Η νέα χρονιά έρχεται με την ελπίδα να φέρει κάτι καλύτερο, σε σχέση με το 2017. Το κατά πόσο αυτό είναι βάσιμο και ρεαλιστικό, θα φανεί στην πορεία του χρόνου. Μια πρώτη εκτίμηση για την πορεία των εξωτερικών σχέσεων της Ελλάδας, θα μπορούσε ενδεχομένως να βασιστεί στα όσα διαδραματίστηκαν στην διάρκεια δύο σημαντικών επισκέψεων που πραγματοποιήθηκαν το τελευταίο τρίμηνο, του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ και του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα.
Η επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ τον περασμένο Οκτώβριο, κατά τα φαινόμενα επικεντρώθηκε στα θέματα της ατζέντας που είχε συντάξει ο δραστήριος πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων εκτιμάται ότι περιλαμβάνονταν:
- Η αγορά αμερικανικών όπλων, που τελικά οδήγησε στην συμφωνία για τον εκσυγχρονισμό ελληνικών αεροσκαφών από αμερικανικές Εταιρίες.
- Οικονομικά θέματα, όπως η ανταπόκριση αμερικανικών εταιριών και Ελλήνων ομογενών σε «επενδυτικές ευκαιρίες» για να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη ανάπτυξη, η υποστήριξη των ΗΠΑ προς το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση στο θέμα του Ελληνικού χρέους, κλπ.
- Θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως η «ομαλοποίηση» των σχέσεων με τα Σκόπια και την Τουρκία, η «επίλυση» του Κυπριακού, κλπ.
- Άλλα θέματα αμερικανικού ενδιαφέροντος, όπως η βάση της Σούδας, η συμμετοχή αμερικανικών εταιρειών στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Ελλάδας, κλπ.
Για ορισμένα από τα πιο πάνω θέματα, όπως η κυοφορούμενη δήθεν «λύση» του Κυπριακού, έχουμε εκφράσει αναλυτικά την άποψή μας, ενώ πολλές μνημονιακές προβλέψεις φαίνεται να σκοπεύουν αποκλειστικά στην βραχυπρόθεσμη άντληση κερδών στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης «ελεύθερης οικονομίας» και όχι στην εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης οικονομικής επιβίωσης της Ελλάδος. Για τους εξοπλισμούς, σημειώνουμε την διαφορετική στρατηγική της Τουρκίας, η οποία παράγει ήδη τα περισσότερα από τα οπλικά της συστήματα, προσβλέπει δε στην δυνατότητα πλήρους κάλυψης των εξοπλιστικών της αναγκών, με δικά της μέσα, στα επόμενα λίγα χρόνια.
Σε ότι αφορά το Σκοπιανό, σημειώνουμε ότι, παρά τις επανειλημμένες κινήσεις καλής θέλησης της Ελληνικής πλευράς, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, καθώς και τις Ελληνικές ελπίδες για «θετική ατζέντα», η μόνη συγκεκριμένη πιθανή «παραχώρηση» στην οποία έχει αναφερθεί μέχρι τώρα η νέα κυβέρνηση της FYROM αφορά την μη διεκδίκηση της αποκλειστικότητας (!) του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στο πιο πάνω πλαίσιο, διαφαίνεται η έλλειψη μιας συνολικής στρατηγικής για την καλύτερη αξιοποίηση των σχέσεων με παραδοσιακούς μας συμμάχους, όπως είναι οι ΗΠΑ. Αυτό είναι ακόμα πιο εμφανές στα ελληνοτουρκικά, όπου εκτιμούμε ότι η Ελληνική πλευρά δεν κατάφερε να αναδείξει τον αρνητικό ρόλο της Τουρκικής κυβέρνησης σε μια σειρά από θέματα, όπως είναι:
- Η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, που είχε γίνει σαφέστερη στης ΗΠΑ με την απρόκλητη άσκηση βίας στο έδαφός της από τους Τούρκους σωματοφύλακες του Ερντογάν, κατά την εκεί επίσκεψή του τον περασμένο Μάιο. Το γεγονός αυτό, πέρα από τις δικαστικές επιπτώσεις, προκάλεσε την πρωτοφανή ομόφωνη καταδίκη του από το Αμερικανικό Κογκρέσο (με 397 θετικές και καμία αρνητική ψήφο).
- Ο ρόλος της Τουρκίας στην ανάπτυξη και επέκταση του φανατικού ισλαμισμού, σε βάρος της ειρήνης των λαών αλλά και των συμφερόντων Ανατολής και Δύσης. Οι Μεγάλες Δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Ευρωπαϊκή Ένωση), καθώς και οι Περιφερειακές Δυνάμεις της περιοχής (Ισραήλ, Ιράν, Αραβικές χώρες) εξακολουθούν να ερίζουν για το ποιά θα πλειοδοτήσει σε παροχές για να φέρει κοντύτερα την Τουρκία, μην αντιλαμβανόμενες ότι η Τουρκία διαγράφει πλέον την δική της ανεξάρτητη τροχιά, που δεν μπορεί να ανακοπεί από την καθεμία από αυτές ξεχωριστά. Στην περίπτωση μάλιστα του Συριακού ή του Κουρδικού, η Τουρκία κατάφερε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις δυσμενείς γι αυτήν συγκλίνουσες απόψεις των Μεγάλων Δυνάμεων, επωφελούμενη στο μέγιστο βαθμό, παρωχημένων στρατηγικών τους προσεγγίσεων.
Γενικότερα, το βασικό γνώρισμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής παραμένει η βραδύτητα των αντιδράσεων, σε έναν κόσμο που αλλάζει με ολοένα πιο ταχείς ρυθμούς, καθώς και η έλλειψη εξωστρέφειας και αποτελεσματικού επηρεασμού των παγκόσμιων κέντρων αποφάσεων. Πρώτο βήμα για την αλλαγή αυτής της κατάστασης, ώστε να προλαμβάνονται μάλλον, παρά να ακολουθούνται οι εξελίξεις, είναι η θέσπιση ρεαλιστικών στρατηγικών στόχων που θα αξιοποιούν τις σημερινές και θα προάγουν τις μελλοντικές δυνατότητες του παγκόσμιου ελληνισμού.
Η δεύτερη επίσκεψη στην οποία αναφερόμαστε είναι η επίσκεψη Ερντογάν σε Αθήνα και Θράκη, τον περασμένο Δεκέμβρη. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, ορισμένοι πολιτικοί και επικοινωνιολόγοι θεωρούν ότι ακόμα και η δύναμη της εικόνας του Τούρκου Προέδρου που αμφισβητεί, σε ζωντανή μετάδοση, ενώπιον της Πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας της χώρας, την Συνθήκη που καθόρισε τα ελληνοτουρκικά σύνορα, μπορεί να εξομαλυνθεί, με τους κατάλληλους χειρισμούς. Το γεγονός ότι αρκετές φορές πριν από αυτήν την επίσκεψη, αλλά και αμέσως μετά, ο αρχηγός της Τουρκικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης αλλά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας κατέστησαν σαφέστερη την απειλή, απλά μεγαλώνει την παραδοξολογία και δυσκολεύει το έργο των ιστορικών αναλυτών του μέλλοντος.
Ο ιστορικός αυτός, ενδεχομένως να διαπιστώσει ότι η ίδια η Ελλάδα δεν υπερασπίστηκε την Συνθήκη της Λωζάνης με τον τρόπο που θα μπορούσε, επί σειράν ετών, μέχρι και σήμερα. Πιο συγκεκριμένα:
- Η εγγυήτρια Ελλάδα δεν προάσπισε αποτελεσματικά την πολυάριθμη Ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, όχι μόνο κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου (όπου η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη ενός «αρραγούς μετώπου της Δύσης» για να υλοποιήσει τα παράνομα σχέδιά της), αλλά ακόμα και μέχρι σήμερα, όπου συνεχίζεται, χωρίς ουσιαστική αντίδραση της Ελληνικής Πολιτείας, η αρπαγή των ελληνικών περιουσιών (βασισμένη σε μυστικό Διάταγμα του 1964 και Νόμο του 1987), παρά τις επανειλημμένες καταδίκες της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η έκφραση λύπης του Τούρκου Προέδρου για την σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση της Ελληνικής ιστορικής μειονότητας, χωρίς αντίστοιχα μέτρα έμπρακτης μεταμέλειας, μοναδικό σκοπό έχει να σφραγίσει την μοίρα της, που η ίδια η Ελληνική πλευρά φαίνεται να έχει αποδεχτεί, με την πολύχρονη πρακτικά απουσία της.
- Στο θέμα των Ιμίων, όπου τα προσχεδιασμένα από την Τουρκία γεγονότα επέτρεψαν την ουσιαστική αποδοχή από τον διεθνή παράγοντα της Τουρκικής εκδοχής των γκρίζων ζωνών, ο συμβολισμός παραμένει ισχυρός και η μη τήρηση της συμφωνίας εκ μέρους της Τουρκίας για «επαναφορά στην προτέρα κατάσταση» φαίνεται να μην έχει αναδειχθεί επαρκώς. Συγκεκριμένα, μετά την εγκατάλειψη της ετήσιας μεταφοράς από Έλληνα βοσκό του κοπαδιού του στην βραχονησίδα, λόγω των τουρκικών απειλών και εμποδίων, νέα «τετελεσμένα» δημιουργούνται πλέον και για την αλιεία γύρω από τα Ίμια.
- Στο θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, το θετικό βήμα της προαιρετικής και συναινετικής ισχύος του ισλαμικού νόμου (σαρία) στην επίλυση θεμάτων οικογενειακού δικαίου της μειονότητας, υποσκελίζεται από «σκέψεις» για εκλογή του μουφτή αντί του διορισμού του (αίτημα που εσφαλμένα συνέδεσε ο Ερντογάν με την εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάνης, στην οποία δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά) και μέτρα για την προσχολική παιδεία που επηρεάζουν την ομαλή ενσωμάτωση της μειονότητας στην κοινωνία. Για το θέμα αυτό, παραπέμπω σε μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση του καθηγητή κ. Συρίγου, στο πρόσωπο του οποίου επικεντρώνονται οι αντιδράσεις τόσο ορισμένων αυτοαποκαλούμενων «αντεξουσιαστών», όσο και ΜΜΕ ή πολιτικών στην Ελλάδα και την Κύπρο που επικρίνονται για «ενδοτικές» θέσεις.
Σήμερα είναι περισότερο από κάθε φορά αναγκαία η διαμόρφωση μας άλλης, μακροπρόθεσμης, στρατηγικής για την ανάσχεση της αυξανόμενης τουρκικής επιθετικότητας. Προς την κατεύθυνση αυτή, η χρησιμότητα των δύο πιο πάνω επισκέψεων έγκειται όχι στα (αμφισβητήσιμα) αποτελέσματα που παρήγαγαν, αλλά στον βαθμό αφομοίωσης από την Ελληνική πολιτική τάξη των διδαγμάτων που προσέφεραν.