνει να συσσωρεύεται. Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, κατά την οποία η συμμετοχή του λαού στο πολιτικό γίγνεσθαι βρίσκεται μοιραία σε καθεστώς αναστολής, ο ρόλος των πολιτικών δυνάμεων, και ιδίως αυτών της αντιπολίτευσης, είναι εκ των πραγμάτων αναβαθμισμένος. Το καθήκον τους διπλό: από τη μία πλευρά οφείλουν να υπενθυμίζουν, διαρκώς και χωρίς περιστροφές, ότι η πρώτιστη μάχη σήμερα είναι αυτή κατά της πανδημίας, ενώ από την άλλη οφείλουν να ελέγχουν, επίμονα και λεπτομερώς, κάθε εξαγγελία και κάθε απόφαση της κυβέρνησης. Μόνο υπ’ αυτούς τους όρους μπορεί η κοινωνική απελπισία να μετασχηματισθεί σε πολιτική κριτική και διεκδίκηση, αντί να προσλάβει τυφλά και αντιπολιτικά χαρακτηριστικά.
Η ανάγκη λήψης μέτρων δεν σημαίνει λευκή επιταγή για τους κυβερνώντες
* Στέργιος Μήτας, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Νομικής, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Συνυπογράφω τις ενστάσεις και ανησυχίες πολλών συναδέλφων για την απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, σχετικά με την τετραήμερη απαγόρευση των συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων στο σύνολο της επικράτειας. Κατά την ορθότερη των ερμηνευτικών εκτιμήσεων, η απόφαση βρίσκεται εκτός του νοήματος και πλαισίου εφαρμογής των συνταγματικών άρθρων που –η ίδια– επικαλείται (βλ. άρ. 11 παρ. 2 και άρ. 5/ερμηνευτική δήλωση). Στερείται σαφώς ειδικής αιτιολογίας και της οφειλόμενης συναφούς γνωμάτευσης, εκ μέρους της αρμόδιας Επιτροπής όπως προβλέπει η ίδια η, αυτοθεωρούμενη ως τέτοια, εξουσιοδοτική βάση (η από 20.3.2020 πράξη νομοθετικού περιεχομένου). Η τελευταία, με τη σειρά της, εγείρει αρκετά ερωτηματικά εναρμόνισης με το όλο, συνταγματικό και νομοθετικό, πλαίσιο ρύθμισης σχετικά με το δικαίωμα συνάθροισης. Είναι άκρως αμφίβολο, τέλος, αν η απόφαση αντέχει τη δοκιμασία της αναλογικότητας –σε σχέση πάντα με το εύρος, την έκταση και ένταση των απαγορεύσεων που εισάγει. Είναι, θα προσέθετε κανείς, και αχρείαστα επάλληλη με τα, ήδη ειλημμένα, γενικά μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας. Κάτι που φυσικά επανεισάγει τα ερωτηματικά για την αναγκαιότητα, άρα και τις νομικές αντοχές, μιας τέτοιας απαγόρευσης. Δεν πρόκειται, όμως, για κακοτεχνία ή βιασύνη εκ μέρους των κυβερνώντων. Πολύ περισσότερο θα ευστοχούσε να μιλούσαμε για υποκείμενες προθέσεις και εμμονές, πολιτικού χαρακτήρα (βλ. λ.χ. την κεφαλαιοποίηση από την πρόκληση πόλωσης ή το χάιδεμα ακραίων αντανακλαστικών και ακροατηρίων).
Τα παραπάνω έχει νόημα να συζητηθούν ευρέως, ανεξαρτήτως της απόφασης του Συμβουλίου της Επικράτειας. Αλίμονο αν εδραιωθεί το σκεπτικό που εσχάτως ενστερνίζονται αρκετοί συνάδελφοι: Ότι μέχρι να αποφανθεί το αρμόδιο δικαστήριο κάθε κρίση είναι βιαστική, ενώ αφ’ ης στιγμής αυτό αποφανθεί κάθε κρίση περισσεύει. Δεν πρέπει να συγχέουμε την επιστημονική κρίση (και κριτική) με τη θεσμική αρμοδιότητα. Ούτε να ξεχνάμε ότι κράτος δικαίου, μεταξύ άλλων, σημαίνει και δυσπιστία απέναντι στους εκάστοτε ασκούντες εξουσία, συμπεριλαμβανομένης εδώ της δικαστικής (βλ. ανάγκη αιτιολογίας των αποφάσεων, δημοσιότητα της δίκης, περισσότεροι βαθμοί απονομής δικαιοσύνης κλπ.).
Αρκετοί κοινωνικοί και νομικοί επιστήμονες, όλο το προηγούμενο διάστημα, εξέφραζαν την αγωνία τους μήπως οι έκτακτες, κρίσιμες συνθήκες που ζούμε αφήσουν μόνιμα σημάδια στο δημοκρατικό κράτος δικαίου. Μήπως παρακαμφθεί ή ξεθωριάσει η διάκριση ανάμεσα στο θεμιτό περιορισμό ενός συνταγματικού δικαιώματος και τον αθέμιτο, τον μη αναγκαίο, τον απρόσφορο, τον δυσανάλογο (έως βαθμού εκμηδένισης). Μήπως δολίως επικρατήσει να συνωνυμούν η ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων με carte blanche για τους κυβερνώντες. ώστε να αποφασίζουν ό,τι θέλουν, όπως θέλουν. Εξελίξεις όπως οι πρόσφατες κάνουν, δυστυχώς, τους φόβους αυτούς ολοένα πιο κοντινούς στα καθ’ ημάς και απτούς. Και δύσκολα μπορούν εφεξής να υποβαθμίζονται ή να διασκεδάζονται.
Ο συνταγματικός αναθεωρητισμός στα χρόνια της πανδημίας
* Απόστολος Παπατόλιας, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου και Σύμβουλος του ΑΣΕΠ – Συγγραφέας του βιβλίου Η «επόμενη μέρα» του εθνικού και ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Ερμηνευτικοί (ανα)στοχασμοί μετά την πανδημία (Παπαζήση, 2020)
Στη συγκυρία της πανδημίας αναδείχθηκαν τρεις βασικές συνταγματολογικές τάσεις.
Πρώτον, εκείνες που ακολουθούν την παράδοση του «εγγυητισμού» και προβαίνουν στην καταγγελία των αντισυνταγματικών πρακτικών, όταν τα περιοριστικά μέτρα δείχνουν να αγνοούν τα όρια του Συντάγματος.
Δεύτερον, οι φορμαλιστικές «νομιμοποιητικές ερμηνείες», που αναζητούν πάση θυσία ρητές συνταγματικές προβλέψεις -ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν, ικανές να θεμελιώσουν τους περιορισμούς των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.
Τρίτον, οι έντονα «διαπλαστικές» ή «έκτακτες ερμηνείες» ελέω πανδημίας, που τονίζουν συνήθως την υπεροχή του συλλογικού δικαιώματος στην υγεία έναντι των άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων ή αγαθών.
Οι «έκτακτες» ερμηνείες συχνά μάλιστα εκτρέπονται σε πλήρως «αναθεωρητικές», στο μέτρο που αμφισβητούν ευθέως τις παραδοσιακές εγγυήσεις προστασίας των δικαιωμάτων και προβάλλουν το νέο «παράδειγμα» του «Συνταγματικού Κράτους (γενικευμένης) Πρόληψης».
Για την τάση αυτή, είναι «συνταγματικό» οποιοδήποτε μέτρο αποτρέπει κινδύνους κατά της δημόσιας υγείας, ενώ τα δικαιώματα μπορούν ανά πάσα στιγμή να υποστούν μη αναλογικούς περιορισμούς με βάση τη δεσπόζουσα «αρχή της προφύλαξης».
Η «κυβερνητική ερμηνεία», που δικαιολογεί σήμερα τη νομιμότητα της γενικής προληπτικής απαγόρευσης των συναθροίσεων, χωρίς τις εγγυήσεις του άρθρου 11 του Συντάγματος (in concreto αιτιολογημένη απόφαση της τοπικά αρμόδιας αστυνομικής αρχής), έχει ένα διττό χαρακτήρα. Ακροβατεί μεταξύ μιας άτεχνης «νομιμοποιητικής ερμηνείας» που αγνοεί τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 11 και μιας πλήρως «αναθεωρητικής» προσέγγισης, που οδηγεί στην πλήρη αναστολή του δικαιώματος των συναθροίσεων, χωρίς καμία από τις εγγυήσεις (αλλά και τις προϋποθέσεις) του άρθρου 48 του Συντάγματος. Με τον τρόπο αυτό ανατρέπεται απροσχημάτιστα και απενοχοποιημένα το ερμηνευτικό κεκτημένο για τον περιορισμό των δικαιωμάτων συλλογικής έκφρασης από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Αν αυτή είναι η σύγχρονη τάση που ανέδειξε η πανδημία για την ερμηνεία του Συντάγματος, τότε το μέλλον των δικαιωμάτων προοιωνίζεται ιδιαίτερα ζοφερό...
Η υπονόμευση της ελευθερίας οδηγεί στην ανασφάλεια και τον αυταρχισμό
* Νίκος Παρασκευόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και πρώην Υπουργός – Συγγραφέας του βιβλίου Δημοκρατία. Η δημοκρατία και η δικαιοσύνη της (Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, 2020)
Η απόφαση για τις συναθροίσεις κατά τη γνώμη μου προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 11 του Συντάγματος, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Εισάγει μια γενική αναστολή που δεν αφήνει περιθώρια στάθμισης της αναλογικότητας των παρεμβάσεων σε μια θεμελιακή ελευθερία, όπως απαιτείται από τα θεσμικά κείμενα.
Διάβασα την άποψη ότι δεν θα έπρεπε να εκφραστούμε ξεκάθαρα για το θέμα, αφού ακόμη δεν υπάρχει νομολογία. Ευτυχώς δεν υπάρχει νομολογία, αφού από τη δικτατορία και μετά δεν υπήρξε αντίστοιχο παράδειγμα γενικής απαγόρευσης διαδηλώσεων, ώστε να ασχοληθούν τα δικαστήρια. Πρωτοφανής λοιπόν η απαγόρευση, πρωτοφανής και μια άποψη ότι πολίτες, ειδικοί και μάλιστα και δικαστές, δεν μπορούν να έχουν σαφή γνώμη ελλείψει δικαστικού προηγoυμένου.
Ο φιλελευθερισμός, η Δημοκρατία και η Αριστερά δεν αδιαφορούν για την ασφάλεια του πολίτη. Επιδιώκουν την εγγύησή της με όρους κράτους δικαίου και Δικαιοσύνης, δηλαδή μια ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας. Η πολιτική της σημερινής κυβέρνησης πλήττει όμως και τις δύο. Αφενός υποτιμά τα δικαιοκρατικά όρια αφετέρου χρησιμοποιεί την καταστολή σαν πανάκεια δια πάσαν νόσον, σαν αποπροσανατολισμό -με την κάλυψη συστημικών ΜΜΕ- από καίρια κοινωνικά προβλήματα και ιδίως σαν εργαλείο για πρόκληση πολιτικού φόβου. Όλα αυτά είναι που οδηγούν τον πολίτη σε ανασφάλεια αντί της ασφάλειας και στον αυταρχισμό
1 Πέρα από τη σχετική συζήτηση στο πλαίσιο της ελληνικής συνταγματικής θεωρίας, βλ. και τη σχετική ανακοίνωση της Διεθνούς Αμνηστίας https://www.amnesty.gr/news/press/article/23868/ellada-i-katholiki-apagoreysi-ton-dimosion-synathroiseon-prepei-na