Χωρικές ανισότητες του τουριστικού μοντέλου
Ο εναλλακτικός τουρισμός τέθηκε στη δημόσια συζήτηση τη δεκαετία του ’80. Ευδοκιμούσαν τότε τα προτάγματα του εναλλακτικού ως αναζήτηση ενός διαφορετικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης και η οικολογία ως κριτική στην ποσοτική ανάπτυξη, στην αστικοποίηση και στην κυριαρχία του εμπορεύματος. Ο εναλλακτικός τουρισμός ήταν μέρος της κριτικής στον μαζικό τουρισμό, στον βαθμό που η γρήγορη επέκτασή του επιδρούσε υποβαθμίζοντας τα φυσικά οικοσυστήματα και αλλοτριώνοντας το λαϊκό ήθος της φιλοξενίας. Η τουριστική μονοκαλλιέργεια έκανε ακόμα και τον τότε πρωθυπουργό, Ανδρέα Παπανδρέου, να εξανίσταται στην προοπτική να καταστούμε τα «γκαρσόνια της Ευρώπης». Δεκαετίες μετά, το «εναλλακτικό» γίνεται σημαία της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, η οικολογία μετατράπηκε σε ένα εγχείρημα πρασινίσματος του κυρίαρχου οικονομικού προτύπου, ενώ οι φόβοι του Ανδρέα επιβεβαιώθηκαν.
Στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης, η Ελλάδα διεκδικεί τη μετατροπή της σε τουριστικό θέρετρο επενδύοντας σε ένα μοντέλο τουρισμού πολυτελείας, από τα νησιά των σελέμπριτις έως τα κέντρα των μεγάλων πόλεων και τα παραλιακά προάστια (βλέπε αθηναϊκή Ριβιέρα - Ελληνικό). Ένα μοντέλο το οποίο οξύνει το χάσμα αναπτυγμένων πόλων και φθινουσών περιοχών που έρχεται να προστεθεί στη μεταπολεμική ανισορροπία του αθηναϊκού υδροκεφαλισμού που αναπτύχθηκε εις βάρος της περιφέρειας.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2024, σε μόλις 66 δημοτικές ενότητες που καταλαμβάνουν το 4,6% της συνολικής έκτασης της χώρας, διαμένει το 50,1% του συνολικού μόνιμου πληθυσμού, ήτοι 5,25 εκατ. άνθρωποι, και σε 277 δημοτικές ενότητες που αντιστοιχούν στο 25,2% της συνολικής έκτασης διαμένει το 80% του μόνιμου πληθυσμού. Πρόκειται για τις δημοτικές ενότητες στην περιφέρεια της Αττικής και της Θεσσαλονίκης και στις πρωτεύουσες των περιφερειακών ενοτήτων. Το 1951, το αντίστοιχο 80% του τότε πληθυσμού (7,6 εκατ. άνθρωποι) κατοικούσε σε 2.175 από τους 5.975 ΟΤΑ της εποχής εκείνης, που αντιστοιχούσαν στο 55,5% της έκτασης της χώρας. Δηλαδή, σε 70 χρόνια, η έκταση διαμονής του 80% του γηγενούς πληθυσμού μειώθηκε στο μισό! (Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών & Μελετών, Focus 1, 2024).
Την ίδια τάση ακολούθησαν οι επενδύσεις στον τουρισμό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, από το 2009 έως το 2024, τη μεγαλύτερη αύξηση σε κλίνες εμφάνισαν οι νησιωτικές περιοχές (Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Ιόνιο), το κέντρο της Αθήνας και τα Νότια Προάστια, η Θεσσαλονίκη και η Χαλκιδική και τα κέντρα των περιφερειών. Αντίστροφα, στασιμότητα ή μείωση εμφανίζουν οι προσφερόμενες κλίνες σε πόλεις όπως η Φλώρινα, η Άρτα, η Καρδίτσα, η Λάρισα, η Ξάνθη, η Ροδόπη, η Φθιώτιδα κ.λπ.
