Ηταν ένα γεγονός που δεν συμβαίνει συχνά στη χώρα μας, ένας δηλαδή κύκλος διαφορετικών μεταξύ τους συναυλιών στο Μέγαρο Μουσικής, κάθε μίας με δύο συμφωνίες ισάριθμων σπουδαίων συνθετών αλλά από την ίδια ορχήστρα και μαέστρο. Πόσο μάλλον όταν η ορχήστρα είναι η Μπερλίν Στάατσκαπελε και ο μαέστρος ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ…
Ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ (Daniel Barenboim) και η Μπερλίν Στάατσκαπελε (Berlin Staatskapelle) ξεκίνησαν μάλιστα από την Αθήνα την ευρωπαϊκή περιοδεία τους η οποία θα συνεχιστεί σε Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία Ελβετία, Αυστρία και θα ολοκληρωθεί σε τέσσερις πόλεις της χώρας όπου είναι η έδρα τους, της Γερμανίας. Δεν γνωρίζω αν και στους υπόλοιπους σταθμούς της θα παίξουν το ίδιο και τόσο απαιτητικό πρόγραμμα ή ήταν μόνο για την έναρξη.
Είναι σίγουρα πάντως πολύ ασυνήθιστο σε τέσσερις συναυλίες να παρουσιάζονται οι τέσσερις πρώτες συμφωνίες δύο πολύ σπουδαίων συνθετών, του Γιοχάνες Μπραμς και του Ρόμπερτ Σούμαν, σε ζεύγη κάθε φορά και με την σειρά αρίθμησης τους.
Καθώς οι συναυλίες ήταν σχεδόν διαδοχικές (με μόνη διακοπή την 28η Οκτωβρίου) και, τόσο η διάρκεια τους όσο και ο όγκος της μουσικής πληροφορίας σε κάθε μία από αυτές πάρα πολύ μεγάλα, έπρεπε αναγκαστικά να επιλέξω ποιες θα παρακολουθήσω. Αποφάσισα ότι αθα ήταν οι βραδιές των τρίτων και τέταρτων συμφωνιών και δεν μετανιώνω για την επιλογή μου αλλά οφείλω να πω ότι δεν ξέρω αν όσα έχω να πω στη συνέχεια ισχύουν – και ειδικά στον ίδιο βαθμό – επίσης για την πρώτη και την τελευταία συναυλία.
Οφείλω να πω επίσης ότι αισθάνθηκα λίγο παράξενα όταν είδα τον Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ να βγαίνει για πρώτη φορά στη σκηνή και παρατήρησα ότι μπροστά του δεν υπήρχε καν αναλόγιο, πόσο μάλλον παρτιτούρα. Δεν τίθεται φυσικά θέμα για το αν ένας μαέστρος με την τεράστια πείρα του έχει μελετήσει εξαντλητικά τα συγκεκριμένα έργα, τα κατέχει και όχι απλά τα γνωρίζει πρίμα βίστα και επίσης τα έχει διευθύνει αρκετές ακόμα φορές.
Δεν μπορώ όμως και να ξεχάσω κάτι που είχα διαβάσει πολλά χρόνια πριν σε συνέντευξη ενός άλλου πολύ σημαντικού μαέστρου, «η παρτιτούρα δεν είναι εκεί μόνο για να μπορείς να παρακολουθείς ανά πάσα στιγμή με μια ματιά την εξέλιξη του έργου. Πολύ περισσότερο από αυτό την έχεις μπροστά σου για να σου υπενθυμίζει διαρκώς ότι παίζεται το έργο ενός συγκεκριμένου δημιουργού ο οποίος έβαλε όλη την έμπνευση και τον κόπο του σε αυτό και χρέος σου είναι το να αποδοθεί όσο το δυνατόν καλύτερα και πιο κοντά στο πνεύμα του η σύνθεση και όχι το να φτιάξεις ένα νέο έργο με πρώτη ύλη το δικό του».
Το παιδί θαύμα που όταν μεγάλωσε έγινε «ιερό τέρας»
Καθώς όμως άρχισε να ακούγεται η εισαγωγή του πρώτου έργου σχεδόν αυτόματα σκέφτηκα .ότι πράγματα που ισχύουν για άλλους, ίσως και όλους, πιθανόν να μην ισχύουν για τον Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, έναν μουσικό, έναν μαέστρο πολύ διαφορετικό από τους υπόλοιπους γιατί πολύ απλά δεν είναι καθόλου συνηθισμένη περίπτωση μουσικού αλλά και ανθρώπου.
Δεν συμβαίνει σε πολλούς/ές να είναι και οι δύο γονείς τους σολίστ του πιάνου, η μητέρα τους να είναι η πρώτη δασκάλα τους και ο πατέρας τους ο δεύτερος και τελευταίος, να ολοκληρώνουν δηλαδή τις πιανιστικές σπουδές τους μαζί του.
Το αν και πόσο ήταν καθόλα αντάξιος μαθητής τους το δείχνει ότι πραγματοποίησε την πρώτη δημόσια εμφάνιση του, ρεσιτάλ μάλιστα, σε ηλικία επτά ετών. Το ότι πολύ σύντομα ο μαθητής ξεπέρασε τον δάσκαλο και την δασκάλα του φαίνεται από το ότι όταν οι γονείς του και πάλι τον πήγαν μόλις στα δέκα τέσσερα του σε ένα σεμινάριο για μέλλοντες μαέστρους ένας από τους κορυφαίους διευθυντές ορχήστρας της εποχής τον αποκάλεσε φαινόμενο και τον προσκάλεσε να παίξει το Πρώτο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Μπετόβεν με μια πολύ σημαντική ορχήστρα και βέβαια υπό την διεύθυνση του, κάτι που δεν συνέβη για εντελώς ανεξάρτητους από την μουσική λόγους.
Ηταν ήδη φανερό ότι μπορεί ίσως ο Μπάρενμποϊμ να κληρονόμησε το μουσικό ταλέντο από τους γονείς του αλλά για τον ίδιο είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλά ταλέντο και κλίση, ζει για την μουσική και κυριολεκτικά την αναπνέει. Η συνέχεια ήταν το υλικό από το οποίο φτιάχνονται οι απολύτως δικαιολογημένοι θρύλοι ενός χώρου.
Εχοντας σπουδάσει στα δέκα τρία του αρμονία και σύνθεση με - όπως και πάρα πολλοί άλλοι σημαντικότατοι μουσικοί - την Νάντια Μπουλανζέ, πιθανότατα την κορυφαία καθηγήτρια μουσικής του εικοστού αιώνα και με την πιανιστική καριέρα του να έχει ήδη απογειωθεί και να αναγνωρίζεται ως βιρτουόζος σε πολλές χώρες του κόσμου και μετρώντας αρκετές συνεργασίες με σπουδαίες ορχήστρες και μαέστρους, διηύθυνε για πρώτη φορά ορχήστρα σε μιαν ηχογράφηση στην Αγγλία σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών.
Ηταν η αρχή της δεύτερης και σαφώς ακόμα πιο σημαντικής από την πιανιστική μουσικής διαδρομής του η οποία σήμερα τον καθιστά τον τελευταίο μάλλον επιζώντα από τους κορυφαίους μαέστρους του εικοστού αιώνα με κατά περίπτωση ή και μακροχρόνιες συνεργασίες με όχι λίγες από τις σπουδαιότερες ορχήστρες του κόσμου.
Το τι αποτελεί για τον Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ η μουσική φαίνεται ακόμα και στην προσωπική ζωή του. Η Αγγλίδα πρώτη σύζυγος του, αν και αποσύρθηκε πολύ νωρίς καθώς προσβλήθηκε από σκλήρυνση κατά πλάκας, ασθένεια που οδήγησε στον επίσης πολύ πρόωρο θάνατο της, ήταν η ίσως κορυφαία βιολοντσελίστρια της εποχής της.
Η δεύτερη είναι η Ρωσίδα πιανίστρια αλλά και μαέστρος Ελενα Μπάσκροβα, ο ένας από τους γιους τους είναι σολίστ του βιολιού και μόνον ο δεύτερος…ξέφυγε κάπως με το να γίνει ο μάνατζερ και παραγωγός ενός γερμανικού hip-hop γκρουπ!
Ο «ταραγμένος» Σούμαν vs του μειλίχιου Μπραμς
Από την άλλη, για να πάμε στο περιεχόμενο των συναυλιών, ο Γιοχάνες Μπραμς και ο Ρόμπερτ Σούμαν μπορεί αμφότεροι να είναι Γερμανοί συνθέτες που ανήκουν στο κίνημα του ρομαντισμού αλλά οι διαφορές τους είναι πολύ περισσότερες από το ότι ο πρώτος ήταν κατά περίπου είκοσι πέντε χρόνια νεότερος του δεύτερου.
Ο Σούμαν ήταν ένα είδος «καταραμένης ιδιοφυίας», ένα εκρηκτικό ταλέντο με έναν όμως εξίσου διαταραγμένο ψυχισμό που οδήγησε στον θάνατο του σε ψυχιατρείο σε ηλικία μόλις σαράντα έξι ετών. Αντίθετα ο Μπραμς ήταν μια απολύτως συγκροτημένη προσωπικότητα, τόσο σαν άνθρωπος όσο και ως μουσικός που, έχοντας δεχθεί μάλιστα σε ένα βαθμό επιρροή από τον Σούμαν αλλά πολύ περισσότερο από τον μέγιστο Μπετόβεν, εργαζόταν με μεγάλη αυτοπειθαρχία και μεθοδικότητα, κάτι που του επέτρεψε να δημιουργήσει ένα πολύ μεγάλο σε ποσότητα αλλά και αξία έργο με κύρια χαρακτηριστικά την βαθιά μελωδικότητα αλλά και την κομψότητα του ύφους του.
Οσον αφορά τώρα στη συνθήκη των συναυλιών θα μπορούσε κάποιος/α να σκεφτεί ότι η Μπερλίν Στάατσκαπελε, όντας η ορχήστρα της Κρατικής Οπερας του Βερολίνου, ειδικεύεται σε έργα μουσικού θεάτρου και άρα δεν είναι τόσο κατάλληλη για συμφωνικά. Θα ήταν όμως πολύ μεγάλο λάθος καθώς δεν θα λάβαινε υπόψη αφενός την Ιστορία της η οποία άρχισε πριν από…τετρακόσια πενήντα χρόνια (!) και αφετέρου και εξίσου σημαντικό το ότι ο Μπάρενμποϊμ συμπληρώνει σχεδόν τριάντα χρόνια ως μόνιμος μαέστρος τόσο της ίδιας όσο και του «μητρικού» οργανισμού της, της Οπερας, γεγονός που απλά σημαίνει ότι γνωρίζει περισσότερο και από καλά όλα τα χαρακτηριστικά, τα προτερήματα αλλά ακόμα και τις αδυναμίες, όχι μόνο του συνόλου αλλά και καθενός και καθεμίας εκ των μουσικών που το αποτελούν!
Η Δεύτερη Συμφωνία σε ντο μείζονα του Σούμαν αφιερώθηκε από τον συνθέτη στον τότε βασιλιά της Σουηδίας και Νορβηγίας Οσκαρ Α’ και διακρίνεται για τον λυρισμό αλλά και για μια, ασυνήθιστη, ακόμα και παράδοξη για τον δημιουργό αισιόδοξη διάθεση. Τα πνευστά όμως, κυρίως τα χάλκινα και λιγότερο τα ξύλινα, υπολείπονταν σε δυναμισμό και συνολική παρουσία σε σχέση με τα έγχορδα. Οι ενστάσεις μου έγιναν ακόμα περισσότερες το επόμενο βράδυ όταν στην Τρίτη συμφωνία σε μι ύφεση μείζονα, την λεγόμενη και «του Ρήνου», του Σούμαν απουσίαζε σχεδόν εντελώς η ελεγειακή διάθεση, απόρροια του ψυχισμού του συνθέτη ενώ και η δυναμική των πνευστών είχε υποβαθμιστεί σε τέτοιο βαθμό που τα σωστά «ζυγισμένα» έγχορδα δύσκολα την αντιστάθμιζαν.
Αντίθετα η Δεύτερη συμφωνία σε ρε μείζονα του Μπραμς ήταν περισσότερο και από άψογη με την ορχήστρα να αποδίδει στην εντέλεια το περίτεχνο αλλά και τόσο όμορφο ύφος του δημιουργού. Αυτό συνέβη στον υπερθετικό βαθμό το επόμενο βράδυ με την (υπερτιμημένη κατά τον ίδιο τον συνθέτη!) Τρίτη συμφωνία σε φα μείζονα του Μπραμς, μια απολαυστική πανδαισία έμπλεων μελωδίας θεμάτων και ενορχηστρωτικής φαντασίας στην οποία η Μπερλίν Στάατσκαπελε θα μπορούσε να πω ότι εκτοξεύθηκε σε άλλες διαστάσεις αποδίδοντας ανάγλυφη την κομψότητα και την εκθαμβωτική σχεδόν ομορφιά του έργου.
Μπορούν το πρώτο και το δεύτερο μέρος δύο σε αυτή την περίπτωση συναυλιών να σου αφήσουν τόσο αντιφατικές εντυπώσεις και, ακόμα περισσότερο, μπορείς να το αποδεχθείς αυτό;
Σε κάθε άλλη περίπτωση μάλλον όχι αλλά τελικά ναι όταν έχεις να κάνεις με το «ιερό τέρας» που λέγεται Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ. Όχι απλά ακμαίος αλλά θαλερότατος, όχι μόνο διανοητικά αλλά και σωματικά, παρότι σε λίγες ημέρες θα συμπληρώσει τα εβδομήντα εννέα χρόνια του, από τη στιγμή που ανέβαινε στο πόντιουμ σε έκανε να καταλάβεις πως οτιδήποτε θα ακουγόταν στη συνέχεια όχι μόνο θα ήταν υπό τον απόλυτο έλεγχο του αλλά και αποκλειστικά δικής του ευθύνης.
Δεν διευθύνει μόνο με την μπαγκέτα ή τα χέρια του αλλά ακόμα και με την απειροελάχιστη κίνηση του τελευταίου τετραγωνικού εκατοστού του σώματος του και βλέπεις καθαρά τους και τις μουσικούς να είναι προσηλωμένοι/ες σε αυτές, σε εκείνον. Ενας μαέστρος που η (συγκεκριμένη) ορχήστρα είναι το όργανο του και, αντίστοιχα, μια ορχήστρα που τα μέλη της «δανείζουν» υπό μιαν έννοια τα χέρια τους στο μαέστρο τους.
Ενας ορθολογιστής στον κόσμο των ήχων
Αλλωστε και σαν ανθρώπινη προσωπικότητα ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ δεν είναι η τυπική και πλέον συνηθισμένη. Γεννήθηκε στην Αργεντινή, ήταν δέκα ετών όταν η οικογένεια του μετοίκησε στον Ισραήλ και απέκτησε δεύτερη υπηκοότητα αλλά ήταν ο πρώτος Ισραηλινός πολίτης που ζήτησε και πήρε και την παλαιστινιακή υπηκοότητα (έχει επίσης ισπανική αλλά όχι και, παράδοξα καθώς τόπος διαμονής του εδώ και πολλά χρόνια είναι το Βερολίνο, γερμανική).
Εχει καταφερθεί επανειλημμένα, μιλώντας αλλά και αρθρογραφώντας, με δριμύτητα εναντίον του τρόπου που το κράτος το Ισραήλ αντιμετωπίζει τους Παλαιστινίους, πιστεύει ακράδαντα στην ύπαρξη αυτόνομου παλαιστινιακού κράτους και τις απόψεις τους αυτές τις έχει αποδείξει με πράξεις, πραγματοποιώντας συναυλίες στα παλαιστινιακά εδάφη αλλά και διευθύνοντας την πρώτη ισραηλινοπαλαιστινιακή ορχήστρα.
Δηλώνει φανατικός οπαδός του Μπαρούχ Σπινόζα, του Ολλανδού φιλοσόφου εβραϊκής καταγωγής που στις θέσεις του ο Ντεκάρτ βάσισε το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» για να θεμελιώσει τον ορθολογισμό και μάλιστα τον έχει σαν πρότυπο για την ζωή του. Αυτές τις ορθολογικές απόψεις του τις εφαρμόζει και στη θεώρηση του της μουσικής η οποία στηρίζεται σε μια σπάνια στην πληρότητα της εποπτεία της, εκτός από το σύνολο του κλασικού ρεπερτορίου για το οποίο είναι διάσημος έχει διευθύνει ουκ ολίγες φορές έργα σύγχρονης, κάποτε ακόμα και πρωτοποριακής μουσικής. Είναι κάτι που τον ενδιαφέρει ακόμα και από πιανιστικής πλευράς, δική του ιδέα ήταν η κατασκευή ενός πιάνου με ευθείες και όχι τεθλασμένες όπως σα υπόλοιπα χορδές το οποίο μάλιστα εγκαινίασε ο ίδιος με ένα ρεσιτάλ στο Βερολίνο το ’19.
Η θέση του Μπάρενμποϊμ για την διεύθυνση και συνολικά την εκτέλεση των κλασικών έργων είναι απολύτως ξεκάθαρη και σαφής. Χωρίς να απεμπολεί ποτέ τον σεβασμό του για τους μεγάλους συνθέτες και το έργο τους έχει πάρα πολύ συγκεκριμένη άποψη για το πώς μπορεί και πρέπει να ακούγεται αυτό. Είναι κάθετα αντίθετος στη σχολή της ιστορικά τεκμηριωμένης ερμηνείας η οποία τείνει να γίνει σχεδόν κυρίαρχη τα τελευταία χρόνια. Επίκεντρο της μουσικής σκέψης του είναι η αρμονία, όπως λέει «όλη αυτή η συζήτηση περί αυθεντικότητας μπορεί να είναι καλή, ακόμα και χρήσιμη αλλά παραγνωρίζει την αρμονία που θεμελίωσε και εισήγαγε ο Μπαχ η οποία διαμόρφωσε όλη την εξέλιξη της μουσικής όπως την γνωρίζουμε μέχρι σήμερα».
Δεν αναζητεί το σωστό τέμπο για κάθε έργο σε ιστορικές μαρτυρίες της εποχής του αλλά στην αρμονία και τον αρμονικό ρυθμό του ενώ δεν πιστεύει ότι πρέπει αλλά και μπορούμε να αγνοήσουμε τις τεχνολογικές και άλλες διαφοροποιήσεις που έχουν επέλθει στη κατασκευή των οργάνων, αλλάζοντας περισσότερο ή λιγότερο και τον τρόπο εκτέλεσης, από την κλασική περίοδο μέχρι σήμερα.
Τις απόψεις του τις έχει συνοψίσει στην εμβληματική φράση: «αν θέλεις να κάνεις τον Μπαχ να ακούγεται σαν (τον άκρως πρωτοπόρο Γάλλο συνθέτη και μαέστρο) Πιέρ Μπουλέζ κάνε το, θα πω απλά αν μου αρέσει ή όχι αυτό που ακούω. Μην προσπαθείς όμως να παίξεις Μπαχ όπως θα τον έπαιζε ο ίδιος ενώ δεν γνωρίζεις τίποτα όχι μόνο για το πως παιζόταν αλλά ακόμα και πως ακουγόταν ο Μπαχ στην εποχή του γιατί όχι μόνο δεν θα το καταφέρεις αλλά είναι σίγουρο ότι θα τον παίξεις πολύ κακά».
Αν υπάρχει λοιπόν ένας και μοναδικός μαέστρος στον κόσμο αυτή τη στιγμή που δικαιούται και μπορεί να μην διευθύνει Σούμαν αλλά τον κατ’ αυτόν Σούμαν αυτός είναι ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ. Μας έδωσε όμως και έναν υπέροχο, άψογο, έτσι ακριβώς όπως θα έπρεπε να παίζεται από όλους Μπραμς, σε βαθμό που ακόμα και ο ίδιος ο συνθέτης, αν μπορούσε να το ακούσει, θα ενθουσιαζόταν!
Επιπλέον είμαι τυχερός που μπόρεσα να τον παρακολουθήσω να διευθύνει, σε αυτό είχα καταλήξει φεύγοντας το δεύτερο βράδυ από το Μέγαρο πλήρης και εντέλει ικανοποιημένος, διανοητικά και όχι μόνον αισθητικά. Και αν είχα την ευκαιρία να του πω κάτι αυτό θα ήταν μόνο, «κύριε Μπάρενμποϊμ μπορεί να έχω πολλές, πάρα πολλές ενστάσεις και αντιρρήσεις αλλά είστε ο μόνος που δικαιούστε και αξίζετε να διευθύνετε κάθε έργο όπως εσείς κρίνετε . Γιατί το προσωπικό μουσικό μέγεθος σας είναι σχεδόν ισοδύναμο των έργων που διευθύνετε και αυτό ελάχιστοι άλλοι το έχουν κατορθώσει».