Αν ο κλάδος του τουρισμού συμβάλλει στο 13% του ΑΕΠ της χώρας με 28,5 δισ. € εισπράξεις το 2023 (Ινστιτούτο Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων, ΙΝΣΕΤΕ) και με 23% στην αγορά εργασίας –που εκτιμάται να φτάνει στο 40% βάσει της έμμεσης συμβολής του σε τομείς όπως οι μεταφορές, το εμπόριο και η ψυχαγωγία–, γίνεται ευλόγως κατανοητή η οικονομική επιβράδυνση και η σταδιακή πληθυσμιακή αποψίλωση των περιοχών που δεν ευνοούνται από την ανάπτυξη του κλάδου. Η κύρια πληθυσμιακή ομάδα αυτών των περιοχών βρίσκεται μεταξύ 40-60 ετών, με υψηλά ποσοστά να δηλώνουν άνεργοι ή να δουλεύουν ευκαιριακά στην παραοικονομία, να ζουν ως επί το πλείστον με επιδόματα, να είναι άγαμοι και να μην έχουν παιδιά.
Δυνατότητες αύξησης της επισκεψιμότητας σε μειονεκτούσες περιοχές
Η ανάδειξη και η αξιοποίηση των φυσικών, ιστορικών και πολιτιστικών διαθεσίμων, στο πλαίσιο του εναλλακτικού τουρισμού, αποτελεί ίσως τη μοναδική προοπτική επιχειρηματικότητας που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, ν’ αντιμετωπίσει αυτή τη στρέβλωση που παράγει χωροταξικές ανισότητες, ερήμωση περιοχών και δημογραφική κάμψη. Δεδομένου ότι το επενδυτικό κεφάλαιο στρέφεται σε πόλους πληθυσμιακής συγκέντρωσης για την επίτευξη κερδοφορίας, απαιτούνται άλλα επιχειρηματικά σχήματα και χρηματοδοτικά εργαλεία για την υποστήριξη ανάλογων εγχειρημάτων. Η συνεργατική οικονομία και οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις, υπό την προϋπόθεση μιας διαφορετικής φορολογικής μεταχείρισης, θα μπορούσαν να βρουν εδώ δυνατότητες εφαρμογής μέσα από την υποστήριξη της τοπικής αυτοδιοίκησης, εθνικών ιδρυμάτων ή της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Η ΚΟΙΝΣΕΠ «Τα Ψηλά Βουνά» αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, λειτουργώντας ως κόμβος υποστήριξης για την ενίσχυση της απασχόλησης και της επιχειρηματικότητας με επίκεντρο τον εναλλακτικό τουρισμό, στην περιοχή της Κόνιτσας Ιωαννίνων. Το πολιτιστικό και φυσικό απόθεμα της περιοχής φορτώνεται με εικόνες και βίντεο σε ηλεκτρονική πλατφόρμα, με σχετικές πληροφορίες που μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες, για την προσέλκυση επισκεπτών απ’ όλο τον κόσμο, επιτυγχάνοντας την εξωστρέφεια της περιοχής.
Το εγχείρημα επιδιώκει την ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος μέσα από πρωτογενείς έρευνες και με την ενεργό συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού: πολιτιστικών συλλόγων, τοπικών επιχειρήσεων, ετεροδημοτών, παν/μίων και ερευνητικών κέντρων. Η διεθνής εμπειρία καταδεικνύει πως ανάλογα εγχειρήματα επιβίωσαν μόνο εφόσον αποτέλεσαν μέρος μιας κυκλικής οργάνωσης της τοπικής οικονομίας, δίνοντας ώθηση για την παράλληλη επανεκκίνηση και των άλλων τομέων της.
Η ορεινή κτηνοτροφία, η τυροκομία, η μελισσοκομία, η παραγωγή ζωοτροφών, τα αρωματικά φυτά, αποτελούν δυνατότητες αξιοποίησης με μεταποίηση και πιστοποίηση που αναδεικνύουν τα φυσικά και ιστορικά δεδομένα του τόπου, συνδεόμενα με την εμπειρία του επισκέπτη. Οι «Τζουμέικερς» –ένας πολυσυμμετοχικός συνεταιρισμός νέων–, αξιοποιώντας το πολιτιστικό κέντρο σ’ ένα ορεινό χωριό των Τζουμέρκων, δημιούργησαν ένα ανοιχτό κοινοτικό εργαστήρι που κατασκευάζει αγροτικά εργαλεία προσαρμοσμένα στην παραγωγή μικρής κλίμακας με τη μέθοδο των ανοιχτών δεδομένων.
Κρίσιμοι παράγοντες για τη βιωσιμότητα του εναλλακτικού τουρισμού όπου απαιτείται η αρωγή της πολιτείας είναι η ενίσχυση και η επέκταση των υποδομών, κυρίως του οδικού δικτύου, των συγκοινωνιών, των τηλεπικοινωνιών και του γρήγορου ίντερνετ, αλλά και η διάνοιξη μονοπατιών σε φυσικά οικοσυστήματα με σήμανση σημείων ιστορικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Η αξιοποίηση επίσης του δημόσιου κτηριακού αποθέματος: των παλιών σχολείων, των τοπικών ιατρείων, των πολιτιστικών κέντρων και των δημαρχιακών κτηρίων. Το άνοιγμα κλειστών σπιτιών, επιλύοντας κληρονομικές εκκρεμότητες και γραφειοκρατικά κολλήματα με πολεοδομίες και κτηματολόγια.
Καθοριστικής σημασίας είναι και η συνεργασία των τοπικών πολιτιστικών φορέων και συλλόγων στη διάσωση και ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και στη δημιουργία προοπτικών κοινωνικής ζωής που έχουν ανάγκη οι επισκέπτες μα και όσοι αποφασίσουν να διαμείνουν μόνιμα σε μια τέτοια περιοχή. Το παράδειγμα κινήτρων επανακατοίκησης του ιστορικού χωριού Φουρνά, στην Ευρυτανία, με πολύτεκνες οικογένειες αποτελεί θετικό παράδειγμα επανεκκίνησης της ζωής σε μια ορεινή περιοχή και αξίζει να βρει μιμητές.
Η Πολιτεία οφείλει επιπλέον να ενισχύσει τα προγράμματα εσωτερικού τουρισμού και να ανακατευθύνει τις σχολικές εκδρομές, ώστε να γνωρίσουν οι κάτοικοι των πόλεων και ιδιαίτερα τα παιδιά την ομορφιά και τη μεγάλη ιστορία των «μικρών» τόπων μας. Τα θερινά σχολεία, εμπλουτισμένα με βιωματικά εκπαιδευτικά προγράμματα, θα μπορούσαν να καταστούν θεσμός, προσελκύοντας παιδιά Ελλήνων της διασποράς και ενισχύοντας παράλληλα την οικονομική βιωσιμότητα των περιοχών αυτών.
Τα ορεινά χωριά και τα άγονα νησιά μας αποτέλεσαν κέντρα ανάπτυξης της βιοτεχνίας και της ναυτοσύνης στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, διότι μόνο σε συνθήκες σχετικής αυτονομίας από τους Τούρκους ήταν δυνατή η οργάνωση της παραγωγής. Σήμερα που ο κύκλος του δανεισμού οδηγήθηκε στα μνημόνια, ενώ αυτός των εισαγόμενων φθηνών προϊόντων και των ελεύθερων μετακινήσεων κλείνει με την παγκοσμιοποίηση να εισέρχεται σε δομική κρίση και τις γεωπολιτικές συγκρούσεις να προοιωνίζονται έναν νέο πλανητικό διαχωρισμό, είναι ίσως ευκαιρία να ξαναπιάσουμε το νήμα αυτής της παράδοσης, αντιλαμβανόμενοι τη σημασία της επιβίωσής μας στα σύνορα των κόσμων. Ίσως ν’ αποτελεί και την τελευταία μας ευκαιρία